Η ποίηση των Χριστουγέννων (2)
25 Δεκεμβρίου 2009
Σήμερον ο Θεός επί γης παραγέγονε
Και ο άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε.
Συλλογίζομαι πολλές φορές, σαν βλέπω την εικόνα της Γεννήσεως, εκείνο το βάθος του Σπηλαίου, το πολύ σκοτεινό, που γνώρισε την αγιασμένη εκείνη νύχτα ένα μυστηριώδες «Ξένο» φως. Θεέ μου, πόσες καρδιές – και πρώτη – πρώτη η δική μου – σκοτεινές και παγωμένες από τους πολλούς κρύους αγέρηδες της εποχής, τα ζοφερά σύννεφα με τη ραδιενέργεια των πολέμων και τόσα άλλα δεινά, από τους σύγχρονους Γραμματείς και Φαρισαίους, που μας σφίγγουν κάθε μέρα πιο πολύ, πόσες καρδιές δεν λαχταρούν να γεννηθείς, σαν τότε, μέσα στην υγρή και σκοτεινή σπηλιά των «ένδον» μας! Να μας ζεστάνεις, λάμποντας με «το φως το της Γνώσεως». Μα πάλι, σκέφτομαι, πως είναι μέγιστη ανάγκη, να περπατήσω για πολύ και ακατάπαυστα μέσα στη νύχτα που μας περιζώνει, μ’ όλες τις πίκρες και τις αγωνίες μου, μ’ όλα τα δάκρυα και τις ανησυχίες μου, για να φτάσω σαν τους Μάγους κάποτε, να προσκυνήσω και να καταθέσω την ευλάβεια με τα δώρα μου (τί άλλο απ’ τις αμαρτίες μου, ο δύσμοιρος, έχω πιο μόνιμα δικό μου;) στο άχραντο και θειο Βρέφος. Και είναι τόσο μέγα το βραβείο, που θα χρειαστεί, οποιαδήποτε θυσία κι αν απαιτηθεί, να την δεχτώ με ευχαρίστηση – με ηδονή θα έλεγα – δίχως τον ελάχιστο γογγυσμό. Χωρίς θυσία, τίποτα μεγάλο δεν μπορεί να πραγματώσει ο άνθρωπος. Και απαιτούνται πολύ περισσότεροι κόποι και θυσίες στους «μάγους» (=τους σοφούς και τους γραμματισμένους των καιρών), από ό,τι χρειάζεται ο φτωχικός τσοπάνης (= ο ταπεινός κι απλοϊκός άνθρωπος του λαού), για να φτάσουν στο «ξένον και παράδοξον μυστήριον» της Γεννήσεως. Κ’ ενώ οι περισσότεροι σοφοί του αιώνα μας, όταν φτάσουν σ’ αυτά τα θέματα, πάσχουν από δυσκινησία, θυμούμαι με πόση λαχτάρα και συγκίνηση τρέχουν ν’ ακούσουν οι απλοί άνθρωποι του χωριού μου τα τροπάρια των Χριστουγέννων, μέσα στην – πάντοτε σχεδόν – χιονισμένη νύχτα. Κάθονται στα στασίδια τους και υποψάλλουν – δίχως να ξέρουν γράμματα πολλά – και θέλγονται, καθώς το βλέπετε δα και στην έκφρασή τους, με κείνα τα δυσκολότατα τροπάρια. Το κάτασπρο γεροντάκι, σκυμμένο απ’ τα χρόνια, μ’ ένα αγιοκέρι, πάνω στο αναλόγιο, ψέλνει με μια φωνή αλλόκοσμη, που δεν την είχε χτες, λες και ξανάνιωσε, το εωθινό κάθισμα – πρόσκληση. Πιο πολύ αισθάνεται η καρδιά τη λέξη:
Δεύτε ίδωμεν πιστοί,που εγεννήθη ο Χριστός.Ακολουθήσωμεν λοιπόν,ένθα οδεύει ο αστήρ, μετά των Μάγων Ανατολής των βασιλέων…
Κι όλοι οι χωριανοί μαζί, σαν από ένα αγιασμένο ένστικτο κινούμενοι, ξεκινούν πνευματικά για την πορεία προς τη Βηθλεέμ. Πονούν και κλαίνε από μέσα τους, γιατί δεν βρέθηκε, μέσα σε τόσον κόσμο, λίγος τόπος «εν τω καταλύματι», για να γεννήσει η Παρθένος Μαριάμ. Ω, αν ήτανε αυτοί! θα ‘νοιγαν τρέχοντας το φτωχικό τους – όπως συχνά φιλοξενούν ζητιάνους νυχτωμένους – και θα την έβαζαν στον καλύτερο, καθαρότερο και ζεστότερο τόπο του σπιτιού τους, να λευτερωθεί και να ζεστάνει το Παιδί της. Λες και κοιτούν εκστατικοί και θαμπωμένοι «ένδον του Σπηλαίου» το νεογέννητο Χριστό με την Παναγιά, καθώς ρωτούν όλοι αντάμα, με το στόμα του γηραιού «λαμπαδάριου» του Μπάρμπα – Χρήστου Κανάβα, που εδώ κ’ εβδομήντα χρόνια τώρα ψέλνει ζερβά στον άγιο Πρόδρομο της Λευκοπηγής:
Τί θαυμάζεις, Μαριάμ ; Τί εκθαμβείσαι το εν σοι; Ο Αχώρητος παντί,πώς εχωρήθη εν γαστρί;Ο εν κόλποις του Πατρός,
πώς εν αγκάλαις της Μητρός;Πάντως ως οίδεν,ως ηθέλησε και ως ηυδόκησεν…
Ύστερ’ απ’ την πνευματική αυτή αποδημία, στους Αγίους Τόπους της Γεννήσεως, σα να γυρνάνε πάλι στο χωριό, μπαίνουν με τις καμπάνες μες στην εκκλησιά, κι όλοι μαζί αρχίζουν τις «Καταβασίες». Πρώτος ήχος, πολύ χαρμόσυνος:
Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε·
Χριστός επί γης, υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί· ότι δεδόξασται.
Έσωσε λαόv θαυματουργών Δεσπότης…
Σήμερα όμως, που ‘χουμε απάνω στο κεφάλι μας χίλιους βαρύτατους κινδύνους και που φαρμακώνουν καθημερινά τον επιούσιο άρτο μας, ειν’ ανάγκη απ’ τις πιο επείγουσες, η ποίηση αυτή να μην περνάει δίπλα μας, σαν γραφικό στολίδι ή τροπάριο από έναν ξεχασμένο άγιο. Πρέπει να της αφήσουμε να ομορφύνει και να πλουτίσει τους θησαυρούς τους ψυχικούς, που, καταχωνιασμένοι μέσα μας, προσμένουν αναγέννηση. Γιατί και σήμερα, με την «πεπληθυσμένην» αμαρτία και την έπαρσή μας, κινδυνεύουμε να πέσουμε, ώρα την ώρα, στο αβυσσαλέο βάραθρο που βυθίστηκε ο Εωσφόρος κάποτε. Και, μάλιστα, να καταστρέψουμε, μαζί με το κάλλος του πνεύματος και του κορμιού μας, και την ομορφιά και την τάξη των πραγμάτων γύρω μας. Έτσι είχε γίνει και τότε, που ‘χε φθάσει στην έσχατη εξαχρείωση ο άνθρωπος, και χρειάστηκε να στείλει ο Θεός τον Γιό του να μας σώσει:
Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον,τον άνθρωπον χερσίν ον εποίησε,
κλίνας ουρανούς κατέρχεται…
Ας μη με παρεξηγήσει ο αναγνώστης, που δεν σταματώ μονάχα στα τροπάρια που ψέλνουνε τη δόξα του «νεηγενούς». Τί δόξα να του ψάλουμε εμείς, που δεν τον αφήνουμε να ‘ρθει να γεννηθεί μες στην καρδιά μας;… Πρέπει να κλάψουμε πολύ, να ευπρεπίσουμε και ευτρεπίσουμε το βρωμισμένο σπήλαιο της καρδιάς μας, για να ‘ρθει και να γεννηθεί Εκείνος μεσ’ στην ύπαρξή μας. Κ’ ύστερα, μπορούμε πια,
«γεγηθότες» και αγαλλιώντες εσωτερικά, εγκάρδια να ψάλουμε:
Μεγάλυνον ψυχή μου, τον εν τω Σπηλαίω,τεχθέντα βασιλέα.
Μυστήριον ξένον, ορώ και παράδοξον! Ουρανόν το Σπήλαιον· θρόνον Χερουβικόν, την Παρθένον· την φάτνην χωρίον· εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός· ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.
Αυτό το τροπάρι που είναι ειρμός και «Καταβασιά» απ’ την θ’ ωδή του α’ Κανόνα, μπορεί πολύ, νομίζω, να στηρίξει το σύγχρονο άνθρωπο, που αγωνίζεται απεγνωσμένα, να βρει και να σώσει τον εαυτό του, ανησυχεί υπαρξιακά, κι αμφιβάλλει για τα πάντα. Άμα πιστέψει, πως ο Χριστός καταδέχτηκε να γεννηθεί και να χωρέσει, «ο αχώρητος παντί», μέσα σε μια φάτνη φτωχική της Βηθλεέμ, αυτό είναι μια βάση σταθερή, πάνω στην οποία μπορεί να κυοφορηθεί η νέα Γέννηση. Γιατί, άμα δε γεννηθεί Εκείνος μέσα στις καρδιές μας, όσο λαμπρά και να γιορτάσουμε το γεγονός, κι όσες φορές κι αν γεννηθεί στη Βηθλεέμ, για μας θα είναι ένας ξένος, πολύ – πολύ ξένος, που δε βρήκε πάλι τόπον «εν τω καταλύματι» μας. Κ’ εμείς, θα μείνουμε το ίδιο όπως ήμασταν πιο πριν, και τα τροπάρια τα γιορτινά που θα ακούσουμε στην Εκκλησία, θα έρχονται στ’ αυτιά μας σαν ακούσματα παράξενα, από ‘ναν κόσμο άγνωστο για μας και ξένο, και που δεν θα ‘ναι ικανά ν’ αγγίξουν τις σκληρές και πέτρινες καρδιές μας. Ούτε επομένως να τις δροσίσουν, να τις μαλακώσουν.
Θα ‘θελα να τελειώσω τούτες τις γραμμές, με μια προσωπική ανάμνηση, που, όταν τη θυμούμαι, τέτοιες μέρες, δεν μπορώ να βαστάξω τη συγκίνηση και τα δάκρυα.
Κάποτε, παιδί ακόμα, πήγαινα, ανήμερα Χριστούγεννα μες στο χιονιά, το ψωμί στον τσοπάνο μας. Εκείνης της ημέρας το ψωμί ήταν πολλά ειδικά «Χριστόψωμα», για το βοσκό και για τα ζωντανά, πίττες, γλυκά, ρακή, κρασί, κι άλλα πολλά, που τις άλλες μέρες, ούτε στ’ όνειρό τους δεν τα έβλεπαν οι δύστυχοι τσοπάνηδες στα μακρινά μαντριά τους. Σαν έφτασα κοντά στην καλύβα, κουκουλωμένος ως τα μάτια και μισοσπασμένος απ’ το χιόνι που ολοένα έπεφτε ασταμάτητα, οι τσομπάνηδες με δέχτηκαν μ’ ευχές και τραγούδια. Μαζώχτηκαν όλοι στη μεγάλη κεντρική καλύβα, όπου είχαν ήδη ντουμανιασμένη μια θεόρατη φωτιά, θρεμμένη από στεγνά γάβρα και πουρνάρια. Ήπιαν ρακή πρώτα, λέγοντας τις χριστουγεννιάτικες ευχές κ’ ύστερα κάθισαν για φαγητό. Ο γεροντότερος μας σταμάτησε, λέγοντας:
-Τώρα, προτού να φάμι, για να’ ν’ βλουγημένα τα ζουντανά κι μείς, για του καλό τ’ς χρουνιάς, θα πούμι ένα τροπάρ’. Ιγώ θυμούμι απ’ όξου του ιξαποστειλάριου. Όποιους δεν τού ξέρ’ καλά, να βαστάει του ίσου —κι άρχισε, με την τραχεία, μα συγκινητική κ’ εγκάρδια φωνή του, το εξαποστειλάριο της γιορτής, στη γλώσσα της καλύβας και του σκάρου τους. Ίσως μερικοί να το ψάλλουν ακόμη έτσι:
Ιπισκέψατου ήμας, ιξ ύψους ου Σουτήρ ημώ· ανατουλή ανατουλώ, κι οι ιν-σκότει κι σκιά, εύρουμι την αλήθεια κι γαρ ικ της Παρθένου ιτέχθη ου Κύριους!
(Π.Β.Πάσχου, Από την αγωνία στην κατάνυξη-δοκίμια ορθοδόξου στοχασμου- εκδ. «ΑΣΤΗΡ»)