Η Ειρήνη
3 Ιανουαρίου 2010
Κώστα Ε. Τσιρόπουλου
Μπορούμε άραγε, οι σημερινοί άνθρωποι, να διανοηθούμε και να πιστέψουμε στην Ειρήνη, σ’ ένα κόσμο και σε μια ζωή ειρηνική;
Όσο κι’ αν η απόκριση στο ερώτημα μας φαίνεται θεωρητικά εύκολη, πρακτικά έχουμε σχεδόν τη βεβαιότητα πως η Ειρήνη είναι κάτι το απραγματοποίητο, το χιμαιρικό, που ξεπερνά τις δυνατότητες του ανθρώπου. Κι’ όμως, και σήμερα, όπως και σ’ άλλες εποχές, ακούμε από δεξιά κι’ αριστερά να υποστηρίζουν με θέρμη πως η Ειρήνη είναι επιτεύξιμη, αρκεί να επικρατήσει ανάμεσα στους ανθρώπους και στους λαούς η καλή πίστη και η κοινή λογική.
Φαίνεται, στ’ αλήθεια, πως δεν θα ήταν τρομερά δύσκολο να βασιλέψουν πάνω στον κόσμο αυτά τα απλά ηθικά αγαθά και εμπεδώνοντας την κυριαρχία τους να φέρουν στην πολύπαθη γη το μεγάλο δώρο της ειρήνης.
Αλλά όσο κι’ αν, κάτω από ένα βιαστικό βλέμμα, και η καλή πίστη και η κοινή λογική φαίνονται απλά κι εύκολα επιτεύγματα, είναι στην ουσία τους δυσκολότατα και προϋποθέτουν μια σωστή αναδιάρθρωση και πνευματική οργάνωση της ζωής μας. Απαιτούν, θάλεγε κανείς, ένα ξαναγέννημα ηθικό του κόσμου, ώστε να αποφευχθούν τα δραστικά δηλητήρια του παρελθόντος και να θεμελιωθεί η ζωή πάνω σε αρχές αδελφοσύνης.
Γιατί, πραγματικά, η καλή πίστη δεν μπορεί να πηγάζει παρά από την αδελφοσύνη που γέννα η Αγάπη. Όταν η αγάπη εξαφανίζεται από τον κόσμο, παίρνει μαζί της και την καλή πίστη και αφήνει στις καρδιές την υποψία και το φόβο. Οι πόλεμοι, από αυτά τα γεννήματα του σκότους ξεκινούν και για τούτο είναι η πιο αιματηρή άρνηση της αγάπης. Εμπιστεύεσαι μονάχα σ’ εκείνον που αγαπάς και που έχεις τη βεβαιότητα ότι αρμονικά αποκρίνεται στην αγάπη σου με τη δική του αγάπη. Η αγάπη είναι που σε οπλίζει με υπομονή, με ψυχραιμία και που σε χαριτώνει μ’ αυτό το απλό, ως λόγο, μα τόσο δύσκολο ως επίμονη πράξη: με την κοινή λογική.
Γιατί, τί σημαίνει «κοινή λογική»; Ουσιαστικά πρόκειται για κοινά μέτρα, κοινά κριτήρια των ανθρώπων και των λαών, για κοινό τρόπο του σκέπτεσθαι, για μια ομοιόμορφη πνευματική διάλεκτο. Αυτά είναι δωρήματα της αγάπης που κάνει ώστε τα άτομα και οι σχέσεις τους, οι ομάδες και οι επαφές τους, να συντελούνται μέσα σ’ ένα κλίμα θέρμης πνευματικής όπου όλα είναι καθαρά και συγκεκριμένα.
Σήμερα, βέβαια, τίποτε δεν είναι καθαρό και σαφές. Γιατί, από αυτή τη θανατηφόρα εμπλοκή της κακίας, των συμφερόντων και των υποψιών λείπει η Αγάπη. Αλλά, μήπως η Αγάπη είναι μια πρώτη αρχή της ζωής που αρκεί να το θέλει για να την αποκτήσει ο καθένας; Όχι φυσικά· η αγάπη είναι το μέγιστο και κύριο δώρημα του Θεού στους ανθρώπους, στα τέκνα Του. Η δική Του παρουσία μέσα στη ζωή αποσοβεί τις εκρήξεις και συμβιβάζει αρμονικά τα διεστώτα.
Είναι η Αρχή εκείνη στην οποία η ζωή ανάγεται και από την οποία φωτίζεται με φως της αγάπης. Όταν αυτή η αρχή παραγκωνίζεται και απωθείται, τότε χάνεται το φως της αγάπης και μέσα στο σκότος όλα γίνονται άγνωστα, επίφοβα, εχθρικά. Τότε αρχίζει ο πόλεμος, γιατί ο άνθρωπος χάνει και την καλή πίστη και την κοινή λογική, μετράει τη ζωή με εγωιστικά κριτήρια και παύει να βλέπει στο πρόσωπο του άλλου τον αδελφό -διαπίστωση που έκανε μονάχα μέσα στην φεγγοβολή της αγάπης.
Ο πόλεμος όμως, που είναι η αντίθεση της Ειρήνης, δεν είναι μονάχο προϊόν του ανθρώπινου φόβου αλλά και της Ανάγκης που αγριεμένη, κυριολεκτικά δαγκώνει και πιέζει την ανθρώπινη ζωή. Και η Ανάγκη, αν θελήσουμε να ανατρέξουμε στην αρχή του κόσμου, είναι γέννημα παρακοής, καρπός της Αμαρτίας. Πριν ο πρωτόπλαστος αμαρτήσει, η ανάγκη του ήταν άγνωστη, ήταν ελεύθερος και μακάριος. Η αμαρτία τον μπόλιασε με την ανάγκη και τον έφτασε στο σημερινό παροξυσμό των αναγκών που οδηγεί τον κόσμο σε παραφροσύνη.
Για ν’ αντιμετωπιστεί, λοιπόν, και ο Φόβος και η Ανάγκη, που είναι οι αντίμαχοι της Ειρήνης, χρειάζεται να γίνει ένας αγώνας διαρκής εναντίον της αμαρτίας. Κι ένας τέτοιος αγώνας είναι ουσιαστικός και τελεσφορεί μονάχα όταν υπάρχει, κέντρο και Αρχή της ζωής, ο Θεός.
Όταν Εκείνος λείπει και η απιστία μαίνεται, τότε και ο φόβος και η ανάγκη πληθαίνουν και σκεπάζουν τις καρδιές όλων των ανθρώπων. Όταν η καρδιά βρίσκεται σε τέτοια μάχη, όταν δεν ειρηνεύει εν Θεώ, τότε δε μπορεί να βρει και να στολίσει με ειρήνη τη ζωή. Το πρόβλημα, λοιπόν, της ειρήνης είναι πρόβλημα πίστης ή απιστίας, πρόβλημα Θεού, πρόβλημα αγάπης.
Η απιστία στερεί από τον κόσμο το ουράνιο μέλλον, εξαφανίζει από τα μάτια μας την αιωνιότητα, μεγαλοποιεί τις ανάγκες και τους φόβους και ρίχνει τους ανθρώπους και τους λαούς, τον ένα εναντίον του άλλου. Η απιστία είναι το βίτσιο της εποχής μας, για τούτο και η αγωνία όλο και ψηλώνει ξεθεμελιώνοντας την ατομική ζωή, εμποδίζοντας την παγίωση της προσωπικότητας στον άνθρωπο και δηλητηριάζοντας με καχυποψία και εχθρότητα τον κόσμο ολόκληρο. Χρειάζεται λοιπόν, μια κλιμάκωση η λύση του προβλήματος: ειρήνη μέσα στην ψυχή του ανθρώπου με την πίστη, με τη διαρκή παρουσία του Θεού, ειρήνη εν αγάπη μέσα στις κοινωνίες, προσανατολισμός τους προς την εφαρμογή της αρετής που είναι ο προάγγελος της αιωνιότητας, τέλος, ειρήνη ανάμεσα στους λαούς που ο ένας διακρίνει στο μέτωπο του άλλου το θειο σημάδι της αδελφοσύνης. Ειρήνη και αγαθοποιία.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα εναντίον της αγωνίας, του φόβου και της ανάγκης, μας φαίνεται, κυριολεκτικά, απραγματοποίητο σήμερα – τόσο βαθιά έχει, δηλητηριαστεί από την απιστία και την κακία η καρδιά μας. Αλλά είναι ένα πρόγραμμα πρώτης ανάγκης. Από την άποψη των μέσων καταστροφής, βρισκόμαστε στα έσχατα κι όλος ο κόσμος κρέμεται σε μια λεπτή κλωστή. Κάποιος ανισόρροπος, δηλαδή κακός, να βρεθεί και θα τιναχτούμε στον αέρα,
Άλλοτε ο πόλεμος ήταν γέννημα ανάγκης και φόβου. Σήμερα η ειρήνη έχει γίνει αποτέλεσμα ανάγκης και φόβου. Μια τέτοια απόκριση δεν λύνει το πρόβλημα που όπως είπαμε είναι πρόβλημα πίστης στο Θεό, επανεύρεσής Του, αλλά μας δίνει πίστωση χρόνου, ευρύνει τα περιθώρια της ελευθερίας μας.