Η ποίηση των Χριστουγέννων (1)
24 Δεκεμβρίου 2009
«Ο ουρανός και η γη, σήμερον ηνώθησαν τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε…».
Τα παραπάνω λόγια, παρμένα απ’ τα ιδιόμελα της Λιτής των Χριστουγέννων, όπου ψάλλονται χαρμόσυνα στον γλυκύτατο α’ ήχο, είναι η θύρα απ’ την οποία πέρναγε ο Παπαδιαμάντης -όπως και κάθε ορθόδοξος Χριστιανός- στο γιορταστικό χώρο των Χριστουγέννων. Και κάθε που πλησιάζουν Χριστούγεννα, θυμούμαι κ’ εγώ και φέρνω τον άγιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας τόσο κοντά, που νομίζω πως θα τον ακούσω να ψέλνει το τροπάρι αυτό στον άγιο Ελισαίο, και γύρω του όλοι οι λογοτέχνες, μαθητάδες του και θαυμαστές, να του κρατούν το ίσο, ενώ ο Φώτης Κόντογλου θα στέκει εμπροστά του, μ’ αναμμένη τη λαμπάδα και θα κανοναρχεί! Όμως, και φέτος θ’ απομείνω μόνο με τη νοσταλγία μου κορυφωμένη. Ο Παπαδιαμάντης έπαψε να ψάλλει και να ζει από τα 1911, πενήντα τόσα χρόνια πριν από σήμερα, κ’ οι μαθητάδες – θαυμαστές του, τον θυμούνται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, και του κάνουν εν’ ανώδυνο κι ανέξοδο μνημόσυνο, με το να αναφέρνουν τ’ όνομά του στις αναπολήσεις τους, τις λογοτεχνικές και τις δημοσιογραφικές.
Αν δεν ήταν οι μέρες τέτοιες, που δεν ευνοούν πικρούς και εριστικούς λόγους, θα ‘πρεπε να πούμε, πως ζούμε πολύ μακριά από τον κόσμο και το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Κι αυτό φαίνεται καθαρότερα απ’ τα γραψίματα των ημερών αυτών. Αν εξαιρέσεις τον Κόντογλου κ’ έναν – δυό ακόμη λογοτέχνες μας, οι άλλοι ψαύουν επιδερμικά και φιλολογούν πάνω στο πλούσιο «θέμα Χριστούγεννα», χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτε απ’ τις ζωοποιές αλήθειες που ξεφύτρωσαν σ’ αυτήν τη θεία χαραυγή των Χριστουγέννων. Για πολλούς πνευματικούς μας ανθρώπους, είναι αυτό που λέει ο λαός μας «έχουν βαθιά μεσάνυχτα», παρά τα μεγάλα λόγια που γράφουν μερικές φορές και τα «βαθυστόχαστα» επίκαιρα άρθρα. Ας είναι, όμως. Το «κατά δύναμη» προσφέρει ο καθένας. Κ’ η δύναμη των πιο πολλών, φτάνει ως το διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο»· κι από κει, μια λυρική αναδρομή στα παιδικά μας χρόνια -για να κλείσει η επιφυλλίδα μας κάπως ποιητικά. Νομίζω, όμως, πως την ποίηση των Χριστουγέννων δεν θα μπορέσουμε να τη νιώσουμε βαθιά, αν σταματήσουμε εκεί. Πρέπει να προχωρήσουμε ακόμη βαθύτερα.
Θέλω εδώ να ξεδιαλύνω το σημείο, που μπορεί ν’ αφήσει κάποια παρεξήγηση στον όρο «ποίηση των Χριστουγέννων». Υπάρχουν ποιητές μας αρκετοί, που μέσα στη σωρεία των ποικίλων στίχων τους, έχουν αφιερώσει μερικούς και στο ειδικό «θέμα» μας. Αν ήθελε κανένας να διαλέξει λίγα δείγματα, θα ‘παιρνε στίχους απ’ τον Παλαμά, Δροσίνη, Στρατήγη, Μαρτζώκη, Άννινο, Άβλιχο κ. ά. -απ’ τους παλιότερους· ή θα ‘παιρνε και στίχους από τους πολύ νεώτερους- δεν αναφέρουμε ονόματα, μια που δεν έχουμε χώρο και δεν είναι και το θέμα μας αυτό, για ν’ αναφέρουμε όσα και όπου πρέπει τα ονόματα των σημαντικών, χωρίς κίνδυνο παρεξηγήσεως. Όμως, αυτοί οι στίχοι έχουν πολλή προσπάθεια και πολύ λίγη ποίηση. Απ’ τα περισσότερα λείπει η βιωματική ειλικρίνεια. Κι ας σημειώσουμε κ’ εδώ, πως η νεώτερη θρησκευτική μας ποίηση δεν μπόρεσε ακόμη να μας δώσει σοβαρά δείγματα πνευματικής εμβαθύνσεως, προσωπικής βιώσεως και ανάλογης ποιητικής εκμεταλλεύσεως του νοήματος των Χριστουγέννων. Θα δούμε άλλου τις βασικές αιτίες.
Ελπίζω, τώρα, να μπορεί ο φίλος αναγνώστης να καταλάβει, ποιά ποίηση υπαινίσσομαι στην αρχή. Λέγοντας ποίηση των Χριστουγέννων, εννοώ τα «τραγούδια του Θεού» -στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη· τα χαρμόσυνα και κατανυκτικά τροπάρια του Εσπερινού και του Όρθρου της μεγάλης γιορτής, τα στιχηρά ιδιόμελα, το δοξαστικό «Αυγούστου μοναρχήσαντος», τα γλυκύτατα τροπάρια των Μεγάλων Ωρών, τη Λιτή, τα Απόστιχα, τα αργά Καθίσματα στον δ’ ήχο τον γραφικότατο, τους Κανόνες του «Κυρίου Κοσμά» και του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, τις πανηγυρικές διπλές Καταβασίες, τα Μεγαλυνάρια, το ποιητικότατο Εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς», τα «Πασαναπνοάρια» τέλος, και ό,τι άλλο συνεργεί στο να διασωθεί ως τις μέρες μας το ειδικό εκείνο χριστουγεννιάτικο κλίμα, που μόνο η ορθόδοξη ελληνική παράδοση κράτησε αγνό, αδιάφθορο κι απαρασάλευτο, απ’ τα παλαιότατα χρόνια της Ορθοδοξίας.
Για να νιώσεις την ποίηση των ημερών αυτών, πρέπει να ζήσεις -δεν μπορείς αλλιώς- μαζί με τον απλό κ’ εγκάρδιο, μ’ όλη τη φτώχεια, κόσμο του υπαίθρου· να ζυμωθείς μέσα στα εθνικά και τα θρησκευτικά του έθιμα· να εγκρατευτείς και να νηστέψεις τη Σαρακοστή· να δέσεις σαν σκυλιά τις φλόγινες επιθυμίες του κορμιού σου, με την τίμια ζώνη της νηστείας· να μεταλάβεις, συντροφιά με τους τσοπαναρέους, που, χρονιάρες μέρες, κατεβαίνουνε κι αυτοί στον κόσμο, έτσι για να ανανεώσουν την ανθρώπινή τους ιδιότητα· να οδοιπορήσεις, μες τη νύχτα, με τ’ Αστέρι και τους Μάγους που έρχονται από χιλιάδες μίλια μακριά· να σκύψεις με ταπείνωση μπρος στο μυστήριο του φτωχικού Σπηλαίου, «όπου Χριστός γεννάται»· κ’ εκεί, με τους «ορθρίζοντας Αγγέλους» και τους «αγραυλούντας ποιμένας» -που με τις κάπες και τις κάτασπρες φτερούγες τους μπλέκονται απαλά με τις νιφάδες του χιονιού και δεν αφήνουν τον αγέρα που φυσάει, να σβήσει τις λαμπάδες των παιδιών- να ψάλλεις και συ τον ύμνο που γεμίζει και γλυκαίνει την ατμόσφαιρα της ημέρας:
Δόξα εν υψίστοις Θεώ και έπι γης ειρήνη,εν ανθρώποις ευδοκία!
Μ’ ένα λόγο, πρέπει να ξαναγίνεις ένα παιδί. Ένα παιδί με μεγάλα μάτια, για να θωρείς τους Αγγέλους· και με μια καρδιά ζεστή κι ολανθισμένη, για να χωρέσει μέσα της όλη η ποίηση πού κλείνουν τα Χριστούγεννα. Αυτό είναι μια μέθοδος πνευματική, πολύ γνώριμη σ’ εκείνους οπού διαθέτουν κάποιαν οικειότητα με το ιερό Ευαγγέλιο. «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματ. ιη’ 3) . Νηπιασμός δηλαδή.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ακόμη, πως υπάρχει μια συνάρτηση ανάμεσα στην άγραφη και στη γραμμένη ποίηση των Χριστουγέννων. Και νομίζω, πως μονάχα όσοι ζουν και νιώθουν την άγραφτη, είναι σε θέση να χαρούν και να κατανυχθούν κι απ’ τη γραμμένη -στην ιδιότυπη καθαρεύουσα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας- ποίηση της χριστουγεννιάτικης Ακολουθίας. Και τότε, έτσι, μ’ αυτή την ευλαβητική διάθεση, μ’ αυτή την αγαλλίαση, που φέρνει στην καρδιά κάθε «τραγούδι του Θεού», τροπάρι ή ψαλμός, μ’ αυτή τη γαλανή αίθρια και την κάθαρση που νιώθει η καρδιά από τις σκοτεινές, ρουτινιασμένες σκέψεις και τις ματαιότητες του κόσμου, υπάρχει μια ελπίδα να μπορέσουμε να ζήσουμε αυτές τις μέρες με μιαν ένθεη παρθενικότητα, σαν κάποτε -κι ας έχουμε περάσει πια την πρώτη νιότη μας- το μέγα δώρο της γιορτής των Χριστουγέννων: την ειρήνη και την ευδοκία του πνεύματος, που οι ουρανοί σταλάζουν σήμερα στους «καθαρούς τη καρδία». Ένα κομμάτι του χαμένου Παραδείσου.
Ίσως μου πει κανένας, πως, μ’ αυτούς τους όρους, ειν’ ελάχιστοι εκείνοι που καταλαβαίνουν τι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα. Και η απάντηση μου θα ‘ναι -κρίμα που δεν γίνεται αλλιώς- καταφατική. Είναι πολύ μικρός ο αριθμός εκείνων, που μπορούν να εμβαθύνουνε στα λόγια που έβαλα στην αρχή, και να καταλάβουν τι σημαίνουν εκείνοι οι στίχοι, καθώς ενώνουν σε ένα το Θεό και τον άνθρωπο μαζί:
Συνεχίζεται…