Ο Γέρων Ιωαννίκιος Διονυσιάτης (1942-2006), 1ο μέρος
13 Ιανουαρίου 2010
Γέρων Ιωαννίκιος Διονυσιάτης, κατά κόσμον Αλέξανδρος Ανθίμου του Ανθίμου και της Παναγιώτας, εγεννήθη την 22-7-1942 στην Κύπρο, στο χωριό Αγριδάκι της κατεχόμενης από τους Τούρκους Επαρχίας της Κυρήνειας. Οι γονείς του ήσαν άνθρωποι με φόβον Θεού, εγέννησαν έξι παιδιά (πρώτος κατά σειράν), και ο μεν πατέρας του όταν έκοιμήθη έλεγε στους παριστάμενους «Βλέπετε αυτούς τους δύο με τα λευκά;» και αμέσως παρέδωσε την ψυχήν του, η δε μητέρα του κατά προτροπήν του εκάρη Μοναχή υπό το όνομα Μαριάμ κατά τα τελευταία δέκα έτη της ζωής της και εκοιμήθη και εκείνη από καρκίνο στον εγκέφαλο.
Μετά το Δημοτικό εφοίτησε στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακος και αργότερα εργάσθηκε επί ετη σε Αγγλική Τράπεζα. Φλεγόμενος όμως κυριολεκτικώς από θείον έρωτα και έφεση για την απράγμονα και ησύχιον ζωήν των μοναχών, ανεχώρησε για το Άγιον Όρος την 1-9-1967.
Ο ένθερμος ζήλος του και η ζέσις της προς τον Θεόν αγάπης του διαφαίνεται και σε κάποιο προσωπικό ημερολόγιο του που διατηρούσε όταν ήταν ακόμα λαϊκός. Εκεί καταγράφει τους καθημερινούς αγώνας του και τις πολλές φιλάνθρωπες δραστηριότητές του, τις επισκέψεις του σε νοσοκομεία και σε άλλους χώρους όπου υπήρχε ανθρώπινος πόνος. Επίσης στο εν λόγω ημερολόγιο, το οποίο προσφυώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσωμε «Εξομολογήσεις», υπάρχουν αυτοσχέδιες προσευχές του, πλήρεις αγάπης προς τον Θεόν και αγωνίας για την σωτηρία της ψυχής του. Μία από αυτές παραθέτουμε ενδεικτικώς:
«Πανάγαθε Πατέρα, Φιλάνθρωπε Κύριε Ιησού Χριστέ, Πανάγιον Πνεύμα, Τριάς ομοούσιε, Σ΄ευχαριστώ διά την πρόνοιαν που έδειξες και σήμερον για μένα εναν ανάξιον αμαρτωλόν. Σε παρακαλώ βοήθα με να κατανοήσω την αγάπην Σου, για να μπόρεση και η δική μου καρδιά να σ΄ αγαπήση, όσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με την δύναμιν που παρέχεις σ΄εμέ.
Πανάγαθε Θεέ, αιώνιε Λυτρωτά, ομολογώ ότι είμαι ανάξιος να φιλοξενήσω μέσα μου το Πυρ της Θεότητος, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αλλά σύμφωνα με την υπόσχεσίν Σου, «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ», σε παρακαλώ αξίωσέ με και μείνε μέσα μου και γω εν Σοι. Ελέησέ με Κύριε, και άνοιξε την καρδίαν μου να Σε δεχθή ολόκληρον, χωρίς να μπορή να χωρέση τίποτε άλλο. Γίνου Συ βασιλεύς μου και κυβέρνησε το καράβι της ζωής μου σύμφωνα με το θέλημά Σου. Κατέργασέ με ναόν άγιόν Σου, όπου θα επιτελήται αγιωσύνη του Αγίου ονόματός Σου. Κατάκαυσε πυρί αΰλω τας αμαρτίας μου, τας άκανθας των παθών, απάλλαξε με από τα έργα της σαρκός και χάρισέ μου τον καρπόν του Αγίου Πνεύματός Σου. Αξίωσέ με να σοι εξομολογούμαι εν αγαλλιάσει, να σε ζητώ εν φόβω, να σε υπακούω με πίστη και αγάπην. Και με ενα λόγον χάρισε μου τα δώρα πού χαρίζεις σε κάθε ενα πού με πίστη προσέρχεται και Σε δέχεται εντός του, την κατά Χριστόν ζωή, η δόξα του Θεού επί γης και η Σωτηρία εις τους ανθρώπους.
Πρεσβείαις της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αΰλων Σου Λειτουργών, και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν». Χαρακτηριστικά επίσης γράφει σε μια επιστολή του προς κάποιον Γέροντα-Πνευματικό:
«…Αλλά εμένα μού αρέσει η μοναχική ζωή, η προσευχή, η απομάκρυνσις από τον κόσμο. Θέλω να βρεθώ κάπου πού να μην έχω ευθύνες, πού να μην έχω φροντίδες και μέριμνες, για να κλάψω τις πολλές αμαρτίες μου. Όμως ακόμη αγαπώ τους γονείς μου και με αγαπούν. Αν μείνω στην Κύπρο θα μ΄ενοχλού και ίσως με επηρεάσουν. Γι΄αυτό θέλω να φύγω, να πάω ίσως στο Άγιον Όρος, να βρω ένα καλό Γέροντα, έναν άγιον άνθρωπο, να του εμπιστευθώ την ζωή μου, για να με οδηγήση στην μετάνοια, κοντά στον Χριστό. Μέσα στον κόσμο δεν μπορώ να ζήσω… Χαυνούμαι ως αδύνατος και μόνος εν μέσω αμαρτωλού περιβάλλοντος. Παρακαλώ συμβουλέψετέ με και παρακαλέσατε τον μόνον δυνάμενον σώζειν και βοηθήστε με, Άγιε πάτερ. Είθε ο Κύριος να ενισχύη τους ημάς ενισχύοντας και ενισχύσαντας. Αμήν.».
Και πράγματι στο πρόσωπο του μακαριστού μας Γέροντος Χαραλάμπους βρήκε «ένα καλό Γέροντα, έναν άγιον άνθρωπο», πού του εμπιστεύθηκε την ζωή του και την σωτηρία του. Τον Γέροντα μας εγνώρισε στην Δάφνη, καθώς επήγαινε από την Νέα Σκήτη, όπου εγκαταβιούσε, στην Μονή Χιλανδαρίου, για να εγγράψη εις το Μοναχολόγιό της ως δόκιμο έναν αδελφό. Ήδη ο Γέροντας σε λίγες ημέρες θα εγκατέλιπε την Νέα Σκήτη και θα μεταφερόταν με την συνοδεία του προς επάνδρωση του Χιλανδαρινού Κελλίου του Αγίου Νικολάου (Μπουραζέρι) στις Καρυές. Τότε και ο νεαρός Αλέξανδρος του είπε: «Γίνεται να ρθώ και εγώ να γραφτώ δόκιμος;». Ο Γέροντας τον εδέχθηκε μετά χαράς, και έτσι πήγε στο Χιλανδάρι να γράψει όχι ενα αλλά δύο αδελφούς.
Στο Μπουραζέρι έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα την 15-8-1968 και μετονομάσθηκε Ιωαννίκιος εις μνήμην του τελευταίου ηλικιωμένου Ρώσσου πού είχε απομείνει στο Κελλί, Γέροντος Ιωαννικίου Ιεροδιακόνου. Την 15-9-1979 ακολούθησε τον Γέροντα Χαράλαμπο και την εικοσαμελή συνοδεία του στην Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου και την επομένη ημέρα εξελέγη προϊστάμενος της Γεροντικής Συνάξεως της Μονής. Διετέλεσε τέσσερεις φορές Πρωτεπιστάτης, κατά τα έτη 1984-1985 (28-1 εως 31-5-1985), 1994-1995, 1999-2000, 2004-2005. Στην Μονή υπηρέτησε επί έτη στο Αρχονταρίκι και επέδειξε μεγάλο ζήλο και σπουδή για την ανάπαυση, ψυχική και σωματική των πολυαρίθμων προσκυνητών της Μονής μας. Ιδιαιτέρως δε προσπάθησε να βοηθήσει τους αλλοδαπούς και ετεροδόξους προσκυνητάς, συζητώντας μαζί τους, ξεναγώντας τους στο Καθολικό της Μονής, όπου, εξηγώντας τους τα μαρτύρια και τους βίους των Αγίων πού ήσαν στις τοιχογραφίες, τους εισήγαγε χωρίς να το καταλάβουν απλά και εποπτικά στην ορθόδοξη πίστη και θεολογία. Ο ύπνος του ήταν λίγος και τα μάτια του σχεδόν πάντοτε ήταν μαυρισμένα από την εν κρυπτώ αγρυπνία του. Διέθετε ισχυρή σωματική δύναμη και αντοχή, παρά το ότι φαινομενικά έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο περί αδυνάτου και εξαντλημένου.
Μετά το 1987 ασχολήθηκε και πάλιν επιτυχώς με την αγιογραφία, πού την είχε εξασκήσει στο Μπουραζέρι. Δούλευε πολλές ώρες στο ιερό αυτό εργόχειρο, σαν να ήξερε πώς θα μας φύγει γρήγορα, και μας αγιογράφησε πάρα πολλές Ιερές εικόνες για τις λατρευτικές ανάγκες της Μονής, αλλά και πάρα πολλές για πολλούς γνωστούς και φίλους, πνευματικούς αδελφούς μας.
Επίσης από της ελεύσεώς του στην Μονή αλλά και σχεδόν έως του τέλους του είχε το υπεύθυνο διακόνημα του Τυπικάρη, και διακρίθηκε για την ακρίβεια του στην τήρηση του περιώνυμου Τυπικού της Μονής μας μέχρι και της τελευταίας λεπτομέρειας.
Ήταν φιλακάλουθος εις το έπακρον και ουδέποτε έλειψε από την ακολουθία ακόμα και σε ώρες ασθενειών μεγάλων. Επίσης μεγάλη σπουδή επέδειξε και για την τήρηση του μοναχικού του κανόνος. Καθημερινώς δε έδιάβαζε επί αρκετή ώρα το ιερόν Ευαγγέλιον. Πάντοτε δε, από την αρχή της αφιερώσεώς του, ήταν αφοσιωμένος στον μακαριστό μας Γέροντα Χαράλαμπο, ο οποίος πολύ τον αγαπούσε, γιατί τον ανέπαυε με την υπακοή του και την διακριτική του διαγωγή. Στενή επίσης ήταν η σχέσις του με τον μακαριστό Γέροντα Αρσένιο.
Υποδειγματική όμως ήταν η συμπεριφορά του και απέναντι εις τον νέον μας Γέροντα Πέτρο. Από την αρχή της ηγουμενίας του στάθηκε στο πλευρό του, στηρίζοντας τον στις δυσκολίες της ηγουμενικής διακονίας, αλλά και σε όλα τα προβλήματα πού παρουσιάζονταν με την διακριτική του και ήσυχη συμπεριφορά εβοηθούσε τον Γέροντα για την επίλυσή τους.
Συνεχίζεται…