Καρπός του Πνεύματος
27 Δεκεμβρίου 2009
Δεν είναι εύκολο πράγμα, ζώντας και με το έσχατο κομμάτι της ύπαρξής μας την ταραγμένη ζωή της αλλοπρόσαλλης εποχής μας, να μιλήσουμε με δόκιμο λόγο, χωρίς υποκρισίες και δυσκολοκρυβόμενες εκζητήσεις, για την Ειρήνη. Σε μιαν εποχή, όπου χίλιοι δυο παράγοντες εντείνουν το άγχος και την αγωνία μας ως το «μη περαιτέρω» ο λόγος για την ειρήνη, όταν δεν είναι ύποπτος, θα είναι σα μια δροσερή αύρα, σ’ ένα πρόσωπο ξέπνοο κι άχρωμο από φοβερή ασφυξία. Μόνο που δύσκολο πολύ κατάντησε, να ξεχωρίσεις το λόγο το ζωντανό για την ειρήνη, απ’ το λόγο, που αναφέρει, τυπικά, πολλές λέξεις με ειρηνικό περιεχόμενο, αλλά πίσω τους κρύβονται ανομολόγητοι, σκοποί και προπαγάνδες. Το κακό τούτο έχει τόσο πολύ παραγίνει που κινδυνεύει να παρεξηγηθεί, σαν βαλτός από σκοτεινές δυνάμεις, όποιος τολμήσει να μιλήσει φανερά και θαρρετά για την ειρήνη. Ωστόσο, θα ‘τανε ψέμα, και ίσως κ’ υπερβολική απαισιοδοξία, να πει κανείς πως κανείς δεν θέλει την ειρήνη, απ’ όλους αυτούς που σκίζονται για να την επιβάλουν. Το θέμα, όμως, δεν είναι αν θέλουν την ειρήνη ειλικρινά – απ’ αυτό δεν βγαίνει τίποτε. Το καίριο είναι να βλέπει κανείς την ειρήνη όπως πραγματικά «είναι, και να τη ζητάει ό π ο υ πρέπει και ό π ως πρέπει. Γιατί ειρήνη δεν είναι το να μην έχεις στα χέρια το ντουφέκι, όταν έχεις στον κόρφο το στιλέτο. Ούτε βρίσκεται μονάχα στα σύνορα δύο γειτονικών κρατών. Και, φυσικά, δεν μπορεί να πει κανείς πως κερδίζεται πάντα με τον πόλεμο. Εκείνος ο αρχαίος λόγος, πού ‘λεγε, πως «σα θέλεις ειρήνη, ετοίμαζε πόλεμο», μιλάει για μιαν ειρήνη πολύ εξωτερική. Αλλά η ειρήνη είναι καρπός του Πνεύματος. Κ’ οι καρποί του Πνεύματος κατακτώνται εσωτερικά, με δύσκολους και, πολύπονους αγώνες πνευματικούς. Όπως η ελευθερία, έτσι κ’ η ειρήνη: αν δεν υπάρξει υστέρα από αγώνα προσωπικό, εσωτερικά, ποτέ δε θα μπορέσει να ζήσει κ’ εξωτερικά. Αυτός ο λόγος δείχνει την τραγελαφικότητα των συγχρόνων ειρηνευτικών κινημάτων, που βασίζονται πάνω σε αδικίες προσωπικές και εθνικές, με λαούς υπόδουλους, σα να ‘τανε χωράφια ή πρόβατα γι’ άρμεγμα. Έχει πέσει πολλή σκόνη πάνω στον αββά Βαρσανούφιο και στο βιβλίο του, που λέγει σ’ ένα σημείο του, πως πρέπει, ν’ αφήνει κανείς το δικό του δίκιο για να μην ταραχτεί με τον αδελφό του! Ζητώντας, όμως, οι πολλοί την εξωτερική ειρήνη, την σαρκική, την κοσμική -κι όχι, όπως έπρεπε να γίνεται, την πνευματική, την ουράνια, που είναι «καρπός» του Πνεύματος»- ζητούν κάτι, που δεν μπορεί ναρθεί μόνο του, αφού ακολουθεί την εσωτερική ειρήνη, Γι’ αυτό κ’ η Εκκλησία μας, με πνευματική σοφία και διάκριση μεγάλη, τοποθετεί στα αιτήματα της πρώτα το «υπέρ της άνωθεν ειρήνης…» κ’ ύστερα το «υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου…» Χωρίς την εσωτερική ειρήνη, που η Χάρη κ’ η Αγάπη του Θεού χαρίζουν στον άνθρωπο, δεν πρόκειται ποτέ να στερεωθεί η ειρήνη των λαών, η οποία ουσιαστικά πηγάζει απ’ την ειρήνη όλων των ψυχών.
Η ειρήνη, αυτό το «γλυκύ και πράγμα και όνομα», κατά την έκφραση του άγιου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι ένα πράγμα σπάνιο στην κοιλάδα του κλαύθμωνος -που έχει καταντήσει ο ταλαίπωρος πλανήτης μας. Την εξωτερική ειρήνη «του σύμπαντος κόσμου» φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο oι υλικοί παράγοντες και τα οικονομικά συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή, όμως, τα οικονομικά πράγματα δεν έχουν ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη κ’ η ελπίδα μας για την ασφάλεια του αύριο, του άμεσου και του απώτερου μέλλοντος, δεν αναπαύονται σε καμιά σιγουριά. Κ’ έτσι ο σύγχρονος άνθρωπος δε μπορεί να γνωρίσει ούτε στιγμή τη γλυκεία όψη της ειρήνης. Δεν «εγεννήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού». Τα «πετεινά του ουρανού» και τα «κρίνα του αγρού», έπαψαν πια και σαν ποίηση να τον συγκινούν, κι αυτό είναι πολύ τραγικό, αλίμονο! Μέσα στη βιοτική του μέριμνα -«εγείρεσθαι μετά το καθήσθαι οι εσθίοντες άρτον οδύνης» δεν πολυπροσέχει τις αδικίες που δημιουργεί καθημερινά γύρω του, πληγώνοντας αυτό το πουλί με τα τρία ονόματα: ειρήνη με το Θεό, ειρήνη με τον αδελφό σου και ειρήνη με τον συγγενέστερο πλησίον σου, ήγουν, με τον εαυτό σου. Έτσι, δεν μπορεί ποτέ να βρει την ποθούμενη εσωτερική ανάπαυση, που θα φέρει την εσωτερική ειρήνη. Επιγραμματικά το λέγει ο ποιητικός λόγος του Ησαϊα: «οι δε άδικοι ούτως κλυδωνισθήσονται και αναπαύσασθαι ου δυνήσονται» (νζ’ 20) .
Ο μεγάλος Ειρηνοποιός, ο «πραΰς μαχητής» της ειρήνης, κατά τον προφήτη Ιωήλ, όχι μόνον «ευηγγελίσατο», άλλα και «εποίησεν ειρήνην», «τοις μακράν και τοις εγγύς». Με την αγάπη και τη συγγνώμη προς όλους, μας δίδαξε πως γίνεται να έρθει η πραγματική ειρήνη στον άνθρωπο: όταν γκρεμιστεί το μεσότοιχο της έχθρας που χωρίζει τους ανθρώπους. «Αυτός γαρ έστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφεσ. β’ 14) . Αν και δεν γράφουμε τη Θεολογία της ειρήνης εδώ, ας επιτρέψει ο αναγνώστης αυτή την ίσως κουραστική για μερικούς, αναδρομή. Ο προφήτης κλείνει μέσα στο αίτημα της ειρήνης τα πάντα: «Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν· πάντα γαρ απέδωκας ημίν». Ο ποιητής των ψαλμών, τοποθετεί την ειρήνη στην πράξη των εντολών του Κυρίου: «ειρήνη πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου, και ούκ εστίν αυτοίς σκάνδαλον». (Πάλι ο αναγνώστης θα υποστεί μια διακοπή, για μια ενοχλητική παρένθεση: προσπάθησα ν’ αποφύγω απ’ την αρχή το συσχετισμό της ειρήνης με το Ευαγγέλιο, για να μην το πάρουν μερικοί για κήρυγμα. Προχωρώντας, όμως, είδα πως είναι αδύνατο να επιχειρήσει κανείς κάτι τέτοιο, με συνείδηση ειλικρίνειας. Aν το κάμει, θα πει πώς μια «τοποθετημένη» φιλοσοφία τον τρέφει με ξυλοκέρατα «ειδικής» παραγωγής. Και θαρρώ, πως υπάρχουν πολύ καλύτερα πράγματα να δοκιμάσει κανείς στη ζωή του απ’ αυτά τα ξυλοκέρατα). Ο Χριστός, λοιπόν, συμβούλευε τους Αποστόλους, όταν μπαίνουν σ’ ένα σπίτι, πριν απ’ όλα να λένε «ειρήνη τω οίκω τούτω». Σε άλλο σημείο, ξεχωρίζει την εξωτερική απ’ την εσωτερική ειρήνη, λέγοντας στους αγίους Αποστόλους: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω. ιδ’ 27). Αυτή είναι η ειρήνη -καρπός του Πνεύματος (Γαλ. ε’ 22), που έχει αντανάκλαση στο Θεό, στον πλησίον και στον εαυτό μας.
Ο Απόστολος Παύλος, μας λέγει, πως την ειρήνη με το Θεό τη βρίσκομε στην εκ πίστεως δικαίωση μας διά Ιησού Χριστού «Δικαιωθέντες εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν, διά του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου» (Ρωμ. ε’ 1). Αλλού τονίζει, πως με την αγάπη και τη δικαιοσύνη, θα έχουν ειρήνη με τον πλησίον οι άνθρωποι, και προσθέτει: «ει δυνατόν το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβ’ 18). Εκείνο, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία για τον άνθρωπο είναι η καρδιά: αν έχει την πνοή του Πνεύματος, «πάντα έχει ειρηνοβραβεύτως». Αλλιώς, είναι σαν το καράβι που χάλασε το τιμόνι του και δεν μπορεί να ησυχάσει πουθενά. Ειρήνη της καρδιάς και ενέργεια των θείων εντολών, έλκουν την ενέργεια του θείου Πνεύματος, κ’ επέρχεται σιγά – σιγά η ειρήνη, «η πάντα νουν υπερέχουσα». Αυτή η ειρήνη δεν έχει καμιά σχέση με τα ψεκτά πάθη μας, όπως λέγει ο αββάς Μάρκος ο ασκητής, στα νηπτικά του κεφάλαια «περί νόμου πνευματικού»: «ειρήνη εστί των παθών απαλλαγή, ήτις εκτός ενεργείας του Αγίου Πνεύματος ουχ ευρίσκεται».
Πότε θα ωριμάσει αυτός ο καρπός και πότε άραγε θα τον γευτούμε; Να ένα πράγμα, που πρέπει να σκεφτούν, όσοι παγώνουν με τα κατάψυχρα ρεύματα των λόγων και των έργων τους τον καιρόν μας, κ’ εμποδίζουν έτσι τα δέντρα να ωριμάσουν τα φρούτα που κρέμονται άγουρα και περίεργα σημαδεμένα στα κλωνάρια τους…
(Π.Β.Πάσχου, Από την Αγωνία στην Κατάνυξη-δοκίμια ορθοδόξου στοχασμού- εκδ. «ΑΣΤΗΡ»)