Η χάρη του Θεού στηρίζει τους αγίους ανθρώπους την ώρα του θανάτου
20 Δεκεμβρίου 2009
(Από τον Ευεργετινό)
Είναι ολοφάνερο, πως η φιλανθρωπία του Θεού συχνά φανερώνεται σ’αυτούς που είναι δίκαιοι και ενάρετοι. Και πολλές φορές όταν φθάσει η στερνή τους ώρα και πλησιάζει ο φοβερός θάνατος, συμβαίνει να βλέπουν οπτασίες Αγίων. Κι’ έτσι, όχι μονάχα δεν τρομοκρατούνται, αλλά με το να αποκαλύπτεται στην εσωτερική τους αίσθηση με ποιούς πρόκειται να συζούν, λύνονται από τα σαρκικά τους δεσμά, χωρίς κανένα φόβο και χωρίς πόνο.
Ένα τέτοιο πράγμα έμαθα πως συνέβηκε στον Επίσκοπο της πόλης Ρέστου, τον Πρόβο. Ότι δηλαδή, σαν πλησίασε στα στερνά του, αρρώστησε βαριά. Ο πατέρας του λοιπόν Μάξιμος, έστειλε κι’ έφερε όλους τους γιατρούς των περιχώρων, μήπως τυχόν και μπορέσουν να τον βοηθήσουν κάπως.
Μαζεύτηκαν λοιπόν πολλοί γιατροί, κι’ όταν τον είδαν, και τον καλοεξετάσανε, αποφανθήκανε πως σύντομος θάναι ο θάνατός του. Σαν πέρασε λοιπόν κάμποση ώρα, και ήταν πλέον περασμένο το μεσημέρι και η ώρα του φαγητού, ο Δεσπότης, μ’ όλη του την αρρώστια, περισσότερο από τον εαυτό του, είχε το νου του πώς να τους περιποιηθούνε. Παρακάλεσε λοιπόν τους γιατρούς, ν’ ανέβουν στο πάνω πάτωμα του σπιτιού και να φάνε μαζί με τον πατέρα του.
Ανέβηκαν τότε όλοι τους για το φαγητό, κι’ αφήκαν ένα καλό παιδί για να περιποιείται τον Δεσπότη.
Την ώρα λοιπόν, που αυτός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, κι’ εκείνο τον παράστεκε, βλέπει κάποιους ασπροφορεμένους που το πρόσωπό τους έλαμπε περισσότερο κι’ από τα φορέματά τους, να μπαίνουν και να πλησιάζουν κοντά του.
Κτυπημένο λοιπόν το παιδί από τη λαμπρότητά τους αυτή κι’ από το άστραμμά τους, άρχιζε να φωνάζει, κι’ αναρρωτιόταν ποιοί είναι εκείνοι. Από τις φωνές του παιδιού συνταράχθηκε κι’ ο Επίσκοπος Πρόβος· κι’ ανοίγοντας τα μάτια του είδε αυτούς που έμπαιναν και τους αναγνώρισε· και γεμάτος από αγαλλίαση, παρακαλούσε το παιδί να μη φωνάζει. Μη φοβάσαι παιδί μου, του έλεγε, καθόλου να μη φοβάσαι γιατί ήλθαν κοντά μου ο άγιος Ιουβενάλιος και ο άγιος Ελευθέριος.
Εκείνο όμως τρομοκρατημένο και μη βαστώντας τη θέα της λαμπρότητάς τους, βγήκε γρήγορα-γρήγορα έξω, και πήγε και είπε στο πατέρα του Δεσπότη και στους γιατρούς όσα είδε. Κι’ αυτοί, κατέβηκαν αμέσως και βρήκαν τον Δεσπότη που είχε πλέον αποθάνει.
Και είναι φανερό απ’ αυτό, πως εκείνοι, που δεν μπορούσε να τους αντικρύσει το παιδί, ήλθαν και τον πήραν μαζί τους.