Μια στιγμή πραγματικής μετάνοιας φθάνει για να μας σώσει.
19 Δεκεμβρίου 2009
( Από τον Ευεργετινό)
Μια κόρη, που την έλεγαν Τασία, πέθαναν οι γονείς της, κι’ απόμεινε ορφανή. Κι’ αυτή έκανε ξενοδοχείο το σπίτι της, για τους Πατέρες, που κατέβαιναν στη πολιτεία από τις διάφορες σκήτες· και αρκετό καιρό έμενε κι’ αυτή εκεί και τους περιποιόταν, με προθυμία.
Σιγά-σιγά όμως ξόδεψε, ό,τι είχε και δεν είχε, κι’ άρχισε να υποφέρει.
Σ’ αυτή δε τη δύσκολη περίσταση, πέσανε δίπλα της κάποιοι διεστραμμένοι άνθρωποι, και κατόρθωσαν να την κάνουν ν’ αλλάξει ζωή και διάθεση, ως που έφθασε στο σημείο και να πορνεύεται ακόμη.
Όταν λοιπόν το έμαθαν αυτό οι Πατέρες, καταλυπηθήκαν, και φώναξαν τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν.
-Μάθαμε, πως η αδελφή μας Τασία ξεστράτισε από τον ίσιο δρόμο. Κι’ όμως αυτή μας έδειξε όλη της την αγάπη, τον καιρό που το μπορούσε. Γι’ αυτό, χρέος μας είναι τώρα, να συντρέξουμε κι’ εμείς και να την βοηθήσουμε, όπως μπορούμε. Να πας λοιπόν να την βρεις και με τη σοφία που σου χάρισε ο Θεός, προσπάθησε κι’ αγωνίσου να βολέψεις και να οικονομήσεις τη περίστασή της.
Πήγε λοιπόν ο Γέροντας προς αντάμωσή της· κι’ όταν έφθασε στο σπίτι της, λέει στη γριά θυρωρίνα που είχε. -Μήνυσέ με στη κυρά σου. Αυτή όμως τον έδιωξε και του είπε. -Πήγαινε από εκεί που ήρθες· γιατί εσείς πρώτοι-πρώτοι πέσατε σαν λύκοι και της καταφάγατε το βιός της· και να που την καταντήσατε· φτωχή και κακομοιριασμένη.
Κι’ ο Γέροντας της απάντησε. -Πήγαινε και μήνυσέ με, σου λέω· γιατί από μένα θάχει πολύ μεγάλο κέρδος. Ανέβηκε λοιπόν η γριά και της είπε αυτά που της είπε ο Γέροντας· κι’ αυτή, σαν τ’ άκουσε, είπε· Ξέρεις; αυτοί οι καλόγεροι διαρκώς μετακινούνται κοντά στην Ερυθρά θάλασσα και βρίσκουνε μαργαριτάρια! Στολίστηκε λοιπόν, κάθησε στο σοφά και είπε στη θυρωρίνα· – Πήγαινε να μου τον φέρεις.
Ανέβηκε λοιπόν ο Αββάς Ιωάννης, κι’ όταν μπήκε, πήγε και κάθησε κοντά της. Κι’ αφού την κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, της είπε. -Γιατί, κόρη μου, καταφρόνεσες έτσι το Χριστό κι’ έφθασες σ’ αυτό το κατάντημα; Κι’ εκείνη, σαν τ’ άκουσε αυτό, πάγωσε σύγκορμη.
Ο Γέροντας τότε έσκυψε το κεφάλι του και ξέσπασε σε κλάματα.
Κι’ εκείνη του είπε· -Γιατί κλαις, Αββά μου; Κι’ αυτός σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι του, κ’ ύστερα πάλι το έγειρε και της είπε:
-Τί θέλεις να κάνω, κόρη μου, όταν βλέπω το Σατανά που χοροπηδά επάνω στην όψη σου; Και απάντησε η κόρη. -Μπορώ, Αββά μου, να μετανοήσω και τώρα; Κι ο Γέροντας της είπε.
-Μπορείς. Κι’ εκείνη του ξαναείπε. -Πάρε με λοιπόν από εδώ, και πήγαινέ με, όπου θέλεις. Κι’ αυτός της απάντησε, -Εμπρός· σήκω να φύγουμε. Αυτή σηκώθηκε αμέσως να τον ακολουθήσει· και στο Γέροντα έκανε εντύπωση και θαύμασε, ότι δεν άφησε καμιά παραγγελία για το σπίτι.
Όταν λοιπόν πλησιάσανε προς την έρημο και τους είχε πάρει πλέον η νύχτα, ο Γέροντας ετοίμασε κάποιο μέρος, για να πλαγιάσει η κόρη· κι αφού το σφράγισε με το σημείο του Σταυρού, της είπε:
-Εδώ να γείρεις. Κι’ έκαμε κι’ αυτός λίγο πάρα πέρα τόπο, για να γείρει· και αφού έκανε πρώτα όλες του τις προσευχές, αποκοιμήθηκε.
Κατά τα μεσάνυχτα λοιπόν ονειριάσθηκε· και είδε ένα δρόμο ολοφώτεινο, που άρχιζε από τον ουρανό, κι έφθανε ως το μέρος που ήτανε πλαγιασμένη η κόρη· και είδε και Αγγέλους του Θεού, που συνοδεύανε τη ψυχή της ψηλά.
Ξύπνησε λοιπόν και πήγε και την σκούντησε με το πόδι του, και βρήκε, πως ήτανε πεθαμένη. Και τότε, έπεσε στα γόνατα, και με το κεφάλι του σκυφτό ως τη γη, προσευχόταν με δάκρυα στο Θεό. Κι’ άκουσε μια φωνή που έλεγε. -Η μετάνοιά της, που βάσταξε μια ώρα μονάχα, έγινε δεκτή από το Θεό καλύτερα από τη μετάνοια πολλών άλλων, που διαρκεί πολύ και δεν έχει τη θέρμη που είχε η δική της.