Η σιωπή και ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
14 Νοεμβρίου 2009
Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δυό μέρες του έτους αφιερώνονται στη μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη Κυριακή των Νηστειών της Μ. Τεσσαρακοστής και η 14η Νοεμβρίου. Τη δεύτερη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, που έρχεται ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιορτάζεται η νίκη της διδασκαλίας του εναντίον των αιρετικών αντιλήψεων των αντιπάλων του. Στις 14 Νοεμβρίου, τιμάται η προς τον Κύριον εκδημία του. Η δεύτερη Κυριακή των Νηστειών μας θυμίζει περισσότερο το λόγο του αγίου Γρηγορίου. Η 14η Νοεμβρίου μας θυμίζει περισσότερο τη σιωπή του.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1359 ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που λάμπρυνε για δωδεκάμισι χρόνια τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης και καθοδήγησε με σοφία και αυταπάρνηση τους πιστούς της σιώπησε οριστικά. Φορέας της σιωπής του είναι τα ιερά λείψανα του, που αποτελούν μιαν ανεκτίμητη παρακαταθήκη για την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Αλλά και ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που διατηρείται ως σήμερα με τα πολυάριθμα συγγράμματα του, συχνά αναφέρεται στη σιωπή και την ησυχία, που με τόση επιμέλεια άσκησε και ο ίδιος στη ζωή του ως ησυχαστής μοναχός.
Η σιωπή και ο λόγος είναι πράγματα αντίθετα στην καθημερινή μας ζωή. Ο λόγος διαλύει τη σιωπή. Και η σιωπή διακόπτει το λόγο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως ησυχαστής ήταν βασικά άνθρωπος της σιωπής. Απέφευγε το λόγο, όπως άλλωστε και τη συγγραφή. Ο ίδιος σημειώνει ότι πολλοί μεγάλοι πατέρες της ερήμου, μολονότι θα μπορούσαν να γράψουν σπουδαία και ωφέλιμα πράγματα, δεν το έκαναν, για να μη διακόψουν την σιωπή και την κοινωνία τους με το Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τον εαυτό του και λέει ότι ο ίδιος συνήθιζε να γράφει, όταν υπήρχε κάποια επείγουσα ανάγκη. Και γνωρίζουμε πόσο πολλά και δυνατά κείμενα έγραψε, όταν η ανάγκη αύτη ήταν ο κίνδυνος να παραχαραχθεί η ορθόδοξη διδασκαλία.
Ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο προφορικός και ο γραπτός, είχε πάντοτε πλούσιο αντίκρυσμα στη σιωπή του. Και η σιωπή του δεν ήταν συνέπεια παραιτήσεως ή αδιαφορίας, αλλά καρπός έντονης σπουδής και κοινωνίας με το Θεό Λόγο. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος γράφει: «Άμεινόν έστι σιωπάν και είναι ή λαλούντα μη είναι».
Στην καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως το λόγο με την ύπαρξη και τη σιωπή με την ανυπαρξία. Συχνά όμως ο ανθρώπινος λόγος είναι κενός και φανερώνει μια ουσιαστική ανυπαρξία. Δε χρειάζεται άλλωστε να είναι κανείς ψεύτης ή φλύαρος, για ν’ αποδειχθεί ο λόγος του κενός. Και μόνο το ότι είναι θνητός, και ο θάνατος αποτελεί το έσχατο όριο των δυνάμεων του, φανερώνει την αβεβαιότητα και την ουσιαστική κενότητα του λόγου του.
Παράλληλα όμως ο κάθε ανθρώπινος λόγος έχει μεγάλη αξία, όταν διαθέτει αντίκρυσμα στη σιωπή. Ακόμα περισσότερο, ο κάθε ανθρώπινος λόγος έχει τεράστια αξία, όταν είναι λόγος σιωπής. Τα λόγια που απευθύνει ο πατέρας στο παιδί του έχουν το αντίκρυσμα και την αξία τους, όσο ζει ο πατέρας και ακούει το παιδί. Η σιωπηρή όμως παρουσία του πατέρα στην καρδιά του παιδιού του, ως παρουσία αγάπης, είναι πολύ πιό εύγλωττη και πολύ πιο ουσιαστική από τα λόγια που ακούει από το στόμα του. Και αυτό, γιατί η αγάπη μεταφέρει τον άνθρωπο σε ένα άλλο επίπεδο που βρίσκεται πέρα από το θάνατο. «Ημείς οίδαμεν», λέει ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης, εμείς δηλαδή γνωρίζουμε, «ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω».
Η αγάπη δίνει στον άνθρωπο την εμπειρία της διατηρήσεως της ζωής του πέρα από την ατομικότητα του. Η αγάπη δίνει στον άνθρωπο μια αίσθηση της αθάνατης ζωής, της ζωής του Θεού. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη.
Η αληθινή όμως αγάπη δε διατυπώνεται με λόγια. Και η ουσία της δεν περιορίζεται σε φραστικά σχήματα. Η αληθινή αγάπη εκφράζεται περισσότερο με τη σιωπή. Η σιωπή είναι συχνά η πιο έντονη κραυγή. Αυτό το βλέπουμε προπαντός στον ησυχασμό. Η σιωπή του ησυχαστή είναι κραυγή αγάπης. Όπως και η απομόνωσή του είναι εντατικοποίηση της κοινωνίας του με το Θεό.
Ζώντας στον κόσμο και διατηρώντας ακέραιο τον εγωισμό μας αδυνατούμε συνήθως να γνωρίσουμε και να ζήσουμε την αληθινή αγάπη. Η αληθινή αγάπη βγαίνει από την σιωπή και την ταπείνωση. Ο βιογράφος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, άγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τη ζωή και τις αρετές του αγίου στα ησυχαστήρια του Άθω, σημειώνει σχετικά τα εξής: «Ταπείνωσις ην αυτώ ακρότατη, και η προς τον Θεόν και τον πλησίον, η φησίν ο θειος Απόστολος, ανυπόκριτος εκ καρδίας αγάπη, τα πρώτα και μέσα και τελευταία των αρετών ερείσματα και στοιχεία».
Και πραγματικά μόνο με ακρότατη ταπείνωση μπορεί να υπάρξει η ανυπόκριτη και «εκ καρδίας αγάπη» προς το Θεό και το συνάνθρωπο. Αύτη την αγάπη, που τόσο σπανίζει στην καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ο ησυχαστής Γρηγόριος Παλαμάς στα ερημητήρια του Αγίου Όρους με την άσκηση και την προσευχή. Η ίδια αγάπη τον έφερε αργότερα στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης και τον έκανε στήριγμα και διδάσκαλο της Εκκλησίας μας. Η αγάπη που καλλιέργησε στη σιωπή. Η αγάπη που θεμελίωσε στην ταπείνωση και τον αφανισμό του εαυτού του. Η αγάπη που έδειξε, όταν χρειάστηκε, με τους έντονους αγώνες και την ακατάβλητη δράση του.
Πολλές φορές ακούμε και ευσεβείς ακόμα Χριστιανούς να λένε: Τί κάνουν αυτοί οι μοναχοί στα ερημητήριά τους; Τί νόημα έχει η απόκοσμη ζωή τους; Ποιό είναι το κοινωνικό έργο τους, όταν βρίσκονται μακριά από τους ανθρώπους; Ποιά είναι η αρετή τους, όταν φροντίζουν μόνο για τη σωτηρία της ψυχής τους;
Και είναι φυσικό να διατυπώνονται τα ερωτήματα αυτά, όταν αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος ως μέσο για κάποιο σκοπό. Όταν όμως ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως αυτοαξία, τότε τα πράγματα τοποθετούνται διαφορετικά. Έτσι αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος από τον ησυχαστή. Αυτήν την εικόνα για τον άνθρωπο είχε και ενσάρκωσε στη ζωή του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η ίδια η ανθρώπινη σάρκα, η φθαρτή και θνητή, που τόσο υπωπιάζει και δουλαγωγεί ο μοναχός έχει ανείπωτη αξία γι’ αυτόν, όπως και γενικότερα για την Ορθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε από τον ίδιο το Θεό που έγινε άνθρωπος. Έγινε λοιπόν ο Υιός του Θεού άνθρωπος, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, για να δείξει ότι η ανθρώπινη φύση έχει μια τέτοια συγγένεια με το Θεό, ώστε να μπορεί να ενωθεί μαζί του σε μια υπόσταση. Έγινε άνθρωπος, «ίνα τίμηση την σάρκα και αυτήν την θνητήν».
Από την άλλη πλευρά η απόκοσμη ζωή του ερημίτη δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική. Στη σιωπή της ερήμου ο μοναχός εξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας και αποφεύγει τις πολλαπλές και αδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Έτσι μπορεί να βρίσκεται ψυχικά πολύ πιο κοντά στον άνθρωπο, και να καλλιεργεί πραγματική και ανυπόκριτη αγάπη γι’ αυτόν. Με τη φυγή στην έρημο και τη στέρηση της συναναστροφής με τον κόσμο ενισχύει και μεγιστοποιεί ο μοναχός την κοινωνικότητά του. Γι’ αυτό και μπορεί σε οποιαδήποτε στιγμή να δώσει τη μαρτυρία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Αυτό αποδεικνύει η ιστορία της Εκκλησίας μας. Αυτό φανερώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο ερημίτης και ιεράρχης, ο ησυχαστής και κήρυξ της χάριτος.
Το νόημα του λόγου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά βρίσκεται στη φύση της σιωπής του. Γνώριζε ο άγιος Γρηγόριος ότι όσο μιλούσε δε βρισκόταν ακόμα εκεί που ποθούσε. Τώρα που σιωπά βρίσκεται εκεί και υπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται και υπάρχει εν Κυρίω. Η ζωή των αγίων είναι ο Χριστός. Και η δική μας ζωή είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό άλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ο χριστιανισμός -κι επειδή σημειώθηκαν παραφθορές του Χριστιανισμού – η Ορθοδοξία ήταν και είναι η πραγματική μας ταυτότητα. Με την Ορθοδοξία ταυτίστηκε η ιστορία μας και η ύπαρξη μας.
Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήρθε στην Θεσσαλονίκη και βρήκε τους κατοίκους της διχασμένους από το κίνημα των ζηλωτών, τους κάλεσε με την πρώτη ομιλία του σε ειρήνη και ενότητα λέγοντας τους: Αδέλφια είμαστε όλοι όχι μόνο ως άνθρωποι, αλλά και ως μέλη του σώματος του Χριστού. Κοινή είναι η πίστη μας, κοινή η ελπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ο Χριστός, κοινή μητέρα μας η Εκκλησία. Και όπως μας πληροφορεί και πάλι ο βιογράφος του άγιος Φιλόθεος, «τούς υβριστάς εαυτού και πολεμιωτάτους και στασιαστάς πρότερον, φίλους εκ της ομιλίας ευθύς εκείνης ειργάσατο». Έτσι η πίστη στο Χριστό, η πίστη στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένωσε και πάλι τους Θεσσαλονικείς. Αυτή η πίστη ήταν η ταυτότητα του γένους μας. Σ’ αυτήν την πίστη στήριξε την ενότητα του. Με αυτήν την πίστη υπέμεινε τη μακραίωνη σκλαβιά και ξανακέρδισε τη λευτεριά του. Και στη συνέχεια, -ελεύθεροι από ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε να χάσουμε την ταυτότητα μας με τις ξενομανίες μας και τις ξενόφερτες ιδεολογίες μας. Είναι απελπιστικό, και όμως αληθινό, ότι οι λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν να έχουν ως μοναδική ταυτότητα τους μια καλύτερα ή χειρότερα οργανωμένη και ιεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αίσθημα και αγάπη, χωρίς νόημα και σκοπό. Έτσι ανοίγεται μια πορεία, που τέρμα της έχει τον μονοδιάστατο άνθρωπο και τη μονοδιάστατη κοινωνία. Ένας τέτοιος όμως άνθρωπος παύει να είναι άνθρωπος. Και μια τέτοια κοινωνία παύει να είναι ανθρώπινη κοινωνία. Αν δε θέλουμε ν’ αφήσουμε να μεταπέσει η ταυτότητά μας σε ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει να διατηρηθούμε ενωμένοι με τις ρίζες μας. Και δόξα τω Θεώ στον τόπο μας είναι αυτό ακόμα δυνατό. Η ίδια η αδυναμία που δείχνουμε να συμμορφωθούμε και να ταυτιστούμε με μια άψυχη γραφειοκρατία, αδυναμία που είναι εμφανής σε όλες τις μορφές της κοινωνικής μας ζωής, βεβαιώνει την αλήθεια αυτή. Βεβαιώνει ότι κάπου άλλου αναζητούμε την ταυτότητά μας. Και αυτό το κάπου άλλου δεν είναι δύσκολο να το βρούμε, όσο διατηρούμε το λόγο των αγίων μας και τιμούμε τη σιωπή των λειψάνων τους.