Αρχιμ. Επιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος (27.12.1930 – 10.11.1989) (4)
16 Νοεμβρίου 2009
6. Οσιακό τέλος.
Η ασθένεια ήταν ισόβιος σύντροφος του π. Επιφανίου, συνυφαίνετο με την ίδια την ύπαρξή του, γι’ αυτό και συνήθιζε να λέει: «από τας απείρους ευεργεσίας του Θεού εις την ζωήν μου, τρεις διακρίνονται διά την σπουδαιότητα των. Η πρώτη είναι ότι εγεννήθην Ορθόδοξος, η δευτέρα, ότι ηξιώθην να Τον υπηρετήσω και η τρίτη είναι η ασθένειά μου».
Αντιμετώπισε ο π. Επιφάνιος την ασθένειά του, σε αντίθεση με τον τρόπο που ημείς οι συνήθεις πιστοί την αντιμετωπίζουμε, ως θείο δώρο.
Έχοντας και εις το σημείο αυτό υπόδειγμα τον μέγα Απόστολο των Εθνών Παύλο, πίστευε απόλυτα πόσο ευεργετικές για τη ζωή των πιστών είναι οι ασθένειες και οι δοκιμασίες, πόσο ωφελούν, ωριμάζουν και συμβάλλουν στην πνευματική τελείωση του πιστού, όταν βεβαίως αντιμετωπίζονται ορθά και σύμφωνα με την διδασκαλία του Χριστού.
Όπως χαρακτηριστικώς αναφέρεται στην πιο κρίσιμη φάση, της ασθενείας του, όταν πλησίαζε προς το τέλος ο βίος του και τον ρώτησαν: Τί γίνεσθε Γέροντα; απήντησε: γίνομαι (δηλαδή ωριμάζω).
Ο π. Επιφάνιος είχε πάντοτε υπ’ όψη του την απάντηση που έδωσε ο Κύριος στην παράκληση του Απ. Παύλου να τον απαλλάξει από τη αρρώστια, τον σκόλοπα από τον οποίο έπασχε «αρκεί σοι η χάρις μου, του απήντησε, η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Γι’ αυτό και ο Παύλος εκαυχάτο για τις ασθένειες του γιατί αυτές επέσυραν την χάρη του Θεού, λέγων: «ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ί ν α επισκηνώσει επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού», για να καταλήξει με την συγκλονιστική και ανατρέπουσα οιανδήποτε φυσική τάξη και ακολουθία, διακήρυξη· «όταν γάρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί».
Και είναι θαυμαστό το γεγονός ότι η τελευταία, αυτή διακήρυξη, εύρε πλήρη εφαρμογή και στον μακαριστό π. Επιφάνιο δεδομένου, ότι μετά την δεύτερη εγχείρηση που υπέστη λόγω μεταστάσεως του καρκίνου του στομάχου ως διαπιστώθηκε και συνεπώς ο σωματικός του οργανισμός ευρίσκετο σε κατάσταση πλήρους αποδιοργανώσεως, ο π. Επιφάνιος ανέπτυξε εκπληκτική δραστηριότητα που κορυφώθηκε στον αγώνα κατά του νομικού τερατουργήματος 1701/87 το οποίο προσέβαλε ως γνωστό βαναύσως και αντισυνταγματικώς το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας και λεηλατούσε την εκκλησιαστική περιουσία.
Δεν είναι υπερβολή εάν υποστηρίξουμε, ότι ο π. Επιφάνιος ήταν ο αφανής πρωταγωνιστής στην πολεμική κατά του ανωτέρω διαβόητου νόμου. Όχι μόνο στην κινητοποίηση των πιστών αλλά και στην συγγραφή περισπούδαστων μελετών περί εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Αρκεί να σημειωθεί, ότι το βαθυστόχαστο και βαρυσήμαντο Υπόμνημα το οποίο απέστειλε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, παροτρύνοντας αυτούς να συναισθανθούν τις ευθύνες τους και να καταψηφίσουν το διχαστικό και αντιεκκλησιαστικό αυτό Νομοσχέδιο, έχει, όπως φαίνεται από το ύφος του και την όλη δομή του, ως συντάκτη τον π. Επιφάνιο.
Οι περί του πόνου και του θανάτου, απόψεις του μακαριστού Γέροντα ανεπτύχθησαν εν εκτάσει σε δύο διάλογους διαρκείας περίπου δύο ωρών ο καθένας, όπως συνήθιζε να διεξάγει με εκατοντάδες πνευματικά του κυρίως παιδιά μετά τη Θεία Λειτουργία εις το Παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, της οδού Μενάνδρου 4.
Και ασφαλώς δεν είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι η τελευταία σύναξη στο Παρεκκλήσι αυτό στις 4-6-1989 ήταν ένα αληθινό υμνογράφημα για τον κατά Χριστό θάνατο.
Κατά την πεντάμηνη περίπου διάρκεια της βασανιστικής νόσου που οι οδύνες εγίνοντο ολονέν και εντονότερες ο μακαριστός Γέροντας επέδειξε υπομονή και καρτερικότητα θαυμαστή έχων συνεχώς την σκέψη του και τις ελπίδες του εις τον Εσταυρωμένο Θεό της Αγάπης, του οποίου επεκαλείτο συνεχώς το έλεος και παρεκάλει τους πολυάριθμους επισκέπτες του να προσεύχονται υπέρ αυτού επαναλαμβάνων ενίοτε το του ιερού Χρυσοστόμου Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
Το ψυχικό μεγαλείο του π. Επιφανίου κατά την τρομερά προ του τέλους δοκιμασία συμπυκνούται στην φράση που είπε λίγες μέρες προ της κοιμήσεως του: «Να ήξερες, Δημήτρη, πόσο λειαίνει τον ακατέργαστο Ε πιφάνιο αυτή η ταλαιπωρία»!
Εξόχως χαρακτηριστικός είναι και ο εξής διάλογος με ένα πνευματικό του τέκνο:
—Καλά Γέροντα, δεν φοβάστε τον θάνατο;
—Όχι καθόλου (μικρή παύση). Δεν τον φοβάμαι όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού.
Πόσο απέραντη ήταν η εμπιστοσύνη του π. Επιφανίου προς τον Δίκαιο Κριτή Ζώντων και Νεκρών, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστό, και η απόλυτη εσωτερική γαλήνη εμπρός στο μυστήριο του θανάτου αποκαλύπτεται και από το γεγονός, ότι λίγο προ της κοιμήσεώς του υπαγόρευε στο τέκνο του αυτό εντελώς απαθώς και αφόβως, τα της νεκρώσιμου ακολουθίας του, τα της ενδύσεώς του, τα των αγγελτηρίων της αποβιώσεως, τα της επιταφίου πλακός κλπ.
Ισχύει και για τον π. Επιφάνιο το λεχθέν «Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς». Ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου π. Γεώργιος Καψάνης που τον επεσκέφθη λίγο πριν την κοίμησή του, είπε χαρακτηριστικά. «Ένα φωτεινό άστρο της Εκκλησίας δύει σ’ αυτό τον κόσμο, για ν’ ανατείλει λαμπρότερο στον άλλο».
Ο δε γνωστός χαρισματικός Γέροντας Πορφύριος, όταν τον ρώτησαν πριν από την εκδημία του π. Επιφανίου για την πορεία της υγείας του, απάντησε: «Αγίασε και φεύγει».
Ο μακαριστός π. Επιφάνιος, όταν παλαιότερα, τον ρωτούσα για την πορεία της υγείας του, συνήθιζε να μου απαντά, Δόξα τω Θεώ, εν κόπω και μόχθω. Για να προσθέσει, ότι ο Παύλος θα συνέχιζε «εν ψύχει και γυμνότητι» και τις τόσες άλλες δοκιμασίες που υπέστη για τον Χριστό. Ενώ εμείς και θέρμανση έχουμε και ρουχισμό και τόσες άλλες ανέσεις.
Ο π. Επιφάνιος, όπως είπαμε θαύμαζε όλως ιδιαιτέρως τον μέγα των Εθνών Απόστολο Παύλο και ασφαλώς συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων στους οποίους βρήκε την μεγαλύτερη ανταπόκριση η πρόσκλησή του: «Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χρίστου».
Ακολούθησε με την Χάρη, του Θεού και με όλες τις δυνάμεις του επί τα ίχνη του Αποστόλου Παύλου έχοντας συνεχώς εστραμμένα τα βλέμματα του εις τον της πίστεως Αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν, δυνάμενος να επαναλάβει μετά του Παύλου: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμο τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειται μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος, εν εκείνη τη ήμερα, ο δίκαιος Κριτής, ου μόνον δε εμοί, αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού» (Β’ Τιμ. 4, 7 – 8).
7. «Επιφάνιον επαινών αρετήν επαινέσομαι».
Κλείνοντας την πτωχή και ατελή, λόγω ελλείψεως χρόνου και ιδίως της απαιτουμένης πνευματικής επάρκειας του γράφοντος, για την παρουσίαση μιας τόσο πολυσύνθετης και αγίας μορφής, ως ο μακαριστός π. Επιφάνιος, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ δι’ ολίγων εις την εμπειρία από την προσωπική με αυτόν ευλογημένη δι’ εμέ και αγία συναναστροφή και στενότατη συνεργασία, η οποία διήρκεσε 18 περίπου χρόνια.
Όταν η παρουσίαση της εμπειρίας αυτής γίνεται υπεύθυνα, ανεπιτήδευτα και ανόθευτα και συμπίπτει ή εκφράζει χιλιάδες άλλες παρόμοιες απόψεις τότε συμβάλλει κατά την γνώμη μου αποφασιστικά στην προβολή της γνησίας, αληθινής και αυθεντικής εικόνος της προσωπικότητος εις την οποία αναφέρεται.
Το έτος 1972 ότε ενοσηλευόμην εις το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» με επεσκέφθη ένας νέος κληρικός. Με εντυπωσίασε η ιεροπρεπής παρουσία του και με ενεθουσίασε το άκουσμα του ονόματος του: π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Η φήμη του ως ενός των πλέον διακεκριμένων κληρικών για την πνευματικότητα του και την λαμπρά πατερική του συγκρότηση είχε φθάσει και μέχρις εμού. Η ήμερα της συναντήσεως μου αυτής με τον π. Επιφάνιο απετέλεσε δι’ εμέ ιστορικό ορόσημο, για την περαιτέρω πνευματική μου πορεία και θεολογική μου διακονία.
Από το 1954, που μελετούσα νυχθημερόν τον ανεξάντλητο πνευματικό θησαυρό των μεγάλων Γερόντων και Καθηγητών της Ερήμου (Αποφθέγματα Πατέρων τής Αιγυπτιακής Ερήμου και άλλα συγγράμματα μεγάλων ασκητών Πατέρων) για την συγγραφή της διδακτορικής μου εργασίας με τίτλο «Η μοναχική υπακοή εις την αρχαία Εκκλησία», και εντρυφούσα στο θαυμαστό κόσμο των υπερφυών χαρισμάτων των ασκητών Πατέρων, αυξάνετο συνεχώς ο πόθος να συναντήσω στο δρόμο της ζωής μου ένα χαρισματικό Γέροντα, απλανή οδηγό στον χώρο της θεολογίας, που είναι κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης «Όρος άναντες ως αληθώς και δυσπρόσιτον…». Γι’ αυτό και όσοι επιθυμούν να προχωρήσουν εκ του ασφαλούς προς την κορυφή της Θεολογίας έχουν οπωσδήποτε ανάγκη, όπως παρατηρεί ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ενός «Μωυσέως», ο οποίος θα είναι μεσίτης μας προς τον Θεόν και οδηγός μας μετά τον Θεόν, για να προσθέσει «ηπατήθησαν τοίνυν οι εαυτοίς θαρρήσαντες και μηδενός του προηγουμένου (δηλαδή του χαρισματικού και απλανούς οδηγού) χρήζειν υπονοήσαντες». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσω, ότι εγνώρισα και στο παρελθόν λαμπρούς πνευματικούς αλλά δεν υπήρχαν αι προϋποθέσεις για ευρύτερη συνεργασία.
Και ο πόθος αυτός εκπληρώθηκε την ιστορική δι’ εμέ ημέρα της συναντήσεως στον «Ευαγγελισμό» με τον π. Επιφάνιο, στο πρόσωπο του οποίου είδα τον χαρισματικό Γέροντα. Εκέρδισε από την πρώτη στιγμή την απόλυτη εμπιστοσύνη μου. Τον παρεκάλεσα να γίνει πνευματικός πατέρας μου. Εδέχθη την παράκληση μου με κάποια έκπληξη. Και με ρώτησε: Εγώ;
Η ενέργεια μου αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα συναισθηματικής παρορμήσεως, ήμουν ήδη ώριμος την ηλικία, 54 ετών και Καθηγητής εις το Παν/μιο Αθηνών και μεγαλύτερος από τον π. Επιφάνια κατά 12 ολόκληρα χρόνια, αλλά εδραίας και αμετακίνητου πεποιθήσεως, ότι μπορούσα να εμπιστευθώ τον εαυτό μου εις τον νέον αυτόν κληρικό, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπα τον γνήσιο αντιπρόσωπο του Θεού και τον λόγο του σαν λόγο του Θεού.
Η ενέργεια μου αύτη, απεδείχθη, ότι προήλθε από θεία φώτιση, γιατί εδικαιώθη απολύτως, και μου χάρισε ένα χαρισματικό Γέροντα, ό,τι δηλαδή πολυτιμότερο μπορεί να αποκτήσει ο πιστός και μάλιστα ο θεολόγος σ’ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο.
Από την ήμερα εκείνη η Χάρις του Θεού εσφυρηλάτησε τον πολυτιμότερο πνευματικό δεσμό της ζωής μου. Με αφετηρία τον χώρο της Ιεράς Εξομολογήσεως, άρχισε ένας δεσμός απόλυτης από μέρους μου εν Χριστώ αγάπης, στενότατης φιλίας και συνεργασίας στον Αμπελώνα του Κυρίου.
Δεν νομίζω, ότι θα μπορούσα να αγαπήσω άλλον άνθρωπο, περισσότερο από ότι αγάπησα τον π. Επιφάνιο. Θα μου ήταν όμως δύσκολο και να τήν περιγράψω. Ο μακαριστός Γέροντας ήταν δι’ εμέ κάτι το ιερό, το άγιο, ο γνήσιος, όπως είπα, αντιπρόσωπος του Θεού. Από την ημέρα που τον γνώρισα και συνεδέθην μαζί του μια ανεκλάλητη γαλήνη, πλημμύρισε την ύπαρξή μου. Ήταν το επίγειο καταφύγιο, το λιμάνι στο πέλαγος του βίου, το στήριγμα στις δοκιμασίες της ζωής. Και μόνο η σκέψη ότι στην οδό Μακεδονίας 24 ήταν ο μακαριστός Γέροντας ειρήνευε τη ψυχή μου και ο αγαπημένος σε τόσους και τόσους πιστούς αριθμός του τηλεφώνου του πόσες φορές δεν έδωσε τις πρώτες βοήθειες.
Ο π. Επιφάνιος ήταν γεννημένος Πνευματικός Ηγέτης. Ουδέποτε χρησιμοποίησε την θέση υπεροχής στις σχέσεις μας πού ολόψυχα και με χαρά του προσέφερα. Σχέση δηλαδή υποτακτικού προς Γέροντα. Αντιθέτως μάλιστα αναβάθμισε την στενότατη επί διετία περίπου συνεργασία μας στο επίπεδο ίσαδελφης φιλίας και ισοτιμίας. Μία από τις μεγαλύτερες ευλογίες στο σπίτι μου ήταν οι συχνές επισκέψεις του π. Επιφανίου. Όταν έμπαινε στο σπίτι και πήγαινε να καθίσει στην ίδια θέση, στην άκρη του καναπέ, όπως συνήθιζε, είχα τήν συνείδηση, ότι ένας άγιος ευρίσκετο ανάμεσα μας.
Και όταν αναχωρούσε είχα το προνόμιο να τον συνοδεύω με το ασανσέρ μέχρι την έξοδο και στην συνέχεια μέχρι το αυτοκίνητο ενός από τα πνευματικά του τέκνα που τον περίμενε. Δείγμα χαρακτηριστικό της ταπεινοφροσύνης του Γέροντα είναι και το εξής: Όταν στην αρχή τον επεσκέφθην στην οδό Μακεδονίας 24 ηθέλησε και αυτός να με συνοδεύσει μέχρι την έξοδο της πολυκατοικίας και όπως ήταν αυτονόητο τον παρεκάλεσα να μην επιμείνει και βεβαίως του υπενθύμισα, ότι οι σχέσεις μας είναι υποτακτικού και Γέροντα, όχι μόνο στο εξομολογητήριο, αλλά και παντού και ακόμη ότι η σχέση αυτή αποτελεί προνόμιο δι’ εμέ και έφυγα από τη σκάλα, ενώ ο μακαριστός Γέροντας με αποχαιρετούσε με το γνωστό εγκάρδιο και πατρικό μειδίαμα του.
Και ήταν υψίστη ευλογία και δωρεά δι’ εμέ, ότι η βαθειά αυτή αγάπη μου προς τον π. Επιφάνιο είχε βρει πλήρη, ανταπόκριση, όπως μου έλεγε η μακαρία θεία του Αλεξάνδρα σε μια τηλεφωνική μας συνομιλία. «Σας αγαπώ γιατί σας αγαπά πολύ ο Γέροντας».
Μια συγκλονιστική έκφραση της αγάπης αυτής του π. Επιφανίου έλαβε χώρα, όταν νοσηλευόμουν και πάλι στον «Ευαγγελισμό», τον Μάιο του 1979, με σοβαρή καρδιακή πάθηση που επέβαλε την άμεση αποστολή μου στο Χιούστον των ΗΠΑ για να υποβληθώ σε εγχείρηση των στεφανιαίων αρτηριών (Μπάϊ -πας). Τα δε προγνωστικά ήσαν δυσοίωνα, αφού και άλλοι σκόλοπες επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την όλη κατάσταση, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση κλπ.
Συνεχίζεται…