Ο Σωτήρας μας
25 Δεκεμβρίου 2009
Τί ήταν εκείνο που έκανε το μεγάλο Θεό να ντυθεί την ταπείνωση της ανθρώπινης φύσης; Ασφαλώς η άπειρη αγάπη του για τον άνθρωπο. Τίποτε άλλο δεν επιθυμεί ο Θεός όσο τη σωτηρία του ανθρώπου. Γι’αυτό το Λόγο έγινε άνθρωπος. «Έκλινεν ουρανούς και κατέβη» (Ψαλ. 17,10) για τη δική μας σωτηρία.
Έκθαμβος από το μεγαλείο της θεϊκής αγάπης ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφωνεί: «Αυτός που πλουτίζει τους πάντες, γίνεται φτωχός. Παρουσιάζεται φτωχός με τη δική μου σάρκα, για να πλουτίσω εγώ με τη δική του θεότητα. Αυτός που έχει απόλυτη πληρότητα, αδειάζει. Αδειάζει για λίγο από τη δική του δόξα, για να συμμετέχω εγώ στη δική του πληρότητα. Τί πλούσια αγαθότητα!» (Λόγος ΛΗ ‘, Εις τα Θεοφάνεια, ΕΠΕ 5,58).
Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού χωρίς ν’ αφήσει τον ουρανό και να ξεκοπεί από τον κόλπο του Πατέρα, κατέβηκε στη γη για ν’ αγκαλιάσει τον άνθρωπο. Περιπλανήθηκε και ταλαιπωρήθηκε ψάχνοντας για το χαμένο πρόβατο· αναζητώντας έμενα τον αμαρτωλό και εσένα τον συναμαρτωλό, για να μας οδηγήσει στη μάνδρα του, την Εκκλησία.
Αυτή η αναζήτηση συγκινεί βαθιά τις ψυχές των αγίων μας και εμπνέει τους διδασκάλους και πατέρες μας στις διδαχές τους. Έτσι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που συνηθίζει να αναφέρεται στον Ιησού με τη φράση «ο εμός δεσπότης», ο κύριος μου, το αφεντικό μου, δεν διστάζει να τον ονομάσει κάποιες φορές και μ’ ένα όνομα που ασφαλώς σοκάρει σήμερα τους ευσεβείς. Ο Χριστός, λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, είναι αυτός που έγινε «αλήτης» για μένα, δηλαδή αυτός που για χάρη μου περιπλανήθηκε (αλήτης στην αρχαία γλώσσα σημαίνει περιπλανώμενος). Περπάτησε μύριους δρόμους και επινόησε ποικίλους τρόπους για να με συναντήσει, να με σώσει.
Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος διδάσκαλος, σε μία ομιλία του στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αφήνοντας να φθάσει στα αυτιά των ακροατών του η φωνή του ίδιου του Ιησού Χριστού: «Εγώ για χάρη σου έγινα φτωχός, κι αλήτης για χάρη σου. Στο σταυρό για σένα και στο τάφο για σένα. Επάνω στον ουρανό παρακαλώ για σένα το Πατέρα. Κάτω στη γη ήλθα για σένα ως πρεσβευτής του Πατέρα. Συ είσαι για μένα το παν και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος. Τί περισσότερο θέλεις; Γιατί αποστρέφεσαι αυτόν πού έτσι σ’ αγαπά;» (Εις Ματθαίον 76,5″ ΕΠΕ 12,34).
Ιδιαίτερα αρέσκεται ο άγιος Χρυσόστομος να χρησιμοποιεί το όνομα «αλήτης» για το Κύριο, όταν αναφέρεται στο αγαπημένο του θέμα της ελεημοσύνης. Φρικιά η ευαίσθητη ψυχή του ιερού διδασκάλου μπροστά στη σκληρότητα των χριστιανών, που μένουν ασυγκίνητοι από την αγάπη του Χριστού και αρνούνται να του ανοίξουν, όταν αυτός χτυπά την πόρτα τους με το απλωμένο χέρι των φτωχών και ενδεών αδελφών. Ο Κύριος, λέγει ο Χρυσόστομος, «δεν αρκέσθηκε μόνο στο θάνατο και στο σταυρό, άλλα καταδέχθηκε να γίνει και φτωχός και ξένος και αλήτης και γυμνός και στη φυλακή να ριχθεί και την αδυναμία να υπομείνει, ώστε έστω και έτσι να σε φέρει κοντά του» (Εις Ρωμαίους 16,6- ΕΠΕ 17,267).
Παραβολικά και πολύ παραστατικά αποτυπώνεται η επιμονή του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου στο 15ο κεφάλαιο του κατά Λουκά Ευαγγελίου.
* Βλέπουμε εκεί μία γυναίκα, που για να βρει τη χαμένη δραχμή της σαρώνει όλο το σπίτι κι όταν τη βρει, πασίχαρη αναγγέλλει το επίτευγμα της (Λκ 15,8-9).
* Ζούμε την αγωνία ενός βοσκού, που ψάχνει να βρει το χαμένο πρόβατο του. Αφήνει τα άλλα ενενήντα εννιά που έχει και τρέχει στα βουνά και στις ρεματιές (Λκ 15,3-6). Δεν υπολογίζει κανένα κόπο και δε λογαριάζει καμία ταλαιπωρία, αρκεί να βρει το αγαπημένο του πρόβατο.
* Βλέπουμε επίσης ένα πατέρα, τον οποίο εγκατέλειψε ο άσωτος γιός του. Πονά και θλίβεται ο γονιός. Επειδή όμως στη περίπτωση αυτή ο χαμένος δεν είναι άψυχο πράγμα, σαν τη δραχμή, ούτε άλογο ζώο, σαν το πρόβατο, ο πατέρας αφήνει την πρωτοβουλία της συνάντησης στον αποστάτη γιό (Λκ 15,11-32).
Βέβαια οι εικόνες και τα περιστατικά των τριών παραβολών είναι διαφορετικά, αλλά στην ουσία εκφράζουν την ίδια αλήθεια. Ότι ο Θεός αναζητά το πλάσμα του που τον εγκατέλειψε. Θέλει με κάθε τρόπο να σώσει τον άνθρωπο. Να τον επαναφέρει στη χαρά και στην πληρότητα της δικής του αγάπης.
(Στεργίου Ν. Σάκκου, «Ο Μεγάλος Επισκέπτης», εκδ. «Χριστιανική Ελπίς». Θεσσαλονίκη 2002»