Η δεύτερη γέννηση του Χριστού
25 Δεκεμβρίου 2009
Και ο Λόγος σαρξ εγένετο
1. Η γέννηση Ιστορικό γεγονός
Η δεύτερη γέννηση του Χριστού είναι η ενσάρκωσή του μέσα στην ιστορία και στο χρόνο. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω 1,14), ο Λόγος έγινε άνθρωπος και κατοίκησε ανάμεσα μας, κηρύττει ο Ιωάννης. Και ο απόστολος Παύλος διδάσκει· «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τι. 3,16). Αιώνες πιο πριν ο μαθητής του προφήτη Ιερεμία, Βαρούχ, είχε μιλήσει σαφέστατα για το ίδιο γεγονός· «Ο Θεός επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βρ 3,38). Αυτό ακριβώς το ιστορικό γεγονός, που προφητεύθηκε αιώνες πριν, το τόσο λυτρωτικό για το ανθρώπινο γένος, γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Υπάρχουν πολλοί, ακόμη και σήμερα, που ισχυρίζονται ότι τα Χριστούγεννα είναι ένα παραμύθι, μία εντυπωσιακή λαογραφική επιβίωση. Εν τούτοις, η γέννηση του Χριστού δεν χάνεται στα βάθη των αιώνων, ούτε βυθίζεται στη μυθολογία ή στην προϊστορία· συνέβη μόλις πριν 2.009 και πλέον χρόνια και μαρτυρείται από αξιόπιστους ιστορικούς.
Όσο και αν λυσσομανούν οι εχθροί της Εκκλησίας να παραχαράξουν την ιστορική αξία της, η ίδια η ιστορία την διαλαλεί σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη. Διότι τί άλλο είναι παρά αδιάψευστος κήρυκας της ιστορικότητας των Χριστουγέννων η χρονολογία που με ορόσημο αυτή τη γέννηση χωρίζει τις εποχές σε προ Χριστού και μετά Χριστόν; Κι αν κάποιος επιμένει να αρνείται ότι η γέννηση του Χριστού είναι ιστορικό γεγονός, τον παραπέμπουμε στη μαρτυρία του Χρυσοστόμου, που φαίνεται ότι βρήκε τους αρχαίους κώδικες της απογραφής και λέει κατά λέξη· «Είναι δυνατόν, όποιος θέλει να ξέρει με ακρίβεια, να μελετήσει τους αρχαίους δημόσιους κώδικες και να μάθει το χρόνο της απογραφής».
Στην εποχή του Χριστού δεν πλάθονταν πια μύθοι και οι άνθρωποι έβλεπαν με δύσπιστο και ειρωνικό βλέμμα κάθε παλιά μυθολογία. Αλλά ακόμη και η ιστορία της ενανθρωπήσεως μαρτυρεί ότι δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Είναι πράγματι, αδύνατο για τον άνθρωπο, και μάλιστα για τον άνθρωπο εκείνης της ποιότητος, μιας χρεοκοπημένης από κάθε άποψη εποχής, όσο ευφάνταστος και αν είναι, να πλάσει με τη φαντασία του την ιστορία του Θεού, όπως μας την εξιστορούν τα ευαγγέλια. Ότι οι θεοί γίνονται άνθρωποι, το φαντάσθηκε- αλλά μόνο στην επιθυμία του να τους αποδώσει τα δικά του άσχημα και βρώμικα πάθη, για να αμνηστεύσει ανώδυνα τον εαυτό του. Το ότι, όμως, ένας Θεός μεγάλος και άπειρος, που δημιούργησε τους γαλαξίες και κυβερνά τα σύμπαντα, θέλησε να γίνει άνθρωπος με το πιο ταπεινωτικό τρόπο για χάρη μας και να καθιερώσει μία νέα λατρεία με αγνότητα και αγάπη, αυτό καμιά ανθρώπινη φαντασία δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει. Το είδαν πραγματικό γεγονός οι άνθρωποι και μας το καταχώρησαν στην ιστορία, είτε διότι πίστεψαν και θαμπώθηκαν είτε διότι κακόβουλοι θέλησαν να το πολεμήσουν. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση ο Ιησούς δεν παύει να είναι ιστορικό πρόσωπο, που γίνεται πάντοτε η πέτρα του σκανδάλου, πάνω στην οποία σκοντάφτουν όλοι, και άλλοι εκτοξεύονται στα ύψη του ουρανού, και άλλοι κατρακυλούν στα πέταυρα του Άδου.
2. Εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου
Ενώ ο Χριστός ως Θεός είναι αμήτωρ, ως άνθρωπος είναι απάτωρ· γεννήθηκε εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Η σύλληψή του έγινε αρρεύστως και ασπόρως, όπως γράφουν οι πατέρες, χωρίς θέλημα ανδρός. Κι όπως είναι ασέβεια να εννοήσουμε μητέρα στη θεότητα του, λέει ο Χρυσόστομος, έτσι είναι βλασφημία να φαντασθούμε πατέρα στην ενανθρώπησή του. Αλλά και η γέννησή του έγινε εκ παρθένου και αφθόρως, από μήτρα παρθενική, που δεν υπέστη φθορά, «Ούτε γαρ ο Θεός ρεύσιν υπέμεινε· θεοπρεπώς γαρ εγέννησεν· ούτε και η παρθένος φθοράν υπέστη», συνοψίζει δυναμικά ο Χρυσόστομος το δόγμα της Ορθοδοξίας. Αν, λοιπόν, αποτελεί μυστήριο η άχρονη γέννηση του Χριστού, είναι το ίδιο μυστήριο και η εν χρόνω γέννησή του. Στη δεύτερη θαυμάσια ομιλία του για τα Χριστούγεννα ο Χρυσόστομος λέει· «Σήμερον ο γεννηθείς αρρήτως εκ Πατρός, εκ Παρθένου τίκτεται αφράστως»· δεν μπορούμε να περιγράψουμε τη γέννησή του από τον Πατέρα ούτε όμως μπορούμε να εκφράσουμε τη γέννησή του από την παρθένο. Και συνεχίζει· «Αλλά τότε μεν κατά φύσιν του Πατρός προ αιώνων εγεννήθη, ως ο γεννήσας οίδε»· μόνο ο Θεός που τον γέννησε, γνωρίζει πώς συμβαίνει η προαιώνια γέννησή του. «Και σήμερον πάλιν παρά φύσιν ετέχθη»· άλλ’ υπερφυσική είναι και η ανθρώπινη γέννησή του. «Πάντως, και η άνω γέννησις αληθής και η κάτω γέννησις αψευδής», καταλήγει ο ιερός πατήρ. Είναι δηλαδή το ίδιο πρόσωπο ο Θεός εκ Θεού που γεννιέται προαιώνια και ο άνθρωπος που γεννήθηκε από την παρθένο Μαρία· υιός Θεού και υιός ανθρώπου ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
Η αλήθεια αυτή τονίζεται πολύ δυνατά και πολύ καθαρά μέσα στην αγία Γραφή. Ο Κύριος έγινε άνθρωπος χωρίς να πάψει ούτε μία στιγμή να είναι Θεός. Άνω ως Υιός Θεού μονογενής, κάτω ως υιός ανθρώπου, πάλι μονογενής, της παρθένου. Ο απόστολος Παύλος λέει απερίφραστα· «Εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κλ 2,9)-μέσα στο σώμα του Χριστού κατοικεί όλη η ουσία της θεότητας. Και η Εκκλησία μας διακηρύττει· Άνθρωπος το φαινόμενον, Θεός το κρυπτόμενον, διότι «μη εκστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος»- ζυμώθηκε με το ανθρώπινο φύραμα χωρίς να αφήσει στο ελάχιστο τη θεϊκή του φύση.
3. Τα περιστατικά της γεννήσεως
Τα περιστατικά που συνδέονται με τη γέννηση του Χριστού, είναι πολύ γνωστά, γι’ αυτό και δεν θ’ αναφερθούμε σε λεπτομέρειες. Η απογραφή, οι ποιμένες, οι μάγοι, το σπήλαιο, το αστέρι, οι προφητείες, είναι όλα γεγονότα που έχουν συμβεί μέσα σε ορισμένο χρόνο, αλλά και σε ορισμένο τόπο. Αυτά αποτελούν τους κρίκους, που συνδέουν την ανθρώπινη ιστορία με την ιστορία του Θεού.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Σωτήρας του κόσμου επισκέφθηκε τη γη. Τότε που η ανθρωπότητα ήταν όσο ποτέ έτοιμη να τον δεχθεί, όταν διέθετε μία θρησκεία αληθινή, τον ιουδαϊσμό, μία γλώσσα κατάλληλη, την ελληνική, και μία διοίκηση ενιαία, τη ρωμαϊκή· τότε που τον είχε όσο ποτέ ανάγκη, όταν η θρησκεία ήταν χρεωκοπημένη, η φιλοσοφία ανήμπορη για λύτρωση, η διοίκηση διεφθαρμένη· τότε γεννήθηκε ο Ιησούς. Ήταν η ώρα ακριβώς που η αμαρτία έδωσε τον πιο σάπιο καρπό της, μία ψυχορραγούσα εξαθλιωμένη ανθρωπότητα, και ή χάρις το πιο ευωδιαστό λουλούδι της, μία ταπεινή αγνή παρθένο. Ήταν ο καιρός που δεν επέτρεπε άλλη αναβολή ούτε άλλη αναμονή- ο κόσμος δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, είχε αποκάμει.
Γιατί, όμως, ήλθε ο Ιησούς; «Έκλινε ουρανούς και κατέβη» (Ψα 17,10) δια την ημετέραν σωτηρίαν, ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο θεό, όπως λέει ο Μ. Αθανάσιος, κατέβηκε στη γη για να ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό, να τον ξαναφέρει στη χαμένη πατρίδα, να του ξαναδώσει το αρχαίο κάλλος. Οι άνθρωποι αναζητούσαν τον Θεό και δεν τον έβρισκαν, αναζητούσαν άνθρωπο και δεν είχαν· «Άνθρωπον ουκ έχω» (Ιω 5,7) ακούγεται χαρακτηριστικά το παράπονο του παραλυτικού. Τότε ο Θεός γίνεται άνθρωπος και η ανθρωπότητα βρίσκει στο πρόσωπο του συγχρόνως και το Θεό και τον άνθρωπο, το θεάνθρωπο, που γίνεται ο δοτήρας της σωτηρίας και της ευτυχίας της. Με την άκρα ταπεινοφροσύνη του ο Κύριος έκανε φανερή την άπειρη αγάπη του και γνώρισε στο πλάσμα του πόσο απέραντα οικτίρμων και ελεήμων μπορεί να είναι.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μας φέρνει κοντά σε όλα αυτά τα γεγονότα και μας βοηθά να τα δούμε στην αληθινή τους διάσταση, έξω από κάθε πανηγυρισμό τόσο δευτερεύοντα, να ζήσουμε το πρώτο· πως ο Θεός έγινε Εμμανουήλ, έγινε ο μεθ’ ημών Θεός. Κι όπως αυτός έσπασε τη θεία έλξη και μπήκε στην ανθρώπινη ιστορία, έτσι κι εμείς να σπάσουμε τη γήινη έλξη και να μπούμε στη τροχιά του Θεού. Να διασχίσουμε το γνόφο του εγωισμού και της αμαρτίας μας και να βυθισθούμε στην ατμόσφαιρα του πνεύματος, εκεί που θα βρούμε την τέλεια συγκατάβαση προσωποποιημένη στο θείο βρέφος της φάτνης. Τότε, καθώς θα αγκαλιάζουμε μετανιωμένοι για την άγνοια και την κακία μας το μικρό Χριστό, θα νιώσουμε πραγματικά έναν αέρα λυτρωμού να φουσκώνει τα στήθη μας. Λύτρωση από την απελπισία και την απογοήτευση, που μας κερνά η απατηλή αγάπη και η ψεύτικη ειλικρίνεια του κόσμου. Λύτρωση από το άγχος και την ανασφάλεια που μας φορτώνουν οι βαριές ανέσεις μας και η τυφλή μηχανή. Ανάλαφροι, ειρηνικοί με τον εαυτό μας και με το συνάνθρωπό μας, χαρούμενοι θα κρατούμε στα χέρια μας την Ελπίδα μας, το Σωτήρα μας, ή μάλλον αυτός θα μας κρατά στα δικά του θεία χέρια.
(Στέργιου Ν. Σάκκου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο Θεός στη γη μας, Θεσ/κη 2005, σ. 113-118).