6 Δεκεμβρίου 2009 – Κυριακή Ι’ Λουκά (εορτές αγίων – απόστολος – ευαγγέλιο)
6 Δεκεμβρίου 2009
Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας, του Θαυματουργού· του αγίου Θεόφιλου, επισκόπου Αντιοχείας· ο άγιος μάρτυρας Νίσερ, πυρί τελειούται· του οσίου πατρός ημών Αβρααμίου, επισκόπυ Κρατείας· του αγίου νεομάρτυρος Νικολάου του Καραμάνου (Κασσέττι), του εν Σμύρνη αθλήσαντος εν έτει 1657· του εν αγίοις πατρός ημών Μαξίμου, μητροπολίτου Κιέβου και Βλαντίμιρ· του αγίου Γρηγορίου Περάτζε. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς.
Ο Απόστολος
Να πείθεσθε και να υποτάσσεσθε με προθυμίαν, χωρίς δισταγμούς και δυσφορίας, στους πνευματικούς προϊσταμένους σας. Διότι αυτοί αγρυπνούν δια την σωτηρίαν των ψυχών σας, επειδή θα δώσουν λόγον δια σας στον Χριστόν. Υπακούετε, λοιπόν, εις αυτούς με προθυμίαν, ώστε να εκτελούν το έργον αυτό της πνευματικής καθοδηγήσεώς σας με χαράν και όχι με στεναγμούς· διότι το να στενάζουν από την ιδικήν σας απείθειαν, είναι επιζήμιον εις σας τους ιδίους. Θα φέρη επάνω σας την οργήν του Θεού.
Προσεύχεσθε δι’ ημάς· διότι έχομεν την πεποίθησιν, ότι η συνείδησίς μας μας παρέχει την καλήν και δικαίαν πληροφορίαν ότι, όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, θέλομεν πάντοτε και εις όλα να συμπεριφερώμεθα προς όλους καλώς.
Σας παρακαλώ δε να κάμετε τούτο περισσότερον δι’ εμέ, να προσεύχεσθε ειδικώτερον περί εμού, δια να επανέλθω κοντά σας το συντομώτερον.
Ο δε Θεός της ειρήνης, ο οποίος ανέστησεν εκ νεκρών και ανέλαβεν στους ουρανούς εκ δεξιών του τον μεγάλον ποιμένα των λογικών προβάτων, τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος προσέφερεν επί του σταυρού ως λυτρωτικήν θυσίαν το αίμα του, δια να συνάψη και επικυρώση την αιωνίαν διαθήκην, είθε να σας καταρτίση εις κάθε καλόν έργον, ώστε να πράττετε πάντοτε το θέλημα αυτού· να ενεργήση και πραγματοποιήση εις τας καρδίας σας κάθε τι, που είναι ευάρεστον ενώπιόν του, δια της μεσιτείας του Ιησού Χριστού, προς τον οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνας των αιώνων. Αμήν. (Προς Εβραίους ιγ’ 17-21)
Το Ευαγγέλιο
Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς.
Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της.
Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε· “γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”.
Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν.
Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτών, διότι ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου εθεράπευσε, έλαβε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέραι είναι εκείναι, κατά τας οποίας πρέπει να εργαζώμεθα· εις αυτάς δε τας εργασίμους ημέρας να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέραν του Σαββάτου”.
Απεκρίθη τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υποκριτά, καθένας από σας κατά την ημέραν του Σαββάτου δεν λύει το βώδι του η τον όνον από την φάτνην του και πηγαίνει να το ποτίση; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβασιν της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς.
Αυτή δε, που είναι θυγάτηρ και απόγονος το Αβραάμ, την οποίαν ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθή από τον βαρύν και καταθλιπτικόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέραν του Σαββάτου;”
Και ενώ ο Κυριος έλεγε αυτά, κατεντροπιάζοντο όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός έχαιρε δι’ όλα τα θαυμαστά έργα που εγίνοντο απ’ αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολον την καρδίαν και ανεπηρέαστον από τας συκοφαντίας των Φαρισαίων). (Κατά Λουκά ιγ’10-17)