Προσευχή κατανυκτική (ανωνύμου)
22 Δεκεμβρίου 2009
Κύριε Ιησού Χριστέ, Σωτήρα μου, βρέξε στη καρδιά μου τη δροσιά της χάρης σου, κι ας ποτίσει εκείνη το νου μου κι ας τον στολίσει με τ’ άνθη της κατανύξεως, της ταπεινώσεως, της αγάπης και της υπομονής. Μα γιατί τα λέω τούτα, αφού βλέπω την προσευχή μου να είναι πολύ αδύνατη, ενώ οι αμαρτίες μου δυνατές και μεγάλες; Ωστόσο, οι αμαρτίες μου με πνίγουν και οι αρρώστιες μου με αναγκάζουν να κράζω προς εσένα. Εσύ, που άνοιξες τα μάτια του τυφλού, άνοιξε κ’ εμένα τα μάτια του νου μου, για να βλέπω πάντοτε την ωραιότητά σου· εσύ, που άνοιξες το στόμα της όνου του Βαλαάμ, άνοιξέ μου κ’ εμένα το στόμα, για να υμνώ τη δόξα και τη Χάρη σου. Εσύ, που έβαλες σύνορα στη θάλασσα με το λόγο της προσταγής σου, βάλε με τη χάρη σου σύνορο και στη καρδιά μου, για να μη γέρνει δεξιά ή αριστερά, παρά ν’ ακολουθεί σταθερά τις εντολές σου. Εσύ, που έδωκες εκεί στην έρημο νερό σ’ ένα λαό απείθαρχο και αντιρρησία, δος μου σε παρακαλώ κατάνυξη καθώς και δάκρυα στα μάτια μου, για να θρηνώ μέρα και νύχτα για όλη τη ζωή μου, με καθαρή καρδιά, αγάπη και ταπείνωση.
«Ας φτάσει ως τα πόδια σου η δέηση μου, Κύριε, και χάρισε μου λίγο απ’ το σπόρο τον άγιο της χάρης σου, για να σου προσφέρω κ’ εγώ με τη σειρά μου ό,τι θερίσω από κατάνυξη». Ας είσαι δοξασμένος ο δοτήρας και σωτήρας μου, που μου δίνεις για να σου αντιπροσφέρω. Εισάκουσε, Κύριε, τη προσευχή του δούλου σου, με τις πρεσβείες όλων των Αγίων σου, τώρα που σου προσφέρω τούτη την ικεσία και εξομολόγηση. Αμάρτησα εμπρός στις ουράνιες δυνάμεις και ενώπιόν σου, Κύριε και Θεέ μου Παντοκράτορα, και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιός σου, μήτε να σηκώσω τα μάτια μου και ν’ αντικρύσω το ύψος τ’ ουρανού, εξαιτίας των πολλών αμαρτιών μου, κι ούτε να πάρω το ένδοξο και πανάγιο όνομά σου στα βέβηλα κι αμαρτωλά τα χείλη μου. Έκαμα πια τον εαυτό μου ανάξιο να βλέπει τον ουρανό και να πατάει τη γη, εξοργίζοντας τον πανάγαθο Δεσπότη μου Χριστό. Γι’ αυτό, Κύριέ μου, σε ικετεύω, να μη με αποδιώξεις από μπρος σου, μήτε κ’ εσύ να πάρεις το πρόσωπό σου από πάνω μου, για να μη χαθώ πέρα για πέρα. Διότι, αν ως τώρα δεν με είχε βοηθήσει η χάρη σου, εγώ θα είχα σίγουρα χαθεί, και τώρα θα ήμουν σα να μην υπάρχω καθόλου. Γιατί από τότε που σ’ εγκατέλειψα, δεν μου ήρθε ούτε μια μέρα καλή στη ζωή μου· άλλωστε, και η μέρα που μας φαίνεται καλή, αλλά είναι γεμάτη αμαρτίες, καταντά να βρίσκεται, στο τέλος, κι από τις πικρές ήμερες ακόμη πιο πικρή. Κι αν αυτή η χάρη σου δεν έρθει τώρα σε βοήθειά μου, εγώ θα καταντήσω πάλι σα να μην υπάρχω. Για όλους αυτούς τους λόγους, ελπίζω βεβαίως, πως θα με δυναμώσεις με τη χάρη σου, Κύριε ο Θεός μου, για να φροντίσω από δω και μπρος για τη σωτηρία μου· γι’ αυτό και σου προσπέφτω και σε παρακαλώ. Πρόστρεξε και βοήθησέ με, που έχω χάσει το δρόμο της δικαιοσύνης· βρέξε πάνω μου απ’ τη δροσιά του πλήθους των οικτιρμών σου, όπως στον άσωτο υιό, γιατί έχω καταντροπιάσει τη ζωή μου ολόκληρη, κ’ εσκόρπισα όλο το πλούτο της χάρης σου· ελέησέ με, Θεέ μου, και μη θυμηθείς τις κακίες που διέπραξα στη διάρκεια του φαύλου βίου μου. Λυπήσου με, όπως άλλοτε λυπήθηκες την Πόρνη, τον Τελώνη και το Ληστή· γιατί αυτοί, όταν ζούσαν στη γη, είχαν απ’ όλους απελπιστεί· εσύ, όμως, Κύριε, τους πήρες κοντά σου και τους έβαλες να κατοικήσουν στο παράδεισο. Δέξου, λοιπόν, κ’ εμένα τον πανάθλιο δούλο σου και πρόσδεξε τη μετάνοιά μου. Γιατί κ’ εγώ απελπίστηκα και περιφρονήθηκα από όλους. Εσύ, όμως, ήρθες να καλέσεις όχι τους δικαίους, μα τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Και σε σένα πρέπει δόξα, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.