Ματιές στην Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία (4)
20 Δεκεμβρίου 2009
+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
8) Ανάλογη προς την ιερότητα του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας πρέπει να είναι και η προσέλευση των πιστών στη θεία μετάληψη.
Για την άξια προσέλευση στη θεία μέθεξη απαιτούνται ορισμένες υποκειμενικές συνθήκες από μέρους του κοινωνούντος πιστού. Παράλληλα με τη σωστή θεώρηση του μυστηρίου, τη «διάκριση του σώματος και του αίματος του Χριστού» (1 Κορ. 11,29), ο πιστός πρέπει να κάνει και μια βαθειά πνευματική ενδοσκόπηση της πνευματικής του κατάστασης. Είναι πραγματικά άξιος να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων; Είναι τόσο καθαρός, ώστε να μπορεί να δεχτεί μέσα του τα άχραντα δώρα του Θεού ; Προσέρχεται στο δείπνο της θείας βασιλείας φέροντας το κατάλληλο ένδυμα προσέλευσης; Έχει συνείδηση αγνή και ήρεμη, δεχόμενος μέσα του τη φωτιά του Θεού;
Απόλυτα άγιος φυσικά δεν είναι κανένας. Τα αμαρτήματα ποτέ δεν απολείπουν τη φύση μας. Έτσι όλοι μας ανεξαίρετα είμαστε κάτω από το έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού. Με την αίσθηση των αμαρτιών μας, προσερχόμαστε στο θείο μυστήριο, εξομολογούμενοι αυτές και ζητώντας το έλεος και τη συμπάθεια του Δεσπότη· έχουμε δε την αίσθηση ότι ο Κύριος, που έλαβε σάρκα ανθρώπινη και πέθανε για τις αμαρτίες μας, θα μας τις συγχωρήσει.
Μπροστά στο φρικτό μυστήριο του Θεού ο άνθρωπος μαζεύεται νιώθοντας τη δική του ασημαντότητα. Σπάει μέσα του ο εγωισμός και η υπερηφάνεια, που σαν φίδι φαρμακερό ζώνει την ψυχή μας, τη σφίγγει και τη δηλητηριάζει. Η υπερηφάνεια, η έπαρση τού νου και της καρδίας, σκοτώνουν μέσα μας κάθε καλό και αγαθό. Ο υπερήφανος είναι εξωπραγματικός, παράφωνος στην τάξη της χάριτος, έξω από τη λυτρωτική ενέργεια του Θεού. Και διστάζει μεν αυτός (ο πιστός), ο σπιλωμένος και ακάθαρτος, να προσεγγίσει και να δεχτεί μέσα του το μαργαρίτη της βασιλείας των ουρανών, τρέμοντας από δέος και ιερή φρικίαση· όμως θαρρεί στο έλεος του Θεού, που δεν αντιμετριέται με το μέγεθος της ατέλειας και της αδυναμίας των λογικών πλασμάτων του. Θυμάται την πόρνη, την ακάθαρτη γυναίκα της αμαρτίας, που φίλησε τα πόδια του Λυτρωτή και τα έβρεξε με τα δάκρυα της μετανοίας της. Θυμάται την άρνηση του Πέτρου, το διωκτικό μένος του Παύλου και τόσα άλλα, που η χάρη του Θεού τα μετέτρεψε σε μαργαριτάρια της θείας βασιλείας, σε λαμπερά πετράδια στις ψυχές των κοπιώντων και πεφορτισμένων. Και θαρρώντας προσέρχεται στο Θεό που δίνεται στον άνθρωπο, συγχωρώντας στο βαθύ πέλαγος της αγάπης του όλα τα πταίσματα του μετανιωμένου του πλάσματος.
9) Η θεία λειτουργία είναι πράξη μυσταγωγική και αναγωγική.
Η θεία λειτουργία στο σύνολό της είναι ιερουργία μυστική. Αναλύεται στη μυστικότητα της χάριτος του Θεού, η οποία από παντού τη συνέχει και την περιβάλλει. Ιδίως κατά την αγία Αναφορά η ευχαριστιακή σύναξη χάνεται στην απειρία του φρικτού μυστηρίου του Χριστού. Οι πιστοί, εικονίζοντες μυστικά τα Χερουβίμ τα φτερουγίζοντα στον άυλο χώρο της θείας βασιλείας και ψάλλοντα τον τρισάγιο ύμνο στη ζωοποιό Τριάδα, αδειάζουν τον εαυτό τους από κάθε τι εγκόσμιο και φιλόϋλο, από κάθε μέριμνα και φροντίδα βιοτική, για να γίνουν όσο μπορούν άξιοι της θείας επίσκεψης, να υποδεχτούν το Βασιλέα των όλων, ο οποίος, δορυφορούμενος αοράτως από τις αγγελικές τάξεις, πορεύεται προς το θυσιαστήριο του ναού για να προσφέρει εκεί την υπέρτατη θυσία του για τη λύτρωση του κόσμου από τη φθορά του πνευματικού θανάτου. Λίγο αργότερα (δηλ. μετά τον Χερουβικό ύμνο) και όσο εγγίζει ο χρόνος της θείας ιερουργίας, ο ιερέας προτρέπει τη λειτουργική σύναξη να ανεβάσει ψηλά την καρδία της («άνω σχώμεν τας καρδίας»), στον ουρανό δηλαδή όπου εξακολουθεί αέναα να επιτελείται από τον Κύριο το άχραντό του και θείο μυστήριο. Η διαδικασία αυτή είναι σαφώς μυστική και νοερά. Τελείται βαθιά στη μεταποιημένη από τη χάρη του Θεού καρδιά, η οποία είναι ο έμψυχος βωμός του μυστηρίου του Χριστού και το νοερό κέντρο της βασιλείας του Θεού.
Ανάλογος προς το μυστικά αναγωγικό πνεύμα της θείας λειτουργίας είναι και ο αναγωγικός συμβολισμός του ναού, του ιερού χώρου στον οποίο τελείται η θεία λειτουργία. Αυτόν προδίδει πρωτίστως η δόμηση και η διακόσμηση του κτίσματος του ναού: «Ο ορθόδοξος ναός, όπως είναι στο σχέδιό του χτισμένος και διακοσμημένος, δείχνει τον ουρανό μαζί με τη γη. Το ιερό Βήμα είναι η εικόνα του ουρανού. Η αγία Τράπεζα είναι ο τύπος του υπερουράνιου θυσιαστηρίου, όπου αδιάλειπτα λειτουργεί ο Μέγας Αρχιερεύς Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, με τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων και με τις τρεις πύλες δείχνει μπροστά στα μάτια των πιστών και θυμίζει έναν τρόπο αέναης επικοινωνίας της γης με τον ουρανό. Η μεσαία πύλη είναι η θέση στην οποία εμφανίζεται, ευλογεί και κηρύττει το Ευαγγέλιο ο λειτουργός ιερέας, μια μορφή ανάμεσα στον ουρανό και τη γη στη σειρά των Αγίων του εικονοστασίου. Τελευταία ψηλά στο θόλο η μορφή του Παντοκράτορα Χριστού· ο ήλιος της δικαιοσύνης, που βλέπει κάτω προς τη γη και την φωτίζει, μεταδίδοντας σ’ όλη την κτίση το πνευματικό φως της λειτουργικής σύναξης. Ο ορθόδοξος ναός είναι μια αληθινή θεοφάνεια. Μέσα στο ναό είναι η Εκκλησία, μέσα στην Εκκλησία η θεία Λειτουργία, μέσα στη θεία Λειτουργία ο Θεός» (Διονυσίου Ψαριανού, Η θεία Λειτουργία, Αθήναι 1990, εκδ. Γ’, σελ. 35-36).
Όλα στη θεία λειτουργία έχουν δύναμη ανατατική μυσταγωγική. Όλα βοηθούν τον άνθρωπο ν’ αποκολληθεί από τα υλικά και τα εγκόσμια και ν’ ανυψωθεί, κατά το δυνατόν άσαρκος, στο νοερό θυσιαστήριο του ουρανού, όπου ο Αρχιερέας Χριστός συνεχίζει αέναα να προσφέρει τη λυτρωτική θυσία του υπέρ της του κόσμου ζωής. Μυσταγωγικό χαρακτήρα έχει παράλληλα και η βυζαντινή εικονογραφία, που κοσμεί το λειτουργικό χώρο του ναοί. Οι ιερές μορφές της, αποδεσμευμένες από την υλικότητα και την πυκνότητα της γης και αποπνέουσες το μυστικό θεοτικό πάθος της Ορθοδοξίας, μεταφέρουν τον νου και την ψυχή του προσευχομένου πιστού στις σεπτές μορφές των Αγίων της, που είναι αληθινά αγάλματα της χάριτος του Θεού και βρίσκονται στον ουρανό, ακτινοβολώντας το φως της θείας βασιλείας. Τον ίδιο μυσταγωγικό χαρακτήρα έχει και η ιερή ψαλμωδία της. Το βυζαντινό μέλος είναι ιδιαίτερα μέλος του νου και της καρδίας, που έχουν αλλοιωθεί από τη χάρη του Θεού. Δεν είναι άκουσμα μουσικό που τέρπει μόνο τις σωματικές αισθήσεις αλλά κυρίως τις πνευματικές, ανάγοντας τον ακροατή στην άρρητη μελωδία του ουρανού. Δεν καθηλώνει τον προσευχόμενο νου στην αισθητική απόλαυση της γης, στην εξωτερική τέρψη των αισθήσεων, αλλά τον ανεβάζει στον κόσμο των πνευματικών αισθήσεων, εκεί όπου σμίγουν το άσμα των ανθρώπων με την πνευματική μελωδία των αγγέλων στην άφθαρτη αρμονία του ουρανού. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει και ό,τι άλλο τελείται στην ορθόδοξη λειτουργία και γενικότερα στη θεία λατρεία· το θυμίαμα, που συμβολίζει τον ανατατικό χαρακτήρα της προσευχής και η ευωδία του μας θυμίζει την ηδύτητα των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και το οποίο με τους καπνούς του πνίγει τις σεπτές μορφές των Αγίων και ολόκληρο το χώρο του ναού· το φως των κεριών, των καντηλιών και των πολυελαίων, που θυμίζουν τη φωτεινότητα της θείας ενέργειας και τη λαμπρότητα της δόξας του Θεού· τα διάφορα σκεύη της λατρείας και τα άμφια των λειτουργών που εκφράζουν συμβολικά την ιεροπρέπεια της λατρείας του Θεού κ.ά.
Το ιδιάζον γνώρισμα της ορθόδοξης λειτουργίας και κατ’ επέκτασιν της ορθόδοξης λατρείας είναι ο αναγωγικός και μυσταγωγικός της χαρακτήρας. Το μυσταγωγικό και αναγωγικό πνεύμα της είναι αυτό που ιδιαίτερα τη χαρακτηρίζει και τη διαστέλλει από τη δυτική λειτουργία και λατρεία, η οποία χαρακτηρίζεται πιο πολύ από το συμπαγές και εγκόσμιο στοιχείο της, που αιχμαλωτίζει περισσότερο στην απόλαυση των αισθήσεων (αγάλματα, ανθρώπινες μορφές αγίων) και λιγότερο στην πνευματική ανάταση και μεταρσίωση της ψυχής.