Ένα χαριέστατο θαύμα των Αγίων Πέντε Μαρτύρων
13 Δεκεμβρίου 2009
Ο Άγιος Νικόδημος διηγείται χάριν των φιλοχρίστων αναγνωστών, ένα χαριέστατον θαύμα, που έκαμαν οι Άγιοι πέντε μάρτυρες, σε ένα μετόχι της Νέας Μονής στην Χίο, που τιμάται στο όνομα των πέντε μαρτύρων. Αυτό το ανέφερε ένας ευλαβής ιερεύς, ο πρωτοπαπάς του Ναυπλίου, ο Νικόλαος Μαλαξός.
Το μετόχιον αυτό, κυβερνάται και προμηθεύεται όλα τα χρειώδη, από την Ιεράν Μονήν, την επομένην και την ημέραν της πανηγύρεως. Συνέβη, λοιπόν, κάποτε σφοδρότατος χειμών, κατά την ημέραν της εορτής των Αγίων. Είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι, ώστε οι πατερες του Μοναστηριού, δεν μπόρεσαν να κατέβουν και να φέρουν στο μετόχι, όσα χρειαζόταν για την γιορτή, όπως συνηθίζεται. Ούτε και οι πολίται κατέφεραν να πάνε από το πολύ κρύο. Στο εσπερινό επήγαν μερικοί, αλλά στον όρθρο μόνον ο ιερεύς επήγε στην εκκλησία. Άναψε τα κανδήλια, εσήμανε με το σήμαντρο και “έβαλε ευλογητόν” για να διαβάση την ακολουθίαν.
Τότε ξαφνικά βλέπει πέντε ανθρώπους καλοντυμένους και σοβαρούς. Μπήκαν με ευλάβειαν εις τον Ναόν. Από τους τρόπους και το παρουσιαστικό των φαινόνταν ξένοι άνθρωποι, αλλά κατά το πρόσωπον έμοιαζαν με τους πέντε ενδόξους μάρτυρες, Ευστράτιον, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον και Ορέστην, όπως ήσαν ζωγραφισμένοι στις εικόνες. Από αυτούς οι δυο στάθηκαν στο μέρος του δεξιού ψάλτη, οι άλλοι δυο στο αριστερό, και ο πέμπτος που ομοίαζε με τον Ορέστην, επήγε στο αναλόγιον. Όταν δε ήλθεν η ώρα, αυτός μεν εκανονάρχει και διάβαζε με ωραία φωνή, οι δέ άλλοι τέσσαρες έψαλλαν με γλυκύτατη και λυγερή φωνή τα άσματα, τα ιερά. Ο ιερεύς έβλεπε και άκουε και εχαίρετο και ευχαριστείτο και εδόξαζε τον Θεόν, που του έστειλε τέτοιους βοηθούς, την στιγμήν που δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήση. Απορούσε όμως και εθαύμαζε αφ’ ενός με την ομοιότητα, που είχαν οι πέντε αυτοί με τις εικόνες των Αγίων, αφ’ ετέρου εθαύμαζεν με πόσην ευπρέπειαν και ορθότητα εδιάβαζαν και με τί γλυκύτατη φωνή έψαλλαν. Βρισκόταν, λοιπόν, σε απορίαν, ποιοι να ήσαν αυτοί οι άνθρωποι και δεν ήξερε τί να κάμη. Ήθελε να τους ερωτήση πριν του όρθρου ποιοι ήσαν. Βλέποντας όμως την σεμνοπρέπειαν και την προθυμίαν που είχαν στη ακολουθίαν, απεφάσισε να τους ερωτήση στο τέλος.
Όταν όμως ήλθεν η ώρα να διαβαστή το μαρτύριον των Αγίων, εστάθη εις το μέσον και εδιάβαζεν εκείνος, που έμοιαζεν με τον Άγιον Ορέστην. Και αυτός μέν με πολλή ευλάβεια και λαμπράν φωνήν εδιάβαζεν, οι δέ άλλοι με πολλή ευχαρίστησι άκουαν. Όταν δέ αυτός, που διάβαζεν, έφθασεν εκεί όπου λέγει, ότι πρόσταξεν ο Αγρικόλας να τοποθετηθή κρεββάτι πυρωμένο και να ξαπλωθή επάνω σ’ αυτό ο Ορέστης και αυτός όταν πήγαινε εδειλίασεν, δεν εδιάβασαν, όμως “εδειλίασεν”, όπως ήτο γραμμένο, αλλά “εμειδίασεν” (=χαμογέλασε).
Όταν άκουσε αυτά αυτός, που έμοιαζεν με τον Άγιον Ευστράτιον, σήκωσε το βλέμμα του και βλέποντας αυτόν που έμοιαζε με τον Άγιον Ορέστην τού λέγει:
– Γιατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λέγεις, όπως είναι γραμμένο; Διάβασέ το δεύτερη φορά, όπως είναι. Αλλά αυτός διαβάζει για δεύτερη φορά, αλλά πάλι με αλλαγμένο ρήμα, διότι ντρεπόταν να πή “εδειλίασε”. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος (γιατί αυτός ήταν), του λέγει με μεγαλύτερη φωνή:
– Διάβασε το γραμμένο, καθώς το έπαθες, διότι δεν “εμειδίασες” βλέποντας το πυρακτωμένο κρεββάτι, αλλά “εδειλίασες”!
Και μαζί με τον λόγον αυτόν, έγιναν και οι πέντε άφαντοι. Ο ιερεύς, βλέπων το παράδοξον αυτό, έμεινε αρκετή ώρα άφωνος. Όταν συνήλθε, τελείωσε την λειτουργίαν, όπως μπόρεσε. Μετά την θείαν λειτουργίαν διηγήθηκε σ’ όσους Χριστιανούς είχαν έλθει εν τω μεταξύ, την φανεράν οπτασίαν και όλοι εδόξαζαν τον Θεόν, που κάνει θαυμαστούς τους Αγίους του.
Πηγή: Γέροντα Χαραλάμπους Βασιλόπουλου, Οι μάρτυρες Αυξέντιος, Ευστράτιος, Ευγένιος, Ορέστης και Μαρδάριος, εκδ. Ορθόδοξου Τύπου, σελ. 33-36