Ακρίβεια συνειδήσεως
27 Νοεμβρίου 2009
Κάποιος από τους Πατέρες διηγήθηκε για τον αββά Ιωάννη τον Πέρση, ο οποίος από την πολλή του αρετή έφτασε σε υψηλά μέτρα ακακίας. Ο γέροντας αυτός έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου, και μια μέρα δανείστηκε από κάποιον αδελφό ένα νόμισμα και αγόρασε λιναρόνημα για το εργόχειρο του. Εν τω μεταξύ, κάποιος αδελφός ήρθε και τον παρακάλεσε, λέγοντας:
– Γέροντα, δάνεισε μου λίγο λιναρόνημα για να φτιάξω ένα κολόβιο.
Ο γέροντας του έδωκε μετά χαράς αυτό που ζήτησε. Μετά ήρθε και άλλος αδελφός, παρακαλώντας τον:
– Γέροντα, μπορείς να μου δώσεις λίγο λιναρόνημα για να φτιάξω ένα προσόψι;
Ο γέροντας έδωκε μετά χαράς και σ’ αυτόν λιναρόνημα. Στη συνέχεια, ήρθαν και αρκετοί άλλοι πού του ζητούσαν, και έδινε σε όλους μετά χαράς. Στο τέλος, ήρθε και ο αδελφός που του είχε δανείσει το νόμισμα και του το ζήτησε. Κι ο γέροντας του λέει:
– Μην ανησυχείς, θα σου το φέρω.
Ωστόσο, μη έχοντας πούθε να βρει το νόμισμα για να το δώσει, σηκώθηκε να πάει στον αββά Ιάκωβο τον οικονόμο, να τον παρακαλέσει να του δώσει το νόμισμα, για να το επιστρέψει στον αδελφό, που του τό δάνεισε. Και πηγαίνοντας, στο δρόμο του βρήκε πεσμένο ένα χρυσό νόμισμα (σαν αυτό που είχε δανειστεί), μα δεν το άγγιξε. Σταμάτησε, έκαμε το σταυρό του, κ’ επέστρεψε στο κελλί του. Μετά, ήρθε πάλι ο αδελφός που του είχε δανείσει το νόμισμα, ζητώντας το, και ο αββάς Ιωάννης του είπε:
– Εγώ πάντως το φροντίζω, θα το έχεις σύντομα. Και βγαίνοντας πάλι ο γέροντας, βρήκε το χρυσό νόμισμα καταγής, όπως και πριν. Σταμάτησε, έκαμε πάλι το σταυρό του, κ’ επέστρεψε στο κελλί του. Και όταν έφτασε για τρίτη φορά ο αδελφός να τον ενοχλήσει και να ζητήσει το χρυσό του νόμισμα, ο γέροντας του είπε:
– Συγχώρησε με, αδελφέ μου, γι’ άλλη μια φορά, κ’ εγώ θα σου το φέρω.
Σηκώθηκε πάλι και βγήκε σ’ εκείνο το δρόμο, όπου βρήκε στο ίδιο σημείο το νόμισμα. Έκαμε τότε το σταυρό του, έσκυψε και το πήρε. Αμέσως μετά, πάει στον αββά Ιάκωβο, τον οικονόμο, και του λέει:
– Γέροντα, καθώς ερχόμουνα προς εσένα, βρήκα στο δρόμο τούτο το χρυσό νόμισμα. Κάμε, λοιπόν, αγάπη και πληροφόρησε όλη την ενορία για την εύρεσή του, μήπως κάποιος το έχει χάσει. Και, φυσικά, αν βρεθεί αυτός που το έχασε, σε παρακαλώ να του το δώσεις.
Βγήκε τότε ο αββάς Ιωάννης κ’ επί τρεις ημέρες το διαλαλούσε παντού, μα δεν βρέθηκε κανείς που να το ‘χει χάσει. Μαθαίνοντας το ο αββάς Ιωάννης, λέγει στον γέροντα Ιάκωβο, τον οικονόμο:
– Αφού δεν βρίσκεται κανείς που να το ‘χει χάσει, δώσε το σε παρακαλώ στον τάδε αδελφό· του το χρωστούσα, κ’ ερχόμουνα σε σένα για να μου δανείσεις να του δώσω το χρέος, και στο δρόμο το βρήκα καταγής.
Και ο αββάς Ιάκωβος θαύμασε, πώς, αφού χρωστούσε και το βρήκε στο δρόμο, δεν το πήρε να το δώσει αμέσως όπου το χρωστούσε.
Ήταν, επίσης, αξιοθαύμαστο πράγμα στο βίο του Γέροντα, που όταν κάποιος χρειαζόταν κάτι κ’ ερχόταν να του το ζητήσει, δεν του το έδινε ο ίδιος, αλλά έλεγε στον αδελφό: «πήγαινε μόνος σου και πάρε ό,τι σου χρειάζεται». Και, κατόπιν, όταν ο αδελφός το επέστρεφε, του έλεγε: «πήγαινε μόνος σου και τοποθέτησε το πάλι στη θέση του». Αλλά κι αν πάλι κάποιος είχε πάρει κάτι και δεν το έφερνε πίσω, ο αββάς δεν του έλεγε τίποτε.
(Π. Β. Πάσχου Ο Πόλεμος των πειρασμών, Εκδ. Ακρίτας, 2006. αποσπάσματα)