Και τόπος ην ουδείς
23 Δεκεμβρίου 2009
Μέσα στον όρθρο τον βαθύ, πριν να χαράξει
ήρθ’ ελαφρά η χριστουγεννιάτικη καμπάνα
να με ξυπνήσει απ’ τ’ όνειρο- ταξίδι στον παλιό καιρό
κι ευλογημένο, στη Λευκοπηγή μου, την αγαπημένη
όπου απαλά θα μ’ έντυνε το χάδι της μητέρας
πριν φύγω για την εκκλησιά. Στο δρόμο
θα μ’ έραινε με χιόνια ή μ’ αστέρια
η θεία Νύχτα. Με τους χωριανούς μου αντάμα
θ’ άκουγα το Χριστός γεννάται από γέροντα
ψάλτη, που να χει ξεφυτρώσει από γνήσια
σελίδα του Παπαδιαμάντη. Και στο τέλος
θα κοινωνούσα, με την παιδική συνείδηση
ξαλαφρωμένη στου πνευματικού το πετραχήλι…
Μ’ αλίμονο και τούτη τη χρονιά,
μονάχα η φαντασία θα με φέρει στα παλιά.
Τα βήματά μου χάνονται στους άδειους
δρόμους της νέας Βαβυλώνας. Οι βιτρίνες
δεν ανασταίνουν τίποτε απ’ τον παράδεισο μου,
αφού δεν έχουν ουτ’ ένα χαμόγελο
για έναν ξένο, που γιορτάζει τόσο μόνος,
με δάκρυα μόνο, στην Αθήνα, τα Χριστούγεννα…
Λέω, να τελειώσει ο δρόμος με τις φωτισμένες
βιτρίνες και τις πολυκατοικίες που με πνίγουν
να βρω ένα σπίτι φτωχικό, καλύβα έρημη,
ή κάποιο μικρό σπήλαιο, με καπνούς από φωτιές
ποιμένων στολισμένο, να καθίσω συντροφιά
με τα όνειρά μου και τον φύλακ’ άγγελό μου,
να ψάλουμε τον ύμνο τον εόρτιο,
αρχίζοντας απ το τροπάρι της έρημου
και τόπος ην ουδείς τω καταλύματι….
Π. Πάσχος.