Αρχιμ. Επιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος (27.12.1930 – 10.11.1989) (3)
14 Νοεμβρίου 2009
5.«Επί τα ίχνη της άκρας ταπεινώσεως τον Αρχιποίμενος Χριστού».
Η πιο εντυπωσιακή ίσως δοκιμασία στη ζωή του π. Επιφανίου προήλθε εντελώς απροσδόκητα από την τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση του να διακονήσει μέχρι τέλους της ζωής του, το πλήρωμα της Εκκλησίας, ως απλούς πρεσβύτερος.
Για να κατανοηθεί σε βάθος η δοκιμασία αυτή του μακαριστού Γέροντα, καθώς και η αποκαλυφθείσα δι’ αυτής άκρα ταπεινοσύνη του, η οποία με την πάροδο του χρόνου θα συμβάλει ολονέν και περισσότερο στην ορθή κατανόηση και άσκηση της ποιμαντικής διακονίας επιβάλλεται η δι’ ολίγων έστω έκθεση των σχετικών με αυτήν απόψεών του.
Ο μακαριστός π. Επιφάνιος είχε διεισδύσει, με την Χάρη του Θεού, βιωματικώς, σε μέγα βάθος στο μυστήριο της ενσάρκου Οικονομίας για τη σωτηρία του άνθρωπου, η πεμπτουσία της οποίας συνίσταται: 1) εις την άπειρη αγάπη του Ουράνιου Πατέρα, ο Οποίος «ούτω γαρ ηγάπησεν… τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» και 2) εις την άκρα ταπείνωση του Υιού και Λόγου του Θεού, ο Οποίος· «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών… και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού».
Συνεπώς η ποιμαντική διακονία που έχει σαν πρωταρχική αποστολή τη μέθεξη και μετάδοση του μηνύματος για την ανθρώπινη σωτηρία προϋποθέτει την υπό των επισκόπων και ποιμένων της Εκκλησίας μίμηση του Αρχιποίμενος Χριστού στην άκρα ταπείνωση και την μέχρις αυτοθυσίας αγάπη που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τον άξιο της αποστολής του Ποιμένα: «Ο Ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων».
Η άκρα αυτή ταπείνωση και άπειρη αγάπη πρέπει να μετουσιώνεται στην Ποιμαντική διακονία, η οποία και αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ εκκλησιαστικών λειτουργών και κοσμικών αρχόντων, όπως παρατηρεί ο Κύριος: «Οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών, ο ύ χ ‘ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος , και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος· ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε δι α κ ο ν η θήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών».
Η τυχόν παραβίαση της κατηγορηματικής αυτής διακηρύξεως του Κυρίου από τους επισκόπους και ποιμένας της Εκκλησίας και η προσπάθεια αναμείξεως και νοθεύσεως της ποιμαντικής διακονίας με την κυριαρχική εξουσία, όχι μόνο υψώνει σιδηρούν παραπέτασμα μεταξύ ποιμένων και ποιμαινομένων, και καθιστά ανέφικτη την ποιμαντική διακονία, αλλά περικλείει και τον κίνδυνο της εκπτώσεως στην αίρεση του Παπισμού, με τραγικά για την πορεία της Εκκλησίας αποτελέσματα, όπως συνέβη με τον επίσκοπο Ρώμης. Όπως παρατηρεί γενικώς ο ιερός Χρυσόστομος: «Άλλοι όροι βασιλείας και άλλοι όροι ιερωσύνης… ο βασιλεύς σώματα εμπιστεύεται, ο δε ιερεύς ψυχάς· ο βασιλεύς λοιπάδας χρημάτων αφίησιν, ο δε ιερεύς λοιπάδας αμαρτημάτων· εκείνος αναγκάζει, ούτος παρακαλεί…· εκείνος όπλα έχει αισθητά, ούτος όπλα πνευματικά» (Ρ.G. 56, 125 εξ.)………
Οι πιο πάνω απόψεις και το γεγονός, ότι η σύγχρονη αποσυντιθεμένη κοινωνία έχει ανάγκη προ πάντων από ποιμένας που δεν θα ζουν από τον Χριστό, αλλά θα προσφέρουν με ταπείνωση, αγάπη και θυσία τον εαυτό τους ολοκαύτωμα, για τη δόξα του Χριστού και τη διακονία του πληρώματος της Εκκλησίας, οδήγησαν τον π. Επιφάνιο να πάρει την οριστική και αμετάκλητη απόφαση, παρά τα υπερφυή χαρίσματα και τα ασύγκριτα ηγετικά προσόντα με τα οποία τον προίκισε η Θεία Πρόνοια, και να παραμείνει μέχρι τέλους της ζωής του στην αφάνεια και εκεί μακράν των οιωνδήποτε κοσμικών ή διοικητικών περισπασμών να επιδοθεί στην εκπλήρωση της ιεράς αποστολής του ως απλούς πρεσβύτερος της Εκκλησίας.
Αλλ’ εάν ο μακαριστός π. Επιφάνιος απέφευγε παντοιοτρόπως το προσκήνιο και τα αξιώματα υπέστη μια πρωτοφανή σε ένταση και έκταση δοκιμασία στο καταφύγιο της αφανείας του.
Στην ηλικία των 38 μόλις ετών ο π. Επιφάνιος εδέχθη από αρκετούς Μητροπολίτες ισχυρά πίεση να αποδεχθεί το ύπατο της αρχιερωσύνης λειτούργημα και την διαποίμανση Μητροπόλεως της εν Ελλάδι στρατευομένης Εκκλησίας.
Ο μακαριστός όμως, π. Επιφάνιος είχε, όπως είπαμε, οριστική και αμετάκλητη απόφαση να μη δεχθεί εκκλησιαστικό αξίωμα και μάλιστα επισκοπικό και να παραμείνει μέχρι τέλους του βίου του απλούς πρεσβύτερος.
Γι’ αυτό και η άρνηση του ήταν απόλυτη. Αλλ’ όσο απόλυτη ήταν η άρνηση του μακαριστού Γέροντα τόσο περισσότερο μεγάλωνε και η πίεση και επεστρατεύοντο και τα πειστικότερα επιχειρήματα για να τον μεταπείσουν. Η διοικούσα τότε Εκκλησία, αλλά και η διαδεχθείσα αυτήν ήταν πεπεισμένη, ότι η είσοδος του π. Επιφανίου στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τα πράγματι μεγάλα ηγετικά προσόντα θα συνέβαλε αποφασιστικώς στην αντιμετώπιση των μεγάλων πολυπλόκων και πολυσυνθέτων εκκλησιαστικών θεμάτων,
Ένας μάλιστα σεβάσμιος γέρων Μητροπολίτης – είχα το προνόμιο να διαβάσω ένα άκρως απόρρητο κείμενο στο οποίο περιγράφεται η σχετική σκηνή και το όποιο ελπίζω να δημοσιευθεί προσεχώς, γιατί πρόκειται για ένα αληθινό ιστορικό κείμενο- για να πείσει τον τότε νεαρό Αρχιμανδρίτη π. Επιφάνιο δεν δίστασε να πέσει μπροστά του στα γόνατα και με δάκρυα να τον ικετεύσει να μην αρνηθεί την πρόσκληση που του απευθύνει δι’ αυτού η Μήτηρ Εκκλησία. Ο μακαριστός π. Επιφάνιος συγκλονισμένος κυριολεκτικά από την ενέργεια αυτή του σεβάσμιου γέροντος Μητροπολίτου τον βοήθησε να εγερθεί, του φίλησε το χέρι και για να εκτονωθεί η εξόχως φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα τον παρεκάλεσε να του επιτρέψει να επανέλθει την επομένη.
Ήταν πράγματι για τον π. Επιφάνιο μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της ζωής του. Ήταν ένα δίλημμα επιλογής μεταξύ της υπακοής, όπως ετίθετο, στην τιμητική πρόσκληση της Μητρός Εκκλησίας, μια πρόσκληση προσφοράς μεγίστης σπουδαιότητος προς αυτήν διακονίας ή της αταλάντευτης συνεχίσεως της εκ Θεού, ως επίστευε, και ήταν, κατ’ ουσία της αυτής διακονίας, αλλά μακριά από τους περισπασμούς της διοικήσεως και της κοσμικής προβολής, μέσα στην αφάνεια εις την οποία όχι μόνο εύρισκε πλήρη πνευματική ανάπαυση, αλλά και έφερε την μεγαλύτερη δυνατή πνευματική καρποφορία.
Για τον π. Επιφάνιο όμως, ήταν τόσο αδιανόητο να εγκαταλείψει την πολυπόθητη αφάνεια και να εξέλθει εις το προσκήνιο της κοσμικής αίγλης και λάμψης του μητροπολιτικού αξιώματος, όσο αδιανόητο είναι να προσδοκάται, ότι βγάζοντας το ψάρι έξω από το νερό θα αποκτήσει μεγαλύτερη ζωντάνια και κινητικότητα!
Εκ των πραγμάτων συνεπώς ήταν αναγκασμένος ο π. Επιφάνιος να λυπήσει τον σεβάσμιο γέροντα μητροπολίτη και όσους άλλους εκπροσωπούσε και να παραμείνει αμετακίνητος στην θέση του πρεσβυτέρου της Εκκλησίας.
Δεν γνωρίζω εάν στην Ιστορία της Ορθοδοξίας σε παγκόσμια κλίμακα υπάρχει παρόμοιο γεγονός, της γονυπετούς και μετά δακρύων δηλαδή παρακλήσεως σεβασμίου Μητροπολίτου προς νεαρό Αρχιμανδρίτη να δεχθεί την ανάδειξη του σε Μητροπολίτη και η άρνηση της προτάσεως.
Ένα όμως είναι βέβαιο και μη δυνάμενο να αμφισβητηθεί. Ότι η μεγάλη και ίσως μοναδική σε έκταση, και ένταση δοκιμασία στην οποία υπεβλήθη ο μακαριστός π. Επιφάνιος απεκάλυψε όλο το μεγαλείο της ψυχής του, όλο τον πλούτο των αρετών με τον οποίο ήταν κεκοσμημένος, και προ πάντων την αταλάντευτη πορεία του επί τα ίχνη της άκρας ταπεινώσεως του Αρχιποίμενος Χριστού από την οποία καμιά εγκόσμια δοκιμασία ή άλλη δύναμη δεν μπόρεσε να τον μετακινήσει.
Και συγχρόνως η ιερά διακονία του μακαριστού π. Επιφανίου αποτελεί το συγκλονιστικώτερο ίσως μήνυμα, σε μια εποχή που απειλούνται με εκκοσμίκευση τα εκκλησιαστικά λειτουργήματα, ότι οι εκπρόσωποι του Εσταυρωμένου Θεού της Αγάπης πρέπει να ανανεώσουν και να προβάλουν στην εποχή μας την διακήρυξη του Κυρίου, ότι η αποστολή τους δεν έχει καμία σχέση με την κυριαρχική εξουσία των κοσμικών αρχόντων που καταπιέζει και αποσυνθέτει το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά είναι αποκλειστικά και μόνο διακονία που αποσκοπεί στην εν Χριστώ αναγέννηση, μεταμόρφωση και θέωση του άνθρωπου. Ο θρίαμβος της διακονίας επί της κυριαρχικής και τυραννικής εξουσίας είναι το μέγα μήνυμα που εκπορεύεται από την επιδειχθείσα από τον π.Επιφάνιο άκρα ταπείνωση και το οποίο θα αποκτά ολονέν και μεγαλύτερη σημασία με την πάροδο του χρόνου.
Συνεχίζεται…