Χριστός επί γης
24 Δεκεμβρίου 2009
Μεσάνυχτα· κι ενώ πυκνό πέφτει στη γη το χιόνι
και το σκοτάδι αγκαλιά μαύρη σαν πίσσα απλώνει,
ακτινοστόλιστη Μορφή από ψηλά προβάλλει
μ’ ένα βαρύτατο Σταυρό, μ’ αγκάθια στο κεφάλι.
Είν’ ο αιώνιος Χριστός, του κόσμου ταξιδιώτης
που ‘ρθε να δει τί γίνεται και πάλι η ανθρωπότης.
Περνάει δρόμους στενωπούς, χωράφια, πολιτείες
λάσπες, καλύβες, μέγαρα μαρμάρινα, πλατείες,
ταβέρνες όπου άνθρωποι σα κτήνη ξενυχτάνε
μέγαρα οπού ξεγύμνωτοι χορεύουν και γλεντάνε,
κι αναστενάζει βλέποντας πώς είν’ η γη μας σπίτι
με μια και μόνη λατρευτή θεά, την Αφροδίτη.
Χτυπά ζερβά, χτυπά δεξιά ιδροπεριχυμένος,
να ξενυχτήσει μια γωνιά κάπου γυρεύει ο Ξένος,
το τρυπημένο χέρι του απλώνει και με μάτι
από το κρύο κόκκινο, ζητεί ψωμιού κομμάτι.
Αλλά και δεύτερη φορά βαρυοαναστενάζει
γιατί σκληρός εγωισμός τα πάντα εξουσιάζει.
Στ’ αυτιά του άξαφνα αντηχούν καμπάνες Χριστουγέννων
από ψηλό καμπαναριό χρυσοστεφανωμένο
και ακολουθώντας τη βοή, σε μια καθέδρα φτάνει
και πλέει μέσ’ στη ψαλμουδιά, στα μύρα, στο λιβάνι.
Κονίσματα κατάχρυσα εκεί λαμποκοπούνε
λαμπάδες μύριες καίουνε και την φωταγωγούνε.
Ποιος όμως θα το πίστευε; Μόλις ο θείος Ξένος
στα σκαλοπάτια ζύγωσε σκυφτός κι αποσταμένος
και… μίτρες διαμαντόφορτες, χρηματοφόροι δίσκοι,
κουβέντες, φτιασιδώματα, σάτυροι νεανίσκοι
ορμούνε και του φράζουνε της Εκκλησιάς την πύλη
γιατί και μέσα στ’ Άγια κυριαρχεί η ύλη.
Τρέχουν τα δάκρυα άφθονα απ’ του Χριστού τα μάτια
και μας αφήνει, φεύγοντας προς τ’ άυλα παλάτια
ενώ κουνά την κεφαλή, την καταματωμένη
κι ένα πικρό παράπονο από τα χείλη βγαίνει.
Ω κόσμε! Ένας μου σταυρός δεν σ’ έφτασε! Και άλλος,
ως βλέπω, σου χρειάζεται, ακόμα πιο μεγάλος…
Κων/νος Καλλίνικος, πρωτοπρεσβύτερος