Η Λήθη
5 Δεκεμβρίου 2009
Στην γλώσσα και διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, η λήθη δεν σημαίνει απλώς την αδυναμία της μνήμης να συγκρατήσει πρόσωπα ή γεγονότα του βίου, αλλά παθολογική κατάσταση της όλης ψυχής του ανθρώπου και υπό τις τρεις εκφάνσεις της (λογιστικό – θυμικό – επιθυμητικό). Η λήθη, μαζί με την άγνοια και τη ραθυμία, χαρακτηρίζονται από τους Αγίους Πατέρες, ως «οι τρεις γίγαντες του Διαβόλου»,δηλ. τρία μεγάλα και ολέθρια πάθη της ψυχής. «Καγώ τοίνυν τους τρεις γίγαντας του Διαβόλου τρέμων… ήγουν την ραθυμίαν, την λήθην τε και άγνοιαν…» (Αγίου Πέτρου του Δαμασκηνού).
Ειδικότερα η λήθη ονομάζεται απώλεια ψυχής και άδης. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι και οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τον Άδη ως τόπο λήθης και λησμονιάς!
Η λήθη είναι οντολογική τραυματική κατάσταση της ψυχής, που προήλθε μετά τη πτώση, οπότε διακόπηκε η «μνήμη» του Θεού στον άνθρωπο, όχι ως απλή ανάμνηση και σκέψη , αλλά ως υπαρξιακή κατάσταση. «Διότι σε όλη την δημιουργία μόνον στον άνθρωπο είναι δοσμένο να «θυμάται» τον Θεό και με αυτή την μνήμη να ζει» (Σμέμαν).
Η λήθη στην αγιοπατερική θεώρηση είναι μία εχθρική δύναμη η οποία εισβάλλει πολλές φορές με βίαιο τρόπο, ως άλλος ληστής, στη προσωπική ζωή του ανθρώπου και καθορίζει τη στάση του έναντι του Θεού και γενικά του αγαθού, καταντώντας σε ηθελημένη και εκούσια αγνόηση και όχι απλώς άγνοια του Θεού. Καταβροχθίζει κάθε αγαθό λογισμό, που αποβλέπει στην εξύψωση και τη σωτηρία του. «Η λήθη ισχυροτέρα εστί πάντων των λογισμών -αποφαίνεται και ο Αββάς Ησαΐας- και γεννητική εστί πάντων των πονηρών και τα υποδομούμενα υπό του ανθρώπου καθ’ εκάστην ώραν καταλύει». Έτσι κάθε σπόρος αγαθός, που πέφτει στον αγρό της ψυχής, πολλές φορές έχει -εξ αιτίας της λήθης- τη τύχη του «σπόρου» της ευαγγελικής παραβολής ο οποίος έπεσε «παρά την οδόν και ήλθον τα πετεινά και κατέφαγεν αυτόν» (Μάρκ. 4,4).
Βαρυσήμαντα είναι τα όσα γράφει γι’ αυτό το θέμα ο επιφανής θεολόγος Σμέμαν: «το να ξεχάσουμε σημαίνει πρώτα απ’ όλα να απομονώσουμε το λησμονημένο από την ζωή, να πάψουμε να ζούμε με αυτό, να ξεκολλήσουμε απ’ αυτό. Όχι απλώς να σταματήσουμε να σκεπτόμαστε το Θεό, αλλά ακριβώς να ξεκολλήσουμε απ’ Αυτόν σαν ζωή, να πάψουμε να ζούμε με Αυτόν και μέσα σ’ Αυτόν. Και ακριβώς σ’ αυτή την λησμονιά του Θεού βρισκόταν και βρίσκεται το βασικό -το προπατορικό- αμάρτημα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ξέχασε το Θεό γιατί έστρεψε την αγάπη του και επομένως τη μνήμη του και την ίδια του τη ζωή, σε άλλον και πάνω απ’ όλα στον ίδιο τον εαυτόν του. Έστρεψε την πλάτη στο Θεό και έπαψε να τον βλέπει. Ξέχασε το Θεό και ο Θεός έπαψε να υπάρχει γι’ αυτόν.» Και συνεχίζει ο διακεκριμένος συγγραφέας: «Η φρίκη και το αθεράπευτο της λήθης βρίσκεται στο ότι αυτή, όπως και η μνήμη είναι οντολογική. Εάν η μνήμη ζωοποιεί, αντίθετα η λήθη είναι θάνατος ή, πιό σωστά, η αρχή του θανάτου, το δηλητήριο της αποβίωσης». Και καταλήγοντας τονίζει: «Εάν ο Θεός έπαψε να υπάρχει στη μνήμη μου και στη ζωή μου, αυτή η ίδια η ζωή μου έγινε αποβίωση και τότε η μνήμη, που ήταν γνώση και δύναμη ζωής, γίνεται γνώση θανάτου και μόνιμη γεύση αποβίωσης» (Ευχαριστία, σ. 133).
Μετά από αυτά, εύκολα μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί ο άνθρωπος ευχερέστερα συγκρατεί και θυμάται όσα ανάγονται στο κτιστό κόσμο και τα αισθητά πράγματα, ενώ αδυνατεί να συγκρατήσει για πολύ στο νου και στην καρδιά του, όσα «εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, ει τις αρετή και ει τις έπαινος» (Φιλιπ. 4,8). Τα ενδοκόσμια υλιστικά ενδιαφέροντα του τον στρέφουν προς τα κάτω, ενώ τα άνω τον αφήνουν ασυγκίνητο, ως «ακροατήν επιλησμονής» και όχι «ποιητήν έργου» κατά πως λέγει ο θείος Ιάκωβος (1,23). Η ψυχολογία λέει ότι ενθυμούμεθα μόνον εκείνα τα γεγονότα, τα οποία είχαν απήχηση και σε μας, αλλά και στην κοινή γνώμη και συζητήθηκαν πολύ. Ενθυμούμεθα συνήθως μόνον εκείνα, τα οποία οπωσδήποτε μας ενδιαφέρουν. Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να εκλάβουμε και τα λόγια του Κυρίου μας: «όπου γάρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών». (Ματθ. 6,21). Όπου προσκολλάται με πόθο και έρωτα η καρδιά, εκεί η «καρδιακή μνήμη» δεν αφήνει τον άνθρωπο να ησυχάσει, («εγώ καθεύδω αλλ’ η καρδία μου αγρυπνεί»). Αυτοί που έζησαν και ζουν καρδιακά το Θεό διαβεβαιώνουν πως: μια φορά αν γεύθηκες αληθινά τη ζωή του Θεού, δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσεις. Δεν τη θυμάσαι απλώς, σε κατακλύζει. Τότε αποκτάς την αλησμόνητη γνώση, δηλαδή την α-λήθεια.
Η έλξη λοιπόν της προσοχής του νου προς τα αισθητά και γήινα και η αιχμαλωσία του, σ’ αυτά είναι η πρώτη και κυρία αιτία της λήθης του Θεού και των πνευματικών πραγμάτων. «Όταν η ψυχή είναι σκεπασμένη -λέγει ο άγιος Μάρκος ο ασκητής- από την πάγκακη λήθη… εύκολα δένεται ο άθλιος και τυφλός νους από κάθε τι που βλέπομε ή σκεπτόμεθα ή ακούμε». Επίσης ο άγ. Καλλίνικος ο Έγκλειστος παρατηρεί: «οι πολλές μέριμνες φέρνουν αμέλεια και λησμοσύνη και μας αφήνουν στάσιμους στην αρετή». Με αυτή την αφορμή και ο Ιερός Καβάσιλας προσφυέστατα παρατηρεί ότι και η Εκκλησία μας, με τα συχνά «πρόσχωμεν» που απευθύνει κατά τη λατρεία, μας βοηθά να συγκρατούμε το νου μας, ώστε να μη κλέπτεται συνεχώς και παρασύρεται σε μάταιες φροντίδες, διότι: «μεγάλη είναι η τυρρανία της λησμοσύνης». Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει ότι ο κακός και υλιστικός τρόπος της ζωής των πρώτων ανθρώπων, προκάλεσε βαθμηδόν την λήθη του Θεού και του Νόμου Του και γι’ αυτό παρέστη ανάγκη να δώσει ο Θεός γραπτό νόμο. Το γραπτό είναι το αντιφάρμακο της λήθης. (Άγιος Μάξιμος). Προηγουμένως οι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη βιβλίων, διότι, λόγω του καθαρού βίου τους, επικοινωνούσαν απ’ ευθείας με το Θεό. Άρα ο κακός τρόπος ζωής μας δημιουργεί τις προϋποθέσεις της λησμοσύνης του Θεού. Η μη βίωση των όσων ακούει από το Θεό ο άνθρωπος οδηγεί αναπόφευκτα στην πνευματική αμνησία του Θεού και του εαυτού του, όπως συμβαίνει με εκείνον ο οποίος «κατενόησεν το πρόσωπον της αυτού γενέσεως εν εσόπτρω, κατενόησε γαρ εαυτόν και απελήλυθε και ευθέως επελάθετο οποίος ην» (Ιακώβου 1,23-24). Δηλαδή με εκείνον που είδε μια φορά το πρόσωπό του στο καθρέπτη και κατόπιν το ξέχασε.
Οι θείοι Πατέρες και διδάσκαλοι της νηπτικής ζωής δεν παραλείπουν να τονίζουν τον ύπουλο και καταστρεπτικό τρόπο, με τον οποίο οι δαίμονες προσπαθούν να αρπάξουν από την ψυχή ό,τι καλό σπείρει ο αγαθός Παράκλητος και να την αφήσουν διά της λήθης κενή. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος με αγάπη πολλή συμβουλεύει: «… Προσέχετε να μη συμβεί ώστε, ερχόμενος ο Διάβολος και βρίσκοντας σας απασχολημένους με τα μάταια και ανωφελή πράγματα, (όπως ακριβώς κάποια κουρούνα αρπάζει τον κόκκο του σιταριού από το χωράφι, προτού αυτός καλυφθεί κάτω από το χώμα, και πετάει), έτσι και αυτός να αρπάξει από την καρδιά σας την μνήμη αυτών των λόγων και μείνετε πάλι άδειοι και κενοί…».
Ο θείος Χρυσόστομος φοβάται τη λήθη και αυτών των συγχωρημένων αμαρτημάτων μας, αν θέλουμε να μην επανέλθουμε πάλι σε αυτά. Λέγει: «Καν αμάρτης και συγχωρήση σοι την αμαρτίαν ο Θεός, την μεν συγχώρησιν δέξαι και ευχαρίστησον, της αμαρτίας μη επιλάθη, ουχ ίνα σεαυτόν κατατρύχης τω λογισμώ, αλλ’ ίνα την ψυχήν παίδευσης μη σκιρτάν, μηδέ περιπίπτειν πάλιν τοις αυτοίς». Πανίσχυρο αντιφάρμακο κατά της παμφάγου λήθης, θεωρούν οι άγιοι Πατέρες την συνεχή και αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, μέσω της μονολόγιστης προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ κ.λπ.» σύμφωνα και με το ψαλμικό «εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην» (ψαλμός 76,4). Η γλυκύτατη μνήμη του Θεού, εντός του χώρου της ψυχής δημιουργεί τη νήψη, η οποία μαζί με τη θερμή επίκληση του ονόματος του Ιησού, την απαλλάσσει από τον «γίγαντα αυτόν του Διαβόλου», διότι τον συντρίβει και τον καταργεί. Έτσι διδάσκει και ο Όσιος Ησύχιος: «συνεχής ευχή του Ιησού εις τέλος αυτήν (τη λήθη) εκδαπανά εκ της καρδίας μετά νήψεως συντόνου. Χρήζει γαρ η ευχή της νήψεως, ώσπερ λαμβάδιον φωτός λύχνου» (όπως το λυχνάρι για να φωτίσει έχει ανάγκη από το φυτίλι…).
Τέλος -σύμφωνα με την επισήμανση του Αββά Βαρσανουφίου- τη διαβολική αυτή λήθη αντιμάχεται μία άλλη ευλογημένη λήθη. Η λήθη στην οποία φθάνει εκείνος, που μπορεί να λέει με τον Δαβίδ: «Ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου» (ψαλμός 101,5). «Περί δε της λήθης, δύο εισί, μία τη μια αντιτασσόμεναι. Ο φθάνων ουν επιλαθέσθαι φαγείν τον άρτον αυτού, από φωνής του στεναγμού αυτού, ου κατακυριεύεται από της λήθης του εχθρού». Η έμπονη αναζήτηση του Θεού και η ακόρεστη δίψα Του, εκ μέρους του ανθρώπου, αποσπά τον νου του από τα γεώδη και φθαρτά μέχρι λησμοσύνης και αυτού του άρτου του.
Μακάριος ο άνθρωπος που σιγά-σιγά μπορεί να φθάνει σ’ αυτό το μέγα ύψος!..
(Αρχ. Αθηναγόρα Καραματζάνη, «Οι Πατέρες και τα προβλήματα της ζωής μας»)