Ορθόδοξη πίστη

Το χριστιανικό υπόβαθρο μη θρησκευτικών όψεων του σύγχρονου πολιτισμού

15 Νοεμβρίου 2009

Το χριστιανικό υπόβαθρο μη θρησκευτικών όψεων του σύγχρονου πολιτισμού

charlemagne coronation

Επιμέλεια: Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

«Ο Θεός μάς αποκαλεί υιούς Του κι εμείς τολμάμε να υποβιβάζουμε τους αδελφούς μας σε τάξη δούλων», άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, επιστολή στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, που κατάργησε νομοθετικά τη δουλεία – το παράθεμα από το πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα (περί του οποίου βλ. http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artId=293316&dt=11/10/2009).

Α. Ουμανισμός: η τελευταία λέξη του πολιτισμού;

Από θρησκευτική άποψη, η πνευματική πορεία του δυτικού κόσμου ώς την εποχή μας περνάει από τα παρακάτω βασικά βήματα:

1. Ξεκινώντας από τον Καρλομάγνο και προχωρώντας στους επιγόνους του, στα βασίλεια της δυτικής Ευρώπης δημιουργείται το πρώτο πλήρες αντίγραφο του χριστιανισμού. Θεμελιώδη στοιχεία του (1), εκτός από τις δογματικές διαφοροποιήσεις:

α) η αποδοχή της ύπαρξης μιας «αριστοκρατίας εξ αίματος» διορισμένης από το Θεό, στην οποία ανήκει δικαιωματικά κάθε εξουσία,

β) η ένταξη της Εκκλησίας σ’ αυτό το εξουσιαστικό πλαίσιο και η μεταμόρφωσή της, από Σώμα Χριστού, σε σώμα κληρικών («αριστοκρατών») διαφοροποιημένο από το λαό και «ενδιάμεσο» μεταξύ Θεού και λαού («εκπρόσωποι του Θεού»), με κορύφωση τον πάπα,

γ) η εγκατάλειψη της αρχαίας χριστιανικής ιδέας ότι πλησιάζουμε το Θεό μέσω της κάθαρσης της καρδιάς και η υιοθέτηση της ιδέας ότι Τον γνωρίζουμε μέσω της «φιλοσοφίας περί Θεού», η οποία λειτουργεί ως «θεραπαινίδα της θεολογίας» –γι’ αυτό θεωρήθηκε ότι «η εποχή των Πατέρων» τελείωσε τον 8ο αι. μ.Χ. και η νέα θεολογία της δύσης δεν ονομάστηκε πατερική, αλλά «σχολαστική».

2. Η εκδοχή αυτή του χριστιανισμού επιβλήθηκε στη δύση και υιοθετήθηκε επίσημα από το πατριαρχείο της Ρώμης γύρω στο 1000 μ.Χ. Φυσικά η δύση αποκόπηκε από την «Εκκλησία της ανατολής», που ήταν στην πραγματικότητα η αρχαία Εκκλησία. Προϊόν των παραπάνω υπήρξε ο ευρωπαϊκός μεσαίωνας, όπου ο ρόλος της (παπικής) Εκκλησίας και ο τρόπος χρήσης της θρησκείας είναι γνωστά.

3. Ίσως δεν είναι άσκοπο να αναφέρουμε την επιθετικότητα της νέας δυτικής Ευρώπης κατά της ανατολής, που κατέληξε στην άλωση της Πόλης το 1204, στη φραγκοκρατία και στην εγκατάλειψη των υπολειμμάτων του βυζαντινού χώρου στους Τούρκους το 1453. Συγχρόνως η νέα μεγάλη χριστιανική χώρα, η Ρωσία, αφού πέρασε από μια μακρόχρονη ταταρική κατοχή, πέφτει σταδιακά θύμα δυτικών επιρροών, με αποκορύφωμα την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) και της Μεγάλης Αικατερίνης (1762-1796). Έτσι ο χώρος της ανατολικής Εκκλησίας βρίσκεται σε αφασία και δεν μπορεί παρά να προσπαθεί να περισώσει το ποίμνιό του.

4. Στην Ευρώπη γίνονται προσπάθειες εξόδου από το μεσαίωνα. Η προτεσταντική απόπειρα δεν κατορθώνει να απελευθερώσει τους ανθρώπους από τη θρησκευτική καταπίεση, οπότε διαμορφώνεται ένα επόμενο αντίγραφο του χριστιανισμού, ο ουμανισμός. Ξεκινώντας από την τέχνη, περνάμε στη φιλοσοφία και έχουμε πλέον τη γέννηση ενός χριστιανισμού χωρίς Θεό, που όμως, τουλάχιστον σε κάποιες εκδοχές του, έχει κρατήσει τις βασικές ηθικές αρχές απέναντι στον άνθρωπο. Έτσι αρχίζει μια πορεία απελευθέρωσης από το προηγούμενο αντίγραφο του χριστιανισμού, όχι όμως με επιστροφή στον αρχαίο χριστιανισμό (τον οποίο η ευρωπαϊκή διανόηση αγνοούσε εντελώς) αλλά με μια νέα απόκλιση: την εγκατάλειψη της αναφοράς στο Θεό ή έστω στο χριστιανικό Θεό και τον περιορισμό του ενδιαφέροντος στον άνθρωπο.

5. Σήμερα ο ανθρωπισμός θεωρείται ό,τι πιο προοδευτικό έχει αναδειχθεί στον ευρωπαϊκό (αν όχι στον πανανθρώπινο) πολιτισμό. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι η ανθρωπιστική ηθική μπορεί να λάβει τρεις βασικές μορφές: την ατομιστική (καλό είναι ό,τι εξυπηρετεί το άτομο), την ωφελιμιστική (καλό είναι ό,τι εξυπηρετεί τους πολλούς, έστω κι αν βλάπτει λίγους) και την αλτρουιστική (καλό είναι ό,τι εξυπηρετεί τις ανάγκες του συνανθρώπου μου).

Η πρώτη από τις μορφές αυτές ελέγχεται για πολλά ολισθήματα: από την εξαθλίωση των βιομηχανικών εργατών ώς την καταστροφή του περιβάλλοντος για χάρη της ανθρώπινης άνεσης, αλλά και την «ηθική νομιμοποίηση» των σύγχρονων πολυεθνικών στη συνείδηση του μέσου δυτικού καταναλωτή (ο οποίος καταναλώνει ασύστολα, αν και έχει τουλάχιστον πληροφορηθεί ότι οι καταναλωτικές του συνήθειες βασίζονται στη φθορά του πλανήτη και την εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου). Η δεύτερη έδωσε την αφορμή για ολοκληρωτισμούς, όπως ο σταλινισμός ή το καθεστώς των Κόκκινων Χμερ, ενώ μόνο η τρίτη εκδοχή φαίνεται να συνάδει απόλυτα με το κοινό αίσθημα περί ηθικής. Αν και ο μέσος άνθρωπος υιοθετεί στοιχεία και από τις δύο άλλες εκδοχές (όταν π.χ. απαιτεί την εξόντωση των εγκληματιών ή όταν προσπαθεί ανταγωνιστικά να προωθήσει τα συμφέροντά του), ωστόσο ο αλτρουισμός ως ενδιαφέρον για «τον άλλο», και μάλιστα τον αδύναμο, θεωρείται γενικά η πιο εξελιγμένη μορφή ηθικής. Σ’ αυτό το σημείο ο ουμανισμός συναντιέται με το χριστιανισμό και φαίνεται ότι αποτελεί, όσο κι αν δεν το (ανα)γνωρίζει, το τελευταίο από τα «παιδιά του».

Β. Διψώντας για την αγάπη

Η κοινωνία μας έχει επιτέλους αντιληφθεί την ανεκτίμητη αξία της αγάπης και το εκφράζει δημόσια: από τους ΜΗ.ΚΥ.Ο. ώς τους ευαίσθητους τραγουδοποιούς, από τις σοβαρές δημοσιογραφικές εκπομπές που καταγγέλλουν την αδικία σε διεθνές επίπεδο ώς τα πολύχρωμα graffiti που μιλούν για ζωή, αγάπη και ελευθερία, οι πάντες διψούν για αγάπη και πολλοί προσφέρουν αγάπη με ειλικρίνεια και ενίοτε με αυτοθυσία. Το παράδοξο είναι ότι κανείς από όλους αυτούς δεν κάνει αναφορά στο χριστιανισμό. Ο σημερινός έφηβος σίγουρα συνδέει την αγάπη με τα ρομαντικά τραγούδια, όχι όμως με την Εκκλησία.

Αυτό βέβαια φανερώνει την κρίση που μας ταλαιπωρεί ως Εκκλησία (=κοινωνία χριστιανών), αλλά προς το παρόν δε θέλω να σταθώ σ’ αυτό. Θέλω να επισημάνω πόσο βαθιά χριστιανική είναι αυτή η λαχτάρα για την αγάπη και αυτή η προσφορά της αγάπης, απ’ όποιο πρόσωπο ή ομάδα κι αν προέρχεται. Ως χριστιανός, δεν μπορώ παρά να ταυτιστώ με τα χωριά SOS, τη Διεθνή Αμνηστία, τη Greenpeace, τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τους Special Olympics, με τις εκπομπές του Στέλιου Κούλογλου, του Γιώργου Αυγερόπουλου, του Αλέξη Παπαχελά, της Μαρί Κυριακού, τα τραγούδια του Χατζηγιάννη και πολλών άλλων ευαίσθητων νεαρών βάρδων, τα ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ, τα βιβλία του Έριχ Φρομ και του Λέο Μπουσκάλια (τουλάχιστον όσα γνωρίζω), με τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων, των ανέργων, των συμβασιούχων, των καταχρεωμένων βιοπαλαιστών κ.λ.π., ακόμη και με κομμάτια της σκέψης του Μαρξ και των μαρξιστών και με πολλά από τα συνθήματα των αναρχικών (2), που διαβάζω στις μαυροκόκκινες αφίσες τους. Εκεί ανακαλύπτω αυτά που έλεγαν πάντοτε οι αληθινοί άγιοι δάσκαλοι του χριστιανισμού – τους οποίους όλοι οι παραπάνω δε γνωρίζουν, διότι «Εκκλησία» θεωρείται πλέον όχι ο λαός και οι άγιοί του, αλλά ένα νομικό πρόσωπο με διοίκηση και συμφέροντα.

Βάση του πολιτισμού μας θεωρούνται οι αρχαίοι Έλληνες και οι φιλόσοφοι και επιστήμονες των νεώτερων χρόνων. Όμως, στην πραγματικότητα, ακόμη και από τους αρχαίους Έλληνες και τους φιλοσόφους ο σύγχρονος άνθρωπος επιλέγει ό,τι είναι συμβατό με το χριστιανισμό. Όχι το δυτικό μεσαιωνικό χριστιανισμό, αλλά τον αρχαίο χριστιανισμό, το χριστιανισμό των Πατέρων και των αγίων, που ο σύγχρονος άνθρωπος τον αγνοεί, αλλά στρέφεται ενστικτωδώς προς αυτόν όπως το ηλιοτρόπιο προς τον ήλιο. «Η ψυχή του ανθρώπου είναι εκ φύσεως χριστιανική» («anima naturaliter chtistiana»), όπως είχε γράψει ήδη τον 3ο αι. μ.Χ. ο χριστιανός συγγραφέας (αλλά με πολλές αποκλίσεις που τελικά τον οδήγησαν σε μια ακραία ηθικιστική αίρεση) Τερτυλλιανός. Η περί δουλείας άποψη του Αριστοτέλη π.χ. ή ο ολοκληρωτισμός της πλατωνικής «ιδανικής πολιτείας» απορρίπτονται ή απλώς αποσιωπούνται και αγνοούνται, όταν αξιολογείται η αρχαία σοφία.

Παρά την σχετικιστική και «αντικειμενική» τοποθέτηση ότι κάθε πολιτισμός, όσο διαφορετικός κι αν είναι από το δικό μας, πρέπει να θεωρηθεί «ισάξιος», συνεχίζουν να μας προκαλούν φρίκη οι ανθρωποθυσίες και ο Καιάδας. Η δυτική αποικιοκρατία, που (κρινόμενη με αληθινά χριστιανικά κριτήρια) συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, επίσης προκαλεί απαξίωση. Κάθε σφαγή και εξανδραποδισμός, ομοίως. Πρακτικές όπως η κλειτοριδεκτομή και ο λιθοβολισμός των μοιχαλίδων, ομοίως. Γιατί; Γιατί αντιτίθενται στα δικά μας θεμελιώδη χριστιανικά κριτήρια. Πολλοί πολιτισμοί έζησαν και ζουν με ηθικές, κοινωνικές και αισθητικές αξίες όχι απλά διαφορετικές, αλλά αντίθετες από τις δικές μας. Όμως εμείς μέσα μας όλα αυτά τα απορρίπτουμε, γιατί στο βάθος είμαστε επηρεασμένοι από το χριστιανισμό.

Ο Σωκράτης, η Αντιγόνη ή ο Μαχάτμα Γκάντι είναι αποδεκτοί, γιατί μοιάζουν με χριστιανούς. Το ίδιο και ο Άλμπερτ Σβάιτσερ ή ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή ο Ερρίκος Ντυνάν κ.π.ά. (κάποιοι απ’ αυτούς ήταν και πιστοί και πάντως εμπνεύστηκαν θεμελιωδώς από το χριστιανισμό). Επίσης πολλά από αυτά που καταλογίζονται στο χριστιανισμό (φανατισμός, δεισιδαιμονία, άρνηση της επιστήμης, υποτίμηση του ανθρώπινου σώματος ή της γυναίκας κ.τ.τ.) είναι μύθοι. Πρόκειται για στοιχεία που απορρίπτονται τόσο από εμάς τους χριστιανούς όσο και από τους αρνητές του χριστιανισμού, που νομίζουν πως όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του χριστιανισμού. Στην ουσία συμφωνούμε με όλους αυτούς, μόνο που ξέρουμε ότι μας αντιμάχονται από παρεξήγηση.

Γ. Ποιος χρειάζεται το χριστιανισμό;

Ωστόσο, ακόμη κι αν η αναζήτηση της αγάπης από το σύγχρονο άνθρωπο είναι στη ρίζα της χριστιανική, υπάρχει άραγε λόγος για την αναζήτηση του ίδιου του χριστιανισμού; Ο άνθρωπος, αφού ανακάλυψε την ανάγκη της αγάπης και κατόρθωσε να βρει μερικούς τρόπους να την προφέρει, χρειάζεται μήπως κάτι περισσότερο, που θα το βρει στο χριστιανισμό και του λείπει, όσο δεν συνδέει την αναζήτηση της αγάπης μ’ αυτόν; Μήπως εκείνος που αγαπά τον πλησίον του δεν έχει ήδη «βρει το Θεό» και χρειάζεται μια «χριστιανική ετικέτα», για να ολοκληρωθεί; Τι θα του προσφέρει αυτή η ετικέτα, εκτός από καταστρατήγηση της αυτονομίας του, δηλαδή της ελευθερίας του;

Ας πούμε ότι υπάρχουν μερικοί σοβαροί λόγοι, που θα προσπαθήσουμε να τους ανιχνεύσουμε.

(Α) Είναι κοινό μυστικό ότι «δεν υπάρχει ηθική χωρίς μεταφυσική». Όση γοητεία κι αν προκαλεί στο μέσο άνθρωπο το μήνυμα της αγάπης, είναι σχετικό και παντελώς αστήρικτο χωρίς αναφορά στο Θεό. Θα εξηγηθώ αμέσως: οι χριστιανοί καλούμαστε από το Θεό να αγαπούμε τον πλησίον μας, συγχωρώντας ακόμη και τους εχθρούς μας. Αυτό θέλει ο Θεός από εμάς, αυτό κάνει ο Ίδιος και η αγάπη αυτή οδηγεί τον άνθρωπο σε προσέγγιση και τελικά ένωση με το Θεό. Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε το καλό και το κακό είναι σχετικά, απλώς δημιουργήματα των κοινωνικών περιστάσεων (άλλη μια αγαπημένη «αλήθεια» της νεωτερικότητας). Το μόνο επιχείρημα που απομένει υπέρ της αγάπης και της αλληλεγγύης είναι ότι έτσι «οι άνθρωποι ζούμε καλύτερα». Εγώ όμως μπορεί να θεωρήσω ότι ζω καλύτερα αν τρώγω ανθρώπους, είτε μεταφορικά (εκμεταλλευόμενος τους άλλους) είτε κυριολεκτικά (επειδή είναι νόστιμοι)! Αν λοιπόν εγώ ορίσω ότι το δικό μου καλό είναι να πατήσω επί πτωμάτων για να πραγματοποιήσω τις φιλοδοξίες μου, δεν υπάρχει αντικειμενικό κακό στην άποψή μου. Αν φροντίσω να μην υποστώ τις συνέπειες του νόμου και αν δεν ενδιαφέρομαι για το καλό του άλλου (και γιατί να ενδιαφέρομαι, άλλωστε, αν ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα πρωτεύον θηλαστικό;), κανείς δε μπορεί να μου αποδείξει ότι έχω άδικο. Για μένα, φρονώ ότι καλό είναι αυτό. Τι φρονεί η κοινωνία ή εσύ, με αφήνει αδιάφορο – μάλλον μου προκαλεί σαρκασμό. Η καλοσύνη «είναι για τους αδύναμους».

Γι’ αυτό άλλωστε ο Νίτσε, π.χ. στη Γενεαλογία της Ηθικής, «απέδειξε» ότι η περί συγγνώμης διδασκαλία του χριστιανισμού είναι μόνο μια υποκρισία των αδύναμων που δε μπορούν να τσακίσουν τους εχθρούς τους, όπως στην πραγματικότητα λαχταρούν – βέβαια αγνοεί ότι και νικητές χριστιανοί σταμάτησαν να μάχονται παραχωρώντας ειρήνη χωρίς όρους, όπως ο άγιος Θεόδωρος του Μούρομ, που όχι μόνο παραχώρησε ειρήνη στους νικημένους εχθρούς του, αλλά και δέχτηκε να τους αφήσει το γιο του ως όμηρο, τον ανήλικο άγιο Μιχαήλ, ο οποίος δολοφονήθηκε ενώ μετέβαινε στο αντίπαλο στρατόπεδο!

(Β) Η αγάπη είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Ο σύγχρονος ουμανισμός προτείνει την αγάπη στον άνθρωπο γενικώς (στο «γενικό άνθρωπο», στην «ανθρωπότητα» ως ιδέα), αλλά φαίνεται αδύναμος να στρέψει τον καθένα μας προς την αγάπη στον κάθε συγκεκριμένο συνάνθρωπο, που η ζωή του συμπλέκεται και συγκρούεται με τη δική μου. Είναι εύκολο «να αγαπώ όλους τους ανθρώπους», αλλά πολύ δύσκολο να αγαπώ τον αδελφό μου που με αδίκησε ή το γείτονά μου που βάζει δυνατά τη μουσική όταν θέλω να μελετήσω ή να ξεκουραστώ. Ποιο είναι το κίνητρό μου για να τους αγαπώ αυτούς; Ή μήπως δε χρειάζεται να τους αγαπώ, όπως «δε χρειάζεται» να αγαπώ το φονιά, αλλά καλό είναι να ζητώ την εκτέλεσή του για το καλό της κοινωνίας και την ικανοποίηση της δικαιοσύνης;

Το ζήτημα θίγεται με ειρωνεία από το δυστυχισμένο αθεϊστή Ιβάν Καραμάζωφ, στους Αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκι. Το αστείο είναι ότι αυτή η ιδέα μάς επιστρέφει τόσο πίσω, στη ρωμαϊκή εποχή, ώστε στηλιτεύεται ήδη στην Καινή Διαθήκη, άμεσα με την παραβολή του απολωλότος προβάτου (Λουκ. 15, 1-10: ο βοσκός τρέχει να σώσει το ένα πρόβατο που χάθηκε) και έμμεσα με την μνεία της ρήσης του αδίστακτου Καϊάφα «συμφέρει ημίν ίνα είς άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού» (Ιω. 11, 50 και 18, 14).

Έτσι, ο Φρόιντ, π.χ. στο Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, «απέδειξε», και μάλιστα με αδιάσειστα λογικά επιχειρήματα, ότι η αγάπη προς τους εχθρούς είναι ό,τι πιο τρελό μπορεί να υποθέσει ο ανθρώπινος νους. Έτσι είναι, όντως. Απλώς, ο Χριστός το ζητάει, το κάνει πρώτος ο ίδιος (συγχωρεί τους σταυρωτές Του), το συνεχίζουν οι πιστοί Του (όπως ο άγιος Στέφανος κατά το λιθοβολισμό του) και μας αποκαλύπτει ότι αυτός είναι ο δρόμος για την ένωση του ανθρώπου με το Θεό! Γι’ αυτό και, κατά τον άγιο Σιλουανό κ.ά., ένα πολύ βασικό κριτήριο για τη γνησιότητα ή όχι ενός πνευματικού βιώματος είναι αν προκαλεί στον άνθρωπο αίσθημα αγάπης στους εχθρούς του. Αν προκαλεί αυτή την αγάπη, το βίωμα προέρχεται από το Θεό. Αν όχι, προέρχεται από το διάβολο, όση «γαλήνη», «χαρά», «ειρήνη» κ.τ.λ. κι αν προκαλεί στον άνθρωπο.

Φυσικά, η ένωση με το Θεό είναι ένα κίνητρο για να προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας, αλλά τονίζεται από τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας ότι το πραγματικά ώριμο κίνητρο είναι μόνον η αγάπη προς το Θεό. Το να προσπαθούμε να πράττουμε το θέλημά Του, με σκοπό να πάμε στον παράδεισο, έχει μια ιδιοτέλεια. Κι αυτό ακόμη όμως δεν απορρίπτεται από το χριστιανισμό, ενώ αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση από κάποιους «ουμανιστές», που δεν αγαπούν «αυτούς τους ιδιοτελείς χριστιανούς», όπως ο Φαρισαίος της παραβολής του Χριστού ένιωθε τέλειος και περιφρονούσε τον αμαρτωλό και μετανοημένο τελώνη!… Εμείς απλά όλους τους θέλουμε, και τους «ιδιοτελείς» και τους «τέλειους», γιατί ο Θεός είναι Εκείνος που όλους τους θέλει, τον καθένα με τα κίνητρά του.

(Ας μην αναφέρουμε εδώ και ότι ο χριστιανισμός παρέχει στον άνθρωπο μια πολύ σοβαρή και αποτελεσματική βοήθεια, αν επιθυμεί σοβαρά να αγαπήσει τους πάντες και να συγχωρέσει τους εχθρούς του: τη θεία χάρη, που προσκαλείται μέσα μου με πρακτικές όπως η προσευχή, η νηστεία, ο εκκλησιασμός, η εξομολόγηση, η θεία κοινωνία κ.τ.λ., αν φυσικά θέλω να τις αξιοποιήσω προς αυτή την κατεύθυνση).

(Γ) Υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο, που μου φαίνεται πολύ πιο σοβαρό: ο χριστιανισμός δεν είναι απλώς «λόγος περί αγάπης». Είναι μια ευθεία και προσωπική πρόσκληση του Χριστού προς τον καθένα μας να πλησιάσει Αυτόν τον ίδιο το Χριστό και, μέσω Αυτού, να ενωθεί με τον Τριαδικό Θεό στην αιώνια ένωση όλων των όντων (όσα την επιλέγουν ελεύθερα), που ονομάζεται «παράδεισος».

Το βασικότερο θέμα της διδασκαλίας του Χριστού, ας μου επιτραπεί να πω, δεν είναι η αγάπη ή η δικαιοσύνη. Είναι ο ίδιος ο Χριστός.

«Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω. 14, 6). «Εγώ ειμί το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει [=θα έχει] το φως της ζωής» (Ιω. 8, 12). «Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής. Ο ερχόμενος προς με ου μη πεινάση, και ο πιστεύων εις εμέ ου μη διψήση πώποτε» (Ιω. 6, 35). «Εγώ ειμί η θύρα. Δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει» (Ιω. 10, 9). «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται. και πας ο πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (Ιω. 11, 25-26).

Αφήνοντας κατά μέρος την αυθαίρετη υπόθεση ότι αυτές οι ευθείες αναφορές του Ιησού στο Πρόσωπό Του δεν είναι δικά Του λόγια, αλλά επινοήσεις των μαθητών Του (τότε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τη διδασκαλία Του περί αγάπης), πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ιησούς –ο γεννημένος στο στάβλο, που δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνη», που έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του και συγχώρεσε τους σταυρωτές Του– δεν περιαυτολογεί για να νιώσει εγωιστική ικανοποίηση, αλλά αποκαλύπτει την αλήθεια για το Πρόσωπό Του στους ακροατές Του, με σκοπό την ένωσή τους με το Θεό, δηλαδή (όπως λέμε) τη σωτηρία τους (από το θάνατο, δηλαδή από την αιώνια ζωή μακριά από το Θεό). Τούτο φανερώνει ότι η αποστολή Του στον κόσμο ήταν η αποκάλυψη του εαυτού Του και η πρόσκληση προς τους ανθρώπους να ενωθούν με Αυτόν: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28). «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…» (Ματθ. 26, 26).

Φυσικά, αυτή η πρόσκληση είναι ελεύθερη – καθένας μπορεί να επιλέξει. Δεν αξίζει όμως να επιλέξουμε το Χριστό αντί να Τον απαρνηθούμε;

Έτσι, τίθεται το μέγα ερώτημα: μήπως η έμφαση στον ανθρωπισμό με παράλληλη περιφρόνηση της «παραδοσιακής θρησκευτικότητας» είναι μια πλάνη; Ο σύγχρονος ευαισθητοποιημένος άνθρωπος, νιώθοντας «ολοκληρωμένος» με την αγάπη του ή έστω το σεβασμό του προς τους άλλους, θεωρεί ότι «έχει βρει το Θεό» και «δεν του χρειάζεται» να Τον αναζητήσει με τους τρόπους που προτείνει η Ορθοδοξία. Και τελικά, ας μου επιτραπεί να το επισημάνω, ζει μια ζωή με απουσία του Θεού. Δεν του χρειάζεται να προσευχηθεί, να κοινωνήσει, να συμμετάσχει στη θεία λειτουργία, να εξομολογηθεί, να ασπαστεί τις εικόνες, να κάνει το σταυρό του, ν’ ανάψει καντήλι – αυτά ήταν πρακτικές της αμόρφωτης γιαγιάς του, ενώ ο ίδιος νιώθει σοφότερος και έχει «βρει το νόημα», ότι όλα αυτά δεν είναι παρά, στην καλύτερη περίπτωση, μηνύματα αγάπης για να ζούμε καλύτερα. Είναι όμως έτσι;

Αν σε αγαπώ, αλλά δεν σε επισκέπτομαι, ούτε σου τηλεφωνώ ποτέ, τι είδους αγάπη έχω για σένα; Στο Θεό δεν τηλεφωνούμε, αλλά προσευχόμαστε, δεν Τον επισκεπτόμαστε, αλλά εκκλησιαζόμαστε όλοι μαζί με κοινή αναφορά (όλων μας, ενωμένων σε κοινό πανανθρώπινο σώμα – αν φυσικά το θέλουμε) προς Αυτόν. Αν δεν κάνουμε τίποτε από αυτά, πώς «Τον βρήκαμε»;

Το ζήτημα αυτό είναι τεράστιο και δεν επιθυμώ να επεκταθώ άλλο. Ελπίζουμε ότι οι καλοί, ταπεινοί και συμπονετικοί άνθρωποι θα σωθούν, ακόμη κι αν οι περιστάσεις τους έχουν κάνει να μη σκέφτονται το Θεό ή και να μην πιστεύουν σ’ Αυτόν. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Θεός είναι Εκείνος που θα τους σώσει. Ο ίδιος ο προβληματισμός αυτός (που συχνά εκφράζεται από νέους ανθρώπους, δηλ. «θα σωθούν οι καλοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν;») φανερώνει ότι στο βάθος ενδιαφερόμαστε για τη σωτηρία μας και τη σωτηρία των άλλων και ξέρουμε ότι η έσχατη αναφορά μας είναι ο Θεός, όχι ο άνθρωπος. Όταν ο άνθρωπος στη συνείδησή μας «γίνεται Θεός», τότε κάτι δεν πάει καλά, θολώνει το τοπίο της αλήθειας. Και τότε, η τελευταία ελπίδα μας είναι μια ακόμη σκανδαλώδης διδασκαλία του Χριστού, που έρχεται σε αντίθεση με την «ανθρωπιστική» δικαιοσύνη του μέσου ανθρώπου: η παραβολή για την επιστροφή και τη σωτηρία του ασώτου (Λουκ. 15, 11-32).

Σημειώσεις:

(1) http://www.romanity.org/htm/rom.e.04.fragkoi_romaioi_feoudalismos_kai_dogma.01.htm, καθώς και στη μελέτη του π. Ιωάννη Ρωμανίδη Ρωμιοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη.

(2) http://www.oodegr.com/oode/orthod/praktikes/monaxismos_anarx1.htm.

Πηγή: http://www.oodegr.com/oode/koinwnia/koinwnia/xristian_ypov_1.htm