Η Ιερά Μονή Αγίας Μαρίνας Άνδρου. Μέρος 4ο
26 Νοεμβρίου 2009
Το έργο της Μονής και τα θαύματα της Αγίας Μαρίνας
8ο
14/7/06
Ονομάζομαι Ειρήνη Γαλανοπούλου, το γένος Υφαντή και είμαι 28 ετών.
Στην Αγία Μαρίνα στην Άνδρο, ήρθα πρώτη φορά πριν ένα μήνα περίπου. Στο σπινθηρογράφημα του θυροειδούς που με έστειλε η ενδοκρινολόγος μου να κάνω, βρέθηκαν ψυχροί όζοι και ανησυχούσα μήπως είναι κάτι κακό, έτσι πήρε η μητέρα μου τον γέροντα Κυπριανό τηλέφωνο για να μας πει δυο λόγια, να ηρεμήσουμε.
Σημειωτέον, πως η μητέρα μου είχε καρκίνο στο στήθος και την είχε γιατρέψει θαυματουργικά η Αγία Μαρίνα μέσα στο μοναστήρι της, την ώρα της Θείας Λειτουργίας πέρσι, μια βδομάδα πριν από τη γιορτή της.
Όταν, λοιπόν, μιλήσαμε με τον γέροντα στο τηλέφωνο μου είπε πως θα χρειαζόταν να κάνω εγχείρηση, αλλά να ησυχάσω, γιατί η Αγία θα ήταν κοντά μου, αρκεί να της το ζητούσα.
Έτσι κι έγινε! Όταν έκανα την κατευθυνόμενη παρακέντηση στο ογκολογικό νοσοκομείο της Αθήνας τον “Άγιο Σάββα“ μετά από λίγο καιρό, μου είπαν, πως έχω καρκίνο στον θυροειδή, ο οποίος έχει κάνει μετάσταση και στον αριστερό λεμφαδένα και πρέπει να εγχειριστώ αμέσως, γιατί υπήρχε κίνδυνος μέσω της λέμφου, να κυκλοφορήσει στο σώμα και να γεμίσω καρκίνο ολόκληρη!
Παρόλο, που έπρεπε να μπω στο χειρουργείο επειγόντως, πριν περάσει μια βδομάδα, η πρώτη μας σκέψη ήταν να πάμε στην δική μας “γιατρό!” και μετά στο νοσοκομείο. Πέμπτη απόγευμα έμαθα πως έχω καρκίνο και Δευτέρα ήμασταν στην Άνδρο.
Όταν είδαμε τον γέροντα και τον ρώτησε η μητέρα μου αν θα πάνε όλα καλά, της είπε χαμογελώντας: “Η Αγία εσένα σου πήρε τον καρκίνο και θα αφήσει το κορίτσι σου;”
Την ώρα μάλιστα που μας έλεγε πως όλα θα πάνε καλά και να μην ανησυχούμε, μια δυνατή ευωδία ερχόταν σαν κύμα δίπλα από τον γέροντα, που μας έδινε την αίσθηση, ότι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν δίπλα του η Αγία.
Το μεσημέρι πριν φύγουμε, ήρθε και έδωσε στην μητέρα μου, ένα κομμάτι βαμβάκι ποτισμένο από το μύρο της Αγίας και της είπε: “Αυτό να το έχει το παιδί μαζί του στην εγχείρηση”.
Τον ευχαριστήσαμε! Φεύγοντας περάσαμε να πάρουμε την ευλογία του. Μας κέρασε από ένα αμυγδαλωτό και κοιτώντας με χαμογελώντας μου είπε: “Όταν θα έρθετε ξανά, τα γλυκά θα τα φέρεις εσύ! “.
Φύγαμε για Αθήνα ευτυχισμένες αλλά μέσα μου είχα έναν προβληματισμό , ότι για να μας δώσει κάτι τόσο σημαντικό για την εγχείρηση αυτά που θα είχα να αντιμετωπίσω δεν θα ήταν εύκολα!
Με την βοήθεια της Αγίας και το φυλαχτό της μέσα στο χειρουργείο όλα πήγαν καλά. Ο γιατρός μάλιστα μας είπε πως εκτός από την ολική θυρεοειδεκτομή και την αφαίρεση του αριστερού λεμφαδένα “κάτι” του οδήγησε το χέρι να στρίψει σ’ άλλη κατεύθυνση και να το βάλει βαθιά στο στέρνο μου μέχρι που συνάντησε ένα μόρφωμα, σε μέγεθος μανιταριού, το οποίο και δυσκολεύτηκε να αφαιρέσει, γιατί δε φαινόταν ούτε στην ακτινογραφία θώρακος και όπως μας είπε ήταν καλά κρυμμένο. Μας είπε επίσης, ότι αν δεν το έβγαζε στην εγχείριση αυτή, θα χρειαζόταν και δεύτερο χειρουργείο, για την αφαίρεσή του.
Χειρουργήθηκα στο Ιπποκράτειο στις 22/6/06. Στις 13:15 μ.μ. είχα συνέλθει από την νάρκωση και με πήγαν σε δωμάτιο. Πέντε ώρες μετά την εγχείριση άρχισα να μουδιάζω στα άνω και κάτω άκρα. Το Σάββατο 24/6/06 γύρω στις 10:00π.μ. και ενώ το μούδιασμα συνεχιζόταν ακόμα, άρχισε να μετατρέπεται σε πόνο αλλά και να ανεβαίνει προς τα γόνατα και τους αγκώνες. Εκδηλώθηκε και δύσπνοια, η οποία με ανάγκασε να ξαπλώσω. Το μούδιασμα είχε φτάσει πάνω από τα γόνατα, αλλά και στο κεφάλι. Η δύσπνοια γινόταν αφόρητη. Ζήτησα γιατρό και οξυγόνο! Φριχτοί πόνοι είχαν πάρει τη θέση του μουδιάσματος. Τόσο φριχτοί, που οι πόνοι της καισαρικής, που είχα κάνει πριν τρία χρόνια μου φαινόταν παιχνιδάκι.
Μαζί με τα άλλα συμπτώματα άρχισε έντονος πόνος στην κοιλιά καιμε μία τεράστια πίεση προς την πλάτη, σαν να πιεζόταν η κοιλιά να ακουμπήσει στην σπονδυλική στήλη. Έβλεπα τον γιατρό, που μου χορηγούσε το ένα μπουκαλάκι ασβέστιο μετά το άλλο. Μέχρι στιγμής είχε βάλει πέντε. Πονούσα φριχτά, αλλά είχα τις αισθήσεις μου και τα έβλεπα όλα και τα άκουγα. Σηκώνω το δεξί μου χέρι για να του κάνω νόημα να μου χορηγήσει γρήγορα οξυγόνο και τι να δω; Το χέρι μου είχε στρίψει και τα δάκτυλα κόντευαν να ακουμπήσουν στο εσωτερικό του αγκώνα. Στριμμένα χέρια, πόδια σαν ξύλινα, μούδιασμα στο πρόσωπο και στο πίσω δεξί μέρος του κεφαλιού. Η κοιλιά κολλημένη στην πλάτη και η αναπνοή ελάχιστη. Οι γιατροί που ήταν γύρω μου έλεγαν, πως η αναπνοή ήταν δυο στις δώδεκα.
Ανοίγω το στόμα μου να πω, ότι δεν αντέχω άλλο χωρίς οξυγόνο και η γλώσσα μου μετακινιόταν με δυσκολία. Μιλούσα πια όπως οι άνθρωποι, που περνούν εγκεφαλικό. Δυσκολευόταν ο γιατρός να καταλάβει τι του έλεγα, αλλά επέμενα μέχρι που τον είδα να βάζει έναν άσπρο χοντρό σωλήνα στο λαιμό και δυο πράσινα σωληνάκια μέσα στη μύτη. Προσπαθούσα να είμαι ψύχραιμη και να σκέφτομαι το τρίχρονο παιδί μου για να κρατηθώ στη ζωή. Όταν πια η δύσπνοια έγινε τόσο έντονη που για να μπει αέρας στους πνεύμονες βογκούσα, κατάλαβα, ότι πλησίαζε η ώρα να πεθάνω. Η μητέρα μου βρισκόταν έξω από το δωμάτιο και ήθελα να την ειδοποιήσω ότι έφτασε η ώρα να πεθάνω! Εκείνη τη στιγμή όμως την ακούω να φωνάζει απ’ έξω στο τηλέφωνο κλαίγοντας: «Πάρε τον γέροντα τηλέφωνο η Ειρήνη πεθαίνει».
Αφού είδα πως το καταλάβατε, ηρέμησα. Με την τελευταία ανάσα μου, πρόλαβα να ξεστομίσω: «Παναγία … μου!… Αγία… Μαρίνα! ». Από εκεί και πέρα το μόνο που θυμάμαι είναι πως είχα χάσει τις αισθήσεις μου στο δωμάτιο και ξαφνικά ξύπνησα στην εντατική με την αίσθηση ότι δεν μου αρκεί το οξυγόνο και λιγοστεύει!
Τα μάτια μου δεν μπορούσα να τα ανοίξω τελείως και τα μέλη μου ήταν αδύνατο να τα κινήσω όσο κι΄ αν προσπαθούσα. Το μόνο που με δυσκολία κατάφερνα να κινήσω ήταν το κεφάλι μου. Ακούω τότε τους γιατρούς να φωνάζουν: «Ξυπνάει! Ξυπνάει!» Τότε μια γιατρός μου ανασηκώνει τα βλέφαρα τελείως και βάζει έναν φακό στα μάτια μου και τους επιβεβαιώνει πως έχω ξυπνήσει.
Με σωλήνα στο λαιμό, στη μύτη και με τη μάσκα οξυγόνου δεν μπορούσα να μιλήσω για να πω πως λιγοστεύει επικίνδυνα το οξυγόνο και σε λίγο θα σταματούσε η ανάσα μου τελείως.
Η μόνη μου ελπίδα ήταν η Αγία Μαρίνα. Της λέω τότε: «Άγια μου Μαρίνα κάνε τους γιατρούς που βρίσκονται γύρω μου να καταλάβουν, ότι μου κόβεται η αναπνοή, γιατί εγώ δεν μπορώ να το πω !». Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούω ένα -μπιπ- από το μηχάνημα και βλέπω τον γιατρό που ήταν στα πόδια μου δεξιά να λέει ταραγμένος: «Κάτι δεν πάει καλά με το οξυγόνο!». Τότε μια γιατρός από αριστερά φωνάζει: «Κοιμίστε την! Κοιμίστε την!». Μου παίρνουν τότε το αριστερό χέρι και μου βάζουν μια ένεση για να με κοιμίσουν!.
Θυμάμαι πως βρέθηκα σε ένα βαθύ και απέραντο σκοτάδι ολομόναχη. Είχα πάψει να νιώθω σωματικό πόνο και δύσπνοια. Δεν είχα αίσθηση του χρόνου, ένιωθα όμως πως ήμουν πολύ ώρα εκεί. Το σκοτάδι ήταν τόσο βαθύ, πυκνό και μαύρο που δεν μπορούσα να δω ούτε τα μέλη μου. Επίσης ήταν απέραντο σε σχέση με τον χώρο, δεν καταλάβαινα δηλαδή που τελείωνε. Απόλυτη ησυχία και απόλυτη μοναξιά.
Ξαφνικά σαν να μου είχε μιλήσει κάποιος, σηκώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω και ακούω τη φωνή μου να απαντά δυνατά! : «Άγια μου Μαρίνα… αναπνέω!». «Πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου, φεύγω απ’ το σκοτάδι σαν κάποιος να με τράβηξε από κείνο και ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την αίθουσα της εντατικής. Η μητέρα μου είχε παρακαλέσει να μου βάλουν στο κρεβάτι μου το φυλαχτό της Αγίας Μαρίνας. Μόλις ξύπνησα το είδα δίπλα στο κεφάλι μου.
Παρόλο που ήμουν διασωληνωμένη και γεμάτη καλώδια σε στήθος και χέρια αλλά και πόδια, κοιτάζω τα άκρα μου και είχαν ισιώσει. Δεν πονούσα και η μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπό μου ένιωθα πως δεν μου χρειαζόταν πια. Μάλιστα έβαλα το χέρι μου και την έβγαλα.
Έρχεται τότε αμέσως η γιατρός της εντατικής και με ρωτάει:- «Πώς είσαι;»
-«Δόξα τῷ Θεῷ, καλά».
Κοιτώντας τότε το φυλαχτό της Αγίας Μαρίνας, μου απαντά με σοβαρότητα: – «Η Αγία Μαρίνα σε βοήθησε».
Ήρθαν τότε κι άλλοι γιατροί να με βγάλουν από τα μηχανήματα και μου είπαν πως σε λίγο θα με πήγαιναν σε δωμάτιο με τους δικούς μου. Όταν βγήκα μου είπαν πως είχα πάθει “τετανία”από ραγδαία πτώση του ασβεστίου.
Εκτός από τα μέλη μου που είχαν στρίψει, είπαν πως είχε γίνει το κεφάλι μου σκούρο μπλε. Όταν ρώτησα πόσες ώρες ήμουν στην εντατική προς έκπληξή μου άκουσα πως ήμουν μια ολόκληρη μέρα και κάτι.
Αφού σηκώθηκα την ίδια μέρα με την βοήθεία της Αγίας άρχισα να περπατώ και όποιον γιατρό συναντούσα από αυτούς που έζησαν το περιστατικό μου, άκουγα τα εξής: -«Έφυγες και ξαναγύρισες».
-«Σε χάσαμε και επανήλθες!».
Ένας γιατρός συγκεκριμένα μόλις με είδε στον διάδρομο φώναξε κοιτώντας με: – “Ανέστης!”
-«Ναι», του λέω!
-«Δόξα τω Θεώ!».
Συνεχίζεται…