Το διαζύγιο αφήνει μόνιμα προβλήματα υγείας
23 Ιανουαρίου 2010
Το διαζύγιο και η χηρεία λόγω θανάτου έχουν μια μακροπρόθεσμη ζημιογόνα επίπτωση στην ψυχική και σωματική υγεία, που ακόμα κι ένας επόμενος γάμος δεν μπορεί πλήρως να σβήσει, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη του πανεπιστημίου του Σικάγο, υπό τη δρα Λίντα Γουέιτ, που δημοσιεύεται στο περιοδικό υγείας και κοινωνικής συμπεριφοράς “Journal of Health and Social Behaviour”, σύμφωνα με το ΒΒC και το Live Science, αφορούσε 8.652 άτομα ηλικίας 51 έως 61 ετών, εκ των οποίων το 20% ξαναπαντρεμένοι, το 22% διαζευγμένοι ή χήροι αλλά όχι ξαναπαντρεμένοι και το 4%…αιώνια εργένηδες.
Η έρευνα διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι χωρισμένοι έχουν 20% κατά μέσο όρο περισσότερες χρόνιες ασθένειες, όπως καρκίνο, καρδιά ή διαβήτη, σε σχέση με όσους δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Το ποσοστό πέφτει απλώς στο 12% για όσους ξαναπαντρεύονται, αλλά η “ψαλίδα” παραμένει.
Όσοι δεν παντρεύτηκαν ποτέ, ανέφεραν 12% περισσότερα προβλήματα κινητικότητας, όπως βαδίσματος ή ανεβάσματος μιας σκάλας, σε σχέση με τους παντρεμένους. Οι μη παντρεμένοι ήσαν επίσης 13% πιθανότερο να εμφανίσουν σημάδια κατάθλιψης σε σχέση με τους παντρεμένους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το “απόθεμα υγείας” με το οποίο ξεκινά κανείς την ενήλικη ζωή του, διατηρείται ή διαβρώνεται ανάλογα με την ποιότητα του γάμου του. Όσοι παραμένουν συνεχώς παντρεμένοι, έχουν περίπου τα ίδια χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων προβλημάτων υγείας με όσους δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Αν και όσοι άνθρωποι ξαναπαντρεύονται μετά από ένα διαζύγιο, τείνουν να είναι πιο ευτυχισμένοι γενικά (όντας λιγότερο επιρρεπείς στην κατάθλιψη σε σχέση με όσους έμειναν για πάντα ανύπαντροι), στην πραγματικότητα, κατά την έρευνα, λίγα οφέλη έχουν από την άποψη της υγείας τους μακροπρόθεσμα.
Η αρνητική επίπτωση στην υγεία από το διαζύγιο κυρίως έγκειται στο ότι το εισόδημα του χωρισμένου μειώνεται και άγχος αναπτύσσεται για διάφορα ζητήματα, όπως η φροντίδα του παιδιού από τους χωρισμένους γονείς. Από την άλλη, ο γάμος φέρνει άμεσα οφέλη στην υγεία, τόσο γιατί βελτιώνει την οικονομική κατάσταση των συζύγων (κυρίως των γυναικών), όσο και γιατί βελτιώνει τις υγιεινές συμπεριφορές (κυρίως των ανδρών – π.χ. λιγότερα ξενύχτια!).
Όταν κανείς ξαναπαντρεύεται, σύμφωνα με την έρευνα, στο μεν ψυχολογικό επίπεδο τα πράγματα συνήθως βελτιώνονται, όμως στο σωματικό είναι διαφορετικά, καθώς χρόνιες ασθένειες, όπως ο καρκίνος, οι καρδιοπάθειες ή ο διαβήτης, μπορεί να συνεχίσουν να αναπτύσσονται αργά για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων του διαζυγίου.
Η υπεύθυνη της έρευνας δρ Γουέιτ επεσήμανε ότι τα πορίσματα της έρευνας δεν σημαίνουν πως ένα ζευγάρι πρέπει να μένει μαζί ακόμα κι όταν δεν αντέχουν άλλο, αλλά δείχνουν την ανάγκη, μετά το διαζύγιο ή το θάνατο του συζύγου, να φροντίζουν οι χωρισμένοι και οι χήροι την υγεία τους όσο μπορούν, για να μην πέσουν θύμα κάποιας χρόνιας ασθένειας. Από την άλλη, όπως τόνισε, μια έρευνα, εκ των πραγμάτων, καταγράφει μέσους όρους, συνεπώς υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που, όταν έμειναν μόνοι, η υγεία τους βελτιώθηκε, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά.
Ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων υποσυνείδητα συνεχίζουν -και μετά το διαζύγιο- να ψάχνουν να βρουν ένα σύντροφο που να μοιάζει στην πρώτη γυναίκα ή τον πρώτο άνδρα τους.
Πηγή: (ΑΠΕ- ΜΠΕ)