Αναποτελεσματικό και αδύναμο το εκπαιδευτικό σύστημα
26 Νοεμβρίου 2009
Περί τα 5 δισ. ευρώ κοστίζουν στην ελληνική οικογένεια τα φροντιστήρια των μαθητών, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, για την τριετία 2004-2007. Σύμφωνα με την έρευνα, το ποσοστό οι διαρροής του μαθητικού πληθυσμού αγγίζει το 14,7%, ενώ τα ιδιωτικά σχολεία υπερέχουν μακράν στις υλικοτεχνικές υποδομές σε σχέση με τα δημόσια.
Ο κούκος αηδόνι κοστίζει στην ελληνική οικογένεια η δημόσια Παιδεία, αφού ετησίως δαπανώνται 804 εκατ. ευρώ για την προσχολική και α’βάθμια εκπαίδευση, 1,3 δισ. ευρώ στη β’βάθμια εκπαίδευση και 1,4 δισ. ευρώ στην γ’βάθμια. Το μεγαλύτερο μέρος των ποσών αυτών δαπανάται στην φροντιστηριακή υποστήριξη των υποψήφιων για τις πανελλαδικές εξετάσεις, την εκμάθηση ξένων γλωσσών αλλά και για τη διαβίωση των φοιτητών στις πόλεις όπου εδρεύει το ΑΕΙ ή ΤΕΙ όπου εισήχθησαν.
Παράλληλα, εμφανίζεται καθίζηση στη συνολική κρατική δαπάνη για την Παιδεία, καθώς από το 3,19% του ΑΕΠ το 2005, η κρατική χρηματοδότηση έπεσε στο 3,07% το 2007. Και όλα αυτά, τη στιγμή που η δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών την πενταετία 2000-2005 συνιστά το 5,19% του ετήσιου προϋπολογισμού τους, σε σχέση με το 4,79% της περιόδου 1995-2000.
Το ποσοστό των μαθητών που δεν ολοκληρώνει έστω την υποχρεωτική εκπαίδευση σημειώνει αύξηση, αγγίζοντας το 5%, δηλαδή πάνω από 60.000 μαθητές εγκαταλείπουν το σχολείο ή «μένουν» στην ίδια τάξη. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, το 2007 ο αριθμός ήταν 65.416 μαθητές, εκ των οποίων οι 37.205 διέκοψαν «αδικαιολόγητα» τη φοίτησή τους και οι υπόλοιποι 28.211 απορρίφθηκαν με αποτέλεσμα να επαναλάβουν την τάξη.
Το πρόβλημα είναι οξύτερο στους μαθητές από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, παιδιά δηλαδή που κατά κύριο λόγο φοιτούν στην τεχνολογική εκπαίδευση, ελπίζοντας έτσι να κατακτήσουν πιο γρήγορα μια θέση στην αγορά εργασίας αφού αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις του ανταγωνισμού (π.χ. έξοδα για φροντιστήρια) του Γενικού Λυκείου.
Ανάμεσα στις 10 περιφέρειες με τις καλύτερες επιδόσεις στη χώρα, είναι όλοι οι νομοί της Θεσσαλίας, η Χίος, η Αν. Αττική και η Αθήνα, ενώ τις χειρότερες επιδόσεις συναντά κανείς στην Ξάνθη και τη Ροδόπη, αλλά και στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο, τη Λευκάδα, το Ρέθυμνο και τη Δ. Αττική.
Η Ελλάδα έρχεται στην 23η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., στην αναλογία υπολογιστών ανά εκατοντάδα μαθητών (5,7) αλλά και στις τεχνολογικές προδιαγραφές υποστήριξης των ηλεκτρονικών εφαρμογών. Στον Έλληνα μαθητή αναλογεί μόλις το 1/50 ενός πλήρους εξοπλισμένου εργαστηρίου (και Η/Υ) ανά σχολείο, ενώ το ποσοστό για τα γυμναστήρια είναι το 1/5 ανά σχολείο, για τις βιβλιοθήκες το 1/6 ανά σχολείο, για τα εργαστήρια Χημείας και Φυσικής το 1/2 ανά σχολείο. Η έρευνα επισημαίνει ότι η κατάσταση είναι διαφορετική στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, αφού ανά σχολικό συγκρότημα αναλογεί τουλάχιστον ένα εργαστήριο, ένα γυμναστήριο και μια βιβλιοθήκη.
Τα συμπεράσματα
Από την ανάλυση των στοιχείων της έκθεσης, τα οποία στηρίχθηκαν αποκλειστικά σε όσα η Γ.Γ. ΕΣΥΕ και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχουν δημόσια ανακοινώσει, προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα, σημειώνουν οι συντάκτες:
- Το σύστημα υποκρύπτει ασυνέπειες στη δομή και τους στόχους του. Σε όλες τις παραμέτρους που ανιχνεύτηκαν στην μελέτη, τα υποσυστήματα, οι τομείς και οι κατηγορίες σχολείων παρουσιάζονται χωρίς συνέπεια ως προς τη θέση τους στο σύστημα.
- Το σύστημα δεν διαθέτει πόρους για την ανάπτυξη της στρατηγικής του. Οι πόροι εξαντλούνται σε λειτουργικές δαπάνες, δεν επιμερίζονται χωροταξικά, και οι καινοτομικές λύσεις χρηματοδοτούνται συνήθως από συγχρηματοδοτούμενα κοινοτικά προγράμματα, χωρίς άλλη πρόβλεψη για το μέλλον τους.
- Το σύστημα επικεντρώνει αντανακλαστικά το ενδιαφέρον του εκεί που η κοινωνία το πιέζει. Σήμερα στα Γενικά Λύκεια και στο σύστημα πρόσβασης. Γι αυτό και επί δεκαετίες η Υποχρεωτική Εκπαίδευση της χώρας δεν διαθέτει ενιαίο σχεδιασμό με αποτέλεσμα κατά τη μετάβαση από μέρος σε μέρος (Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο) να διαφοροποιούνται τόσο τα μεγέθη, όσο και τα αποτελέσματα. Ελάχιστες είναι οι καινοτομίες που είχαν ταυτόχρονη εφαρμογή και επιτυχία στα μέρη (τις βαθμίδες) της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης.
- Το σύστημα γεννά επιπλέον και μικρότερα Υποσυστήματα ή και Μέρη (Ειδικές Κατηγορίες Γυμνασίων, Τμήματα και Μονάδες Ειδικής Αγωγής, αυξημένος αριθμός αλλοδαπών σε ορισμένα Δημοτικά και Γυμνάσια), αλλά αδυνατεί να εξειδικεύσει το όραμα και τη στρατηγική του σε αυτά. Δημιουργεί έτσι νέες εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες με ιδιαίτερο προστιθέμενο κόστος για το μέλλον. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των Υποσυστημάτων της Ανώτερης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Γενικά Λύκεια – ΤΕΕ) και ιδιαίτερα οι αρνητικοί ρυθμοί μεταβολής του δεύτερου θέτουν άμεσο ζήτημα επαναπροσδιορισμού του στόχου καθενός, αλλά και της μεταξύ τους σχέσης.
- Το σύστημα ενώ έχει την ευθύνη της λειτουργίας τού Δημόσιου τομέα και ταυτόχρονα την εποπτεία του Ιδιωτικού τομέα της εκπαίδευσης δεν διασφαλίζει «το ομόρροπο» στις στρατηγικές τους επιλογές. Οι δύο τομείς εμφανίζονται με διαφορετικές επιλογές ως προς την επένδυση και διαχείριση βασικών μεγεθών της εκπαίδευσης (επένδυση στις υποδομές-επένδυση στο διδακτικό προσωπικό, σχολική διαρροή, μέτριες και χαμηλές επιδόσεις). Οι λόγοι αυτής της διαφοροποίησης ωστόσο εμπεριέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τη διαμόρφωση ενός δυναμικού στρατηγικού σχεδιασμού για την εκπαίδευση.
- Το σύστημα αγνοεί το μέγεθος των γεωγραφικών-κοινωνικών ανισοτήτων στην επιχειρησιακή του δράση, και επιμένει να προβάλλει το ίδιο μοντέλο/πρότυπο δράσης προς όλους.
- Οι υποδομές του συστήματος είναι πράγματι το αδύνατο σημείο του με υψηλή διαφοροποίηση ανά κατηγορία σχολείου και σε επίπεδο νομού.
- Η επίδοση του μαθητικού πληθυσμού και ιδιαίτερα ο αριθμός των μαθητών με μέτρια επίδοση και όσων απορρίπτονται και επαναλαμβάνουν την τάξη δεν πρέπει να υποτιμηθεί γιατί μαζί με το Δείκτη Σχολικής Διαρροής αποτελούν δείκτες αποτελεσμάτων του συστήματος, αλλά και το αδύνατο σημείο του (με υψηλότατη διαφοροποίηση ανά νομό και υποσύστημα και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής).
- Το προσωπικό που υπηρετεί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεί μέγεθος με σημαντικό εύρος διαφοροποιήσεων σε επίπεδο νομού, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για τη διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση. Το ότι η λειτουργία του συστήματος στηρίζεται και στην αξιοποίηση αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών αποτελεί μειονέκτημα στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και επιπλέον αποδυναμώνει το ρόλο και την αποτελεσματικότητα του Συλλόγου Διδασκόντων.
- Η αναδιάρθρωση της δομής της διοίκησης και της επιστημονικής καθοδήγησης της εκπαίδευσης, τόσο στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ, όσο και στις περιφερειακές υπηρεσίες και στους εποπτευόμενους φορείς είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να αναπτυχθεί μια δομημένη στρατηγική επιλογή και να γίνει αποτελεσματική η διαχείριση της καινοτομίας.
Η διασφάλιση της ποιότητας σε όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής πυραμίδας και στο εύρος ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τον στρατηγικό σχεδιασμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος και όλων του των βαθμίδων: ένα καλό Νηπιαγωγείο & Δημοτικό σχολείο, στηρίζει ένα καλό Γυμνάσιο, ένα καλό Γενικό Λύκειο, μια αξιόλογη και αξιοπρεπή Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, κι ένα ακόμα καλύτερο Πανεπιστήμιο.
Ο κοινός στόχος είναι πλέον σαφής: μια ποιοτική εκπαίδευση με ευαισθησία, έγνοια και φροντίδα για τις υπαρκτές κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες. Ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα διασφαλισμένης ποιότητας, με πολλαπλές επιλογές και δυνατότητες, τόσο για την τυπική εκπαίδευση, όσο και για τη Δια Βίου εκπαίδευση. Ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο σε κάθε γωνιά της χώρας, προσβάσιμο από κάθε πολίτη».
Πηγή : TVXS