Η καρδιά της Ευρώπης είναι χριστιανική (Συνέντευξη του μητροπολίτη Διοκλείας κ. Καλλίστου Γουέαρ)
26 Νοεμβρίου 2009
VatopaidiFriend: Ένας από τους σημαντικότερους ορθόδοξους Ευρωπαίους ιεράρχες της εποχής μας, ο μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ βρέθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2008, όπου αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και παραχώρησε συνέντευξη στον Γιώργο Καλόφωνο, την οποία λόγω της σημαντικότητάς της και επικαιρότητας αναδημοσιεύουμε.
Συνέντευξη στον ιστορικό Γιώργο Θ. Καλόφωνο
Ο μητροπολίτης Κάλλιστος Γουέαρ συνδυάζει την ιδιότητα του πανεπιστημιακού διδασκάλου με αυτήν του ποιμένα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και το σημαντικό συγγραφικό έργο του στα αγγλικά –που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες– έχει κάνει την ορθόδοξη παράδοση γνωστή σε ένα ευρύτατο διεθνές κοινό. Τα βιβλία του «Η Ορθόδοξη Εκκλησία» και «Ο ορθόδοξος δρόμος», είναι τα κείμενα μέσα από τα οποία, μια πλειάδα αναγνωστών ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Ορθοδοξία. Μέσα από το έργο και τη διδασκαλία του, ο Κάλλιστος Γουέαρ αναδεικνύει κατεξοχήν τη μυστική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαζί με τους Τζέραλντ Πάλμερ και Φίλιπ Σέρραρντ, ανέλαβαν το τιτάνιο έργο της μετάφρασης στα αγγλικά της «Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών» από το ελληνικό πρωτότυπο. Οι τέσσερις τόμοι που έχουν κυκλοφορήσει έως σήμερα είχαν μια πρωτοφανή επιτυχία, και συνέβαλαν στη δημιουργία ενός έντονου ενδιαφέροντος για την Ορθοδοξία στον δυτικό κόσμο στις μέρες μας. Ο μητροπολίτης Κάλλιστος (κατά κόσμον Τίμοθυ Γουέαρ) γεννήθηκε στο Μπαθ της Βρετανίας από αγγλικανούς γονείς. Φοίτησε στη Σχολή του Ουέστμινστερ του Λονδίνου και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εγινε μοναχός στην Πάτμο και κατόπιν ιερέας της ελληνικής ενορίας της Οξφόρδης. Παράλληλα δίδαξε επί 35 χρόνια ορθόδοξη θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία στην Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Χειροτονήθηκε τιτουλάριος επίσκοπος και κατόπιν μητροπολίτης Διοκλείας, του Οικουμενικού Θρόνου, διατηρώντας πάντοτε την ευθύνη της ενορίας της Οξφόρδης.
Η Τουρκία πρέπει να γίνει δεκτή στην Ε.Ε.
— Στη σημερινή Ευρώπη, και ευρύτερα στον δυτικό κόσμο, όλο και λιγότεροι άνθρωποι αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί. Πόσο πιστεύετε ότι θα έπρεπε να μας απασχολεί αυτή η υποχώρηση της χριστιανικής παράδοσης – που συχνά θεωρείται ως ένα από τα θεμελιώδη συστατικά της ευρωπαϊκής ταυτότητας;
— Θα πρέπει να ειπωθεί ότι, πράγματι, στη Δυτική Ευρώπη –και όλο και περισσότερο στη Βόρειο Αμερική– ζούμε πλέον σε έναν κόσμο μεταχριστιανικό. Εάν όμως δούμε τον κόσμο συνολικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι η θρησκευτική πίστη βρίσκεται κατ’ ανάγκην σε παρακμή. Σε ορισμένες περιοχές του κόσμου παραμένει ακόμη πολύ δυνατή, όπως στις ισλαμικές χώρες και, για παράδειγμα, στην Αφρική. Αλλά αυτό που είπατε για τη Δυτική Ευρώπη είναι αλήθεια, ότι, δηλαδή, τα τελευταία εκατό χρόνια είδαμε μια μεγάλης έκτασης παρακμή στη θεσμική άσκηση της θρησκείας.
Βλέπω τον χριστιανισμό σαν κάτι που έπλασε την καρδιά της Ευρώπης. Είτε επιλέξουν να το αναφέρουν αυτό σε επίσημα έγγραφα, είτε όχι, αναμφισβήτητα η χριστιανική πίστη διαμόρφωσε την Ευρώπη όπως τη γνωρίζουμε. Πρέπει όμως να αποδεχθούμε ότι η Ευρώπη σήμερα –και ειδικά η Δυτική Ευρώπη– εμπεριέχει μια πλειοψηφία ανθρώπων που δεν έχουν ζωντανή επαφή με καμία μορφή θρησκείας. Οταν κοιτώ την Ευρώπη ως πνευματική οντότητα, και όχι απλώς ως γεωγραφική περιοχή, αυτό που μου φαίνεται ότι έχει ύψιστη σημασία για την ιδέα της Ευρώπης είναι ο σεβασμός στην ελευθερία της συνείδησης, ο σεβασμός για την αξιοπρέπεια του καθενός ανθρώπινου προσώπου. Είναι η ιδέα ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ακολουθεί την προσωπική του συνείδηση προκειμένου να κάνει τις ηθικές του επιλογές, εφόσον βεβαίως αυτές δεν είναι καταστροφικές για τη ζωή της κοινότητας. Οπότε, ο σεβασμός για την ελευθερία του κάθε προσώπου είναι αυτό που θα θεωρούσα ως το ουσιώδες συστατικό της Ευρώπης σήμερα. Εμείς οι χριστιανοί μπορούμε να συνεργαστούμε άριστα με ανθρώπους που δεν έχουν καμία θρησκευτική πίστη ή που ανήκουν σε άλλες πίστεις, εφόσον μοιραζόμαστε αυτόν τον σεβασμό στην ελευθερία του ανθρώπου.
«Ναι» στην Τουρκία
— Θα έπρεπε, λοιπόν, μια χώρα σαν την Τουρκία να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης;
— Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι εφόσον οι ρίζες της Ευρώπης είναι χριστιανικές, δεν υπάρχει χώρος για ένα μουσουλμανικό κράτος στην Ευρώπη. Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή. Συμφωνώ με την άποψη της Παναγιότητάς του, του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει δεκτή στην Ευρώπη, αρκεί να αποδέχεται πλήρως αυτήν την ιδέα της ελευθερίας της συνείδησης του κάθε ατόμου και, άρα, να υπάρχει στην Τουρκία πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και πιο συγκεκριμένα των θρησκευτικών μειονοτήτων. Εφόσον η Τουρκία αποδεχθεί τις ιδέες αυτές –και πολλοί Τούρκοι ήδη τις αποδέχονται– πιστεύω ότι υπάρχει γι’ αυτήν μια θέση στην Ευρώπη. Βλέπω, λοιπόν, ότι η Ευρώπη έχει τις ρίζες της στον χριστιανισμό, παρότι βρισκόμαστε πλέον σε μια κατάσταση αποχριστιανισμού, και ότι αυτό που έχουμε κερδίσει στην Ευρώπη από τον χριστιανισμό είναι κατά βάσιν ο σεβασμός για το ανθρώπινο πρόσωπο.
Το άβατο του Αγίου Ορους
— Ομως αυτά τα πολύτιμα ευρωπαϊκά ιδεώδη της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να οδηγήσουν σε περίπλοκες συγκρούσεις. Ως πρόεδρος της βρετανικής Εταιρείας των Φίλων του Αγίου Ορους γνωρίζετε πολύ καλά το πρόβλημα με το άβατον. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι το άβατον παραβιάζει τις αρχές αυτές. Παρότι είναι εδραιωμένο σε μια χιλιόχρονη παράδοση και προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις, κάποια στιγμή, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποκτήσει πραγματική εξουσία, πιθανότατα θα επιχειρήσει να επιβάλει την κατάργησή του.
— Η ελευθερία είναι εξαιρετικά περίπλοκη και μπορούν να υπάρξουν συγκρούσεις ανάμεσα σε διαφορετικά είδη ελευθεριών. Καμιά ελευθερία δεν είναι απόλυτη. Πρέπει να εξισορροπείται από άλλες ελευθερίες ή να σέβεται την ελευθερία άλλων ατόμων στην κοινωνία μας. Μπορούμε να δούμε καθαρά αυτό το πρόβλημα σε σχέση με το Αγιον Ορος. Πιστεύω σθεναρά ότι οι μοναχοί του Αθω πρέπει να παραμείνουν ελεύθεροι να οργανώσουν την ζωή τους όπως έκαναν τα τελευταία χίλια χρόνια. Δεν πιστεύω ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή η Ευρωπαϊκή Ενωση, έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει στη θρησκευτική ζωή του Αγίου Ορους. Και μέρος της παράδοσης του Αγίου Ορους είναι η απαγόρευση εισόδου σε γυναίκες. Κάποιοι άλλοι, όμως, θεωρούν ότι εφόσον η Ευρωπαϊκή Ενωση υποστηρίζει την ισότητα των φύλων και αντιτίθεται σε οποιασδήποτε μορφής διάκριση εναντίον των γυναικών, και εφόσον υποστηρίζει την ελευθερία της μετακίνησης, τότε οι γυναίκες πρέπει να είναι ελεύθερες να επισκέπτονται το Αγιον Ορος.
Πρόκειται για σύγκρουση μεταξύ δύο ειδών ελευθερίας, και το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί, πιστεύω, με προσφυγή στην αρχή της ενότητας μέσα στην ποικιλότητα. Προσβλέπουμε σε μια Ευρώπη ενιαία, αλλά σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει χώρος μέσα στην ενιαία αυτή Ευρώπη για μια μεγάλη ποικιλία απόψεων. Υπάρχουν πολλά άλλα μοναστήρια και κέντρα του βυζαντινού πολιτισμού τα οποία οι γυναίκες μπορούν ελεύθερα να επισκεφθούν. Ας υπάρξει κι ένα μέρος στην Ευρώπη, όπου η θρησκευτική ζωή θα μπορεί να εξακολουθήσει να βιώνεται με τον τρόπο που βιώνεται εδώ και μία χιλιετία. Η ελευθερία πρέπει να επιτρέψει τη διαφορετικότητα: πρέπει να είμαστε και να μείνουμε ελεύθεροι, να είμαστε διαφορετικοί.
Η Ορθοδοξία, πάνω απ’ όλα, είναι τρόπος προσευχής
— Είστε πανεπιστημιακός διδάσκαλος αλλά και μητροπολίτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ποια είναι η σχέση αυτών των δύο πλευρών, της πανεπιστημιακής και της ποιμαντικής; Αλληλοσυμπληρώνονται; Υπάρχουν συγκρούσεις μερικές φορές;
— Είναι αλήθεια ότι έχω ζήσει μια διπλή ζωή. Το 1966, όταν επέστρεψα στην Οξφόρδη χειροτονήθηκα ιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ταυτόχρονα διορίσθηκα στη θέση του λέκτορα των Ανατολικών Ορθόδοξων Σπουδών στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ως ιερέας, ήμουν επιφορτισμένος με την οργάνωση της ελληνικής ενορίας της Οξφόρδης. Είχα λοιπόν επί τριάντα πέντε χρόνια το διπλό καθήκον να είμαι ιερέας της ενορίας και πανεπιστημιακός διδάσκαλος. Στο πνευματικό και το διανοητικό επίπεδο δεν αισθάνθηκα ποτέ κάποια σύγκρουση διότι αυτά που δίδασκα στο πανεπιστήμιο –θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία– ήταν πολύ κοντά με αυτά που έκανα στην ενορία. Υπήρξε όμως μια σύγκρουση στο επίπεδο του χρόνου και της ενέργειας, διότι όσο περνούσαν τα χρόνια, ο όγκος της εργασίας μου στο Πανεπιστήμιο αυξανόταν όπως άλλωστε και στην ενορία, η οποία διαρκώς αναπτυσσόταν. Συνειδητοποίησα ότι αν είχα γίνει αποκλειστικά πανεπιστημιακός, θα είχα περισσότερο χρόνο για έρευνα, και, ίσως, για τη συγγραφή περισσότερων βιβλίων. Παρόλα αυτά είμαι ευτυχής που είχα το διπλό αυτό καθήκον. Υπάρχει ο κίνδυνος μερικές φορές να γίνει η θεολογία κάτι το ακαδημαϊκό: κάτι το σχολαστικό με την κακή έννοια. Να γίνει κάτι που αφορά την επιχειρηματολογία και όχι την καρδιά, και το ποιμαντικό μου έργο βοήθησε τη θεολογία μου να παραμείνει –ελπίζω– μια ζωντανή θεολογία.
Αθεος στα 14
— Παραμένοντας στον χώρο της προσωπικής σας εμπειρίας, ήθελα να ρωτήσω αν θεωρείτε ότι το γεγονός πως μεγαλώσατε ως αγγλικανός και στραφήκατε αργότερα στην Ορθοδοξία, έδωσε στο έργο σας την ικανότητα που έχει να αγγίζει ανθρώπους από διαφορετικά πολιτισμικά ή και θρησκευτικά περιβάλλοντα, και να τους φέρνει έτσι σε επαφή με την ορθόδοξη παράδοση.
— Είναι αλήθεια ότι οι γονείς μου ανήκαν στην Αγγλικανική Εκκλησία και ότι μου έδωσαν ανατροφή χριστιανική. Οταν ήμουν δεκατεσσάρων, για έξι μήνες, είχα πεισθεί ότι ήμουν άθεος, αλλιώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, ήμουν οπωσδήποτε κοντά στoν χριστιανισμό. Ειδικά η αγγλικανική παράδοση μέσα στην οποία μεγάλωσα, και κυρίως στο σχολείο μου στο Λονδίνο, τη Σχολή του Ουέστμινστερ, βρισκόταν πολύ κοντά στην Ορθοδοξία. Η ανακάλυψη λοιπόν της Ορθοδοξίας ήταν, για μένα, η ανακάλυψη ενός κόσμου ξένου, αλλά που ταυτόχρονα αισθάνθηκα αμέσως ότι ήταν δικός μου. Βρήκα στην Ορθοδοξία μια πληρότητα αλήθειας και ζωής που δεν μπορούσα να βρω στον Αγγλικανισμό. Θα χρησιμοποιήσω την έκφραση «ζώσα παράδοση», τη συνέχεια, δηλαδή, με την αρχαία εκκλησία, αλλά και με την περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας και των οικουμενικών συνόδων: συνέχεια που δεν ήταν θεολογική αλλά εκφραζόταν μέσα από την καθημερινή πρακτική.
— Τι έχει λοιπόν να προσφέρει η Ορθοδοξία στον σύγχρονο άνθρωπο;
— Προσφέρει πολλά, αλλά πάνω απ’ όλα, πιστεύω ότι προσφέρει έναν τρόπο προσευχής. Η Ορθοδοξία δεν είναι απλώς μια ιδεολογία, μια κοσμοθεωρία. Δεν είναι απλώς φιλοσοφικές ιδέες ή ηθικοί κανόνες. Η Ορθοδοξία συνεπάγεται μια προσωπική εμπειρία του Θεού. Οπότε, αυτό που πρώτα απ’ όλα θεωρώ πολύτιμο στην Ορθοδοξία είναι η Θεία Λειτουργία. Η παράδοση των πνευματικών οδηγών, η πίστη που μας διαβιβάζεται με τρόπο προσωπικό, μέσα από την επαφή μας με τον πνευματικό μας πατέρα ή την πνευματική μας μητέρα, είναι το δεύτερο εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο στην Ορθοδοξία. Το τρίτο στοιχείο, που συνδέεται στενά με το δεύτερο, είναι η ορθόδοξη παράδοση της μυστικής προσευχής, και ειδικά της προσευχής του Ιησού: η παράδοση του ησυχασμού και της «Φιλοκαλίας». Η μετάφραση της «Φιλοκαλίας» στις γλώσσες του δυτικού κόσμου είχε μια τελείως απρόσμενη και ισχυρή επίδραση. Παρότι η «Φιλοκαλία» είναι ένα δύσκολο βιβλίο, μίλησε στις καρδιές πολλών ανθρώπων που βρίσκονται μακριά από τον ορθόδοξο κόσμο ή ακόμη και από τον χριστιανισμό.
Αυτά είναι λοιπόν ορισμένα από τα πράγματα τα οποία πιστεύω ότι μπορούμε να συνεισφέρουμε ως ορθόδοξοι. Αυτά τα πράγματα, όμως προϋποθέτουν την ορθόδοξη πίστη. Θα έχαναν την αξία τους αν δεν στηρίζονταν πάνω της. Για πολλούς ανθρώπους, η Ορθοδοξία είναι ένας κόσμος άγνωστος· άσχετος. Αλλά εάν εμείς οι ορθόδοξοι θελήσουμε να εκφράσουμε τις απόψεις μας με τρόπο συγκροτημένο, όχι επαναλαμβάνοντας απλώς φράσεις σαν τους παπαγάλους, αλλά με τρόπο διορατικό, σαν τους αετούς, τότε οι άνθρωποι θα θελήσουν πράγματι να μας ακούσουν.
— Εσάς πάντως σας ακούν…
Το Βυζάντιο ζει ακόμη στη σύγχρονη Ελλάδα
— Το Βυζάντιο και η Ορθοδοξία συνδέονται στενά. Ενα από τα σημαντικότερα στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι οπωσδήποτε η ορθόδοξη πνευματικότητα. Το Βυζάντιο αποτελεί επίσης ένα αναγκαίο συστατικό της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα που πάντοτε είχε μια προβληματική σχέση με το παρελθόν της, ακούγονται σήμερα απόψεις, που έχουν εντυπωσιακή αποδοχή, και που προβάλλουν το Βυζάντιο ως δύναμη καταστολής που κατέστρεψε τη θρησκεία και τον πολιτισμό της ελληνικής αρχαιότητας. Πώς βλέπετε εσείς τη βυζαντινή περίοδο;
— Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε δει στον Δυτικό Κόσμο μιαν αξιοσημείωτη ανάπτυξη των βυζαντινών σπουδών και αυτό ασφαλώς με χαροποιεί. Για εμένα το Βυζάντιο εκπροσωπεί μια συνέχεια όλων των καλύτερων στοιχείων της κλασικής παράδοσης, άρα σκέπτομαι περισσότερο με όρους συνέχειας παρά αντίθεσης. Υπάρχουν βεβαίως και προβληματικά στοιχεία στο Βυζάντιο, αρνητικές πτυχές. Υπάρχουν όμως και θετικές πλευρές, και κυρίως η προσπάθεια να εκφρασθεί το χριστιανικό μήνυμα σε διανοητικό επίπεδο, αξιοποιώντας ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η ελληνική φιλοσοφία, και η απόπειρα να μετουσιωθεί η κοινωνία. Τώρα, ο βαθμός επιτυχίας του εγχειρήματος αυτού ήταν περιορισμένος. Το Βυζάντιο παραμένει όμως μια άκρως σημαντική περίοδος της ιστορίας του χριστιανισμού και της ανθρωπότητας. Παρά τις όποιες αποτυχίες του, υπάρχουν πολλά που μπορούν να μας εμπνεύσουν, ακόμη και σήμερα: οπωσδήποτε στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική, αλλά και στη θεολογία και όλες τις πτυχές της ανθρώπινης σκέψης.
Είναι, όμως, αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι δεν πρέπει ποτέ να συγχέουμε μιαν επίγεια αυτοκρατορία με τη βασιλεία του Θεού. Ας μην ξεχνάμε την εσχατολογική διάσταση της χριστιανικής πίστης. Δεν πρέπει λοιπόν να εξιδανικεύουμε το Βυζάντιο. Μπορούμε, όμως, να μάθουμε από αυτό. Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, από τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα και εξής, βλέπω μιαν ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση ανάμεσα στον Ελληνισμό και το Βυζάντιο, ανάμεσα στον «Ελληνα» και τον «Ρωμιό». Και δεν θεωρώ ότι αυτά τα δύο είναι αλληλοαποκλειόμενα ή ότι βρίσκονται σε αντίθεση. Χωρίς αμφιβολία, όμως, υπήρξαν στο παρελθόν πολλές εντάσεις. Αλλά αυτό είναι που κάνει την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος τόσο συναρπαστική.
Ως κάποιος που αγαπάει την Ελλάδα χωρίς να είμαι Ελληνας στην εθνικότητα, θα έλεγα ότι, για να κατανοήσουμε τη σύγχρονη Ελλάδα, χρειαζόμαστε τόσο τον Νικόδημο τον Αγιορείτη και τους Κολλυβάδες, όσο και τον Κοραή. Και χρειαζόμαστε τόσο τον Καποδίστρια όσο και τον Μακρυγιάννη. Συνεπώς αυτό που βρίσκω συναρπαστικό είναι η πολυπλοκότητα του νεοελληνικού πολιτισμού, και αυτή είναι που μπορεί να τον κάνει δημιουργικό. Πιστεύω επίσης ότι το Βυζάντιο μπορεί να συνεχίσει να ζει στην σύγχρονη Ελλάδα, όπως ακριβώς εξακολουθεί να ζει και η παράδοση του Ελληνισμού. Θα πρέπει όμως να μάθουμε, ως ορθόδοξοι, να εκφράζουμε αυτά τα πράγματα σε μια κοινωνία που, ακόμη και στην Ελλάδα, γίνεται όλο και περισσότερο μη θρησκευτική. Αλλά πιστεύω ακόμη ότι όλες αυτές οι ιδέες δεν έχουν χάσει την αξία τους.
Συγγραφικό έργο
Στα ελληνικά έχουν μεταφρασθεί τα εξής έργα του μητροπολίτη Διοκλείας κ. Κάλλιστου Γουέαρ:
– «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», Αθήνα, εκδ. Ακρίτας, 1998.
– «Ο ορθόδοξος δρόμος», εκδ. Ιδρυμα Γουλανδρή – Χορν, 1984.
– «Η δύναμη του ονόματος», Αθήνα, εκδ. Ακρίτας, 1999.
– «Η εντός ημών βασιλεία», Αθήνα εκδ. Ακρίτας, 2000.
– «Η εσωτερική ενότητα και η επίδραση της Φιλοκαλίας σε Ανατολή και Δύση», Αθήνα, εκδ. Σύνδεσμος Υποτρόφων Κοινωφελούς Ιδρύματος Α. Σ. Ωνάσης, 2004.
– «Η ορθόδοξη θεολογία στον 21ο αιώνα», Αθήνα, εκδ. Ινδικτος, 2005.
– «Αρχή Ημέρας: Η ορθόδοξη προσέγγιση της Δημιουργίας», Ιωάννινα, εκδ. Ι. Προσκύνημα Αγ. Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις, 2007.
Πηγή: Καθημερινή