Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΣυναξαριακές Μορφές

Αρχιμ. Επιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος (27.12.1930 – 10.11.1989) (2)

13 Νοεμβρίου 2009

Αρχιμ. Επιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος (27.12.1930 – 10.11.1989) (2)

epifanios

(Ένας σύγχρονος Άγιος)

Συνέχεια από (1)

3.«Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».

Ο π. Επιφάνιος ήταν μια προφητική και πατερική παρουσία στην εποχή μας που είχε σαν αποστολή να διακρατήσει ζώσα τη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ότι πρέπει να αποβλέπει και να μιμείται τον της πίστεως Αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν, για να γίνει κοινωνός της Βασιλείας του Θεού.

Μια αποστολή που η εκπλήρωση της είχε σαν απαραίτητη προϋπόθεση τη συνεχή εν προσευχή επικοινωνία με την πηγή της Θείας Χάριτος, την Αγία Τριάδα για τη μέθεξη των υπερφυών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, και την επίτευξη της καλής εν Χριστώ αλλοιώσεως.

Παράλληλα δηλαδή με την προσπάθεια μεθέξεως των διά μέσου των αιώνων καρπών του Αγίου Πνεύματος με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και της πατερική ς θεολογίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση η επίτευξη της αδιαλείπτου προσευχής που αποτελεί την υψηλότερη από την μελέτη των Ιερών κειμένων έκφραση, απόδειξη και επισφράγιση της γνησιότητος της υψίστης αυτής αποστολής.

Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος προσδιορίζει την προσευχή «κατά μεν την αυτής ποιότητα συνουσίαν και ένωσιν του ανθρώπου και Θεού, κατά δε την ενέργειαν, κόσμου σύστασιν, Θεού καταλλαγήν, χαρισμάτων πρόξενον, νοός φωτισμόν, των μελλόντων αποκάλυψιν».

Είναι τοιαύτη η υπεροχή της υπερφυούς αυτής προσευχής έναντι της μελέτης των ιερών κειμένων, ώστε να καθίσταται αυτή περιττή, στην περίπτωση που ο πιστός διά της ασκήσεως και των εκ Θεού χαρισμάτων έφθανε με την προσευχή εις τοιαύτην καθαρότητα και αγνότητα που θα τον καθίστα άξιο να δεχθεί απ’ ευθείας την θεία έλλαμψη.

Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει σχετικώς: «Έδει μεν ημάς μηδέ δείσθαι της από των γραμμάτων βοηθείας, αλλ’ ούτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν ως του Πνεύματος την χάριν αντί βιβλίων γίνεσθαι ταις ημετέραις ψυχαίς καθάπερ ταύτα δια μέλανος, ούτω τας καρδίας τας ημετέρας διά πνεύματος εγγεγράφθαι».

Συμπληρώνει δε ο ιερός συγγραφεύς της Κλίμακος: «Διδάσκαλος έστιν, όντως ο νοεράν δέλτον γνώσεως δακτύλω Θεού, ήγουν ελλάμψεως εξ αυτού κομισάμενος και των λοιπών βιβλίων ανενδεής γενόμενος».

Με τον τρόπον αυτόν διά της ασκήσεως και της αδιαλείπτου προσευχής ο πιστός γίνεται απ’ ευθείας θεοδίδακτος, διότι έχει αυτόν τον Θεό «διδάσκαλον, τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν και διδόντα ευχήν τω ευχομένω».

Ο π. Επιφάνιος είχε πλήρη συνείδηση, ότι η αληθής προσευχή είναι η κορυφαία έκφραση της διά μέσου της ασκήσεως, εγκράτειας, ταπεινώσεως και αγάπης αναφοράς και ανατάσεως ολοκλήρου της υπάρξεως του προσευχομένου σε ύμνο, δοξολογία και ευχαριστία και σε αΐδιο πόθο κοινωνίας με το υπέρτατο εφετό των πιστών, την Αγία Τριάδα.

Είχε πλήρη συνείδηση, ότι η προσευχή αυτή που τελειούται στην Θεία Ευχαριστία αποτελεί το υπέρτατο προνόμιο που παρεχώρησε ο εν Τριάδι Θεός εις τον άνθρωπο και συγχρόνως το υπέρτατο κριτήριο της ουσιαστικής και αληθινής κοινωνίας με τον Θεό συμφώνως και με την διαπίστωση του Αγίου Νείλου του ασκητή: «Ει προσεύχη αληθώς θεολόγος ει και ει θεολόγος ει προσευχή αληθώς».

Και είναι γεγονός, ότι διά τον π. Επιφάνιο η προσευχή ήταν στάση και τρόπος ζωής- ήταν η ίδια η ζωή του. Μια ζωή που σε κάθε έκφανση και έκφραση της ήταν προσευχομένη διακονία για τη δόξα του Χριστού, την αγάπη για τους αδελφούς του και την προάσπιση της Ορθοδοξίας. Εκτός από τις ελάχιστες ώρες ύπνου (περίπου 2 – 4 το 24ωρο), ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής του ήταν μια συνεχής προσφορά αγάπης και θυσίας, ένα συνεχές βίωμα όλων των αρετών, μια συνεχής δοξολογία με έργα και λόγια της Αγίας Τριάδος.

Ασθενικός το σώμα με σκόλοπα στην σάρκα, τηρούσε το εκκλησιαστικό τυπικό των Ιερών ακολουθιών με απόλυτη ακρίβεια, ακόμη και εάν ο συνεχής φόρτος εργασίας και τα καθ’ ήμερα και νύκτα επείγοντα προβλήματα, όχι βεβαίως ιδικά του, αλλά των πνευματικών του τέκνων, τον ανάγκαζαν σε αναβολή και τέλεση των σχετικών ακολουθιών (Εσπερινός, Απόδειπνο κλπ.) έστω και στις 2 το πρωί.

Η προσευχή για τον π. Επιφάνιο ήταν πιο απαραίτητη από ότι η αναπνοή για το σώμα συμφώνως με την ρήση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».

Η μνήμη του Ιησού στον π. Επιφάνιο είχε ενωθεί με την πνοή του, όπως προτρέπει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ιησού μνήμη ενωθήτω τη πνοή σου».

Η σκέψη του, η βούλησή του, οι πόθοι του ήταν συνεχώς στραμμένοι προς τον μοναδικό έρωτα της ζωής του, τον Νυμφίο Χριστό και την προς Αυτόν καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων.

Παρά την ασθένεια της σαρκός ο π. Επιφάνιος με αυστηρότατη άσκηση και νηστεία, είχε αποκοπεί πλήρως από τις κοσμικές επιθυμίες και είχε μεταφέρει όλη την αγάπη του και τους πόθους του στην ουράνιο Βασιλεία, δυνάμενος να επαναλάβει μετά του Παύλου: «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6, 14).

Η ολοκληρωτική απάρνηση του κόσμου και η αδιάλειπτος προσευχή δι’ όλης αυτού της διακονίας, έργων και λόγων και εξ όλης αυτού της κεκαθαρμένης καρδίας προς τον Εσταυρωμένο Θεό της Αγάπης οδηγεί στη δυνατότητα να λεχθεί και διά τον μακαριστό Γέροντα π. Επιφάνιο, ό,τι διεκήρυξε διά τον εαυτό του Απ. Παύλος: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Δεδομένου, ότι προς πάντας τους αληθινούς πιστούς που τον αγαπούν και τηρούν με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος τις εντολές Του, υπεσχέθη ο Κύριος, ότι θα ζει μαζί με τον Ουράνιο Πατέρα εντός τους: «Εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν».

Η υπερβάλλουσα πνευματικότητα του μακαριστού π. Επιφανίου, που συμπυκνούται στην αδιάλειπτη και νοερά προσευχή είχε διαδοθεί ευρέως, παρά την αφάνεια και το «λάθε βιώσας» που τόσο επεδίωκε, και εκτιμάτο όλως ιδιαιτέρως σε περιοχές που κατ’ εξοχήν διακρίνονται για την επίδοση τους στις πνευματικές αυτές ασκήσεις, όπως το Άγιον Όρος.

Το μέγεθος της εκτιμήσεως αυτής που έφθανε στα όρια της αναγνωρίσεως του ως αυθεντίας αποδεικνύεται από το έξης γεγονός. Πριν από αρκετά χρόνια του εζήτησε μία Αδελφή να την καθοδηγήσει εις την νοερά προσευχή.

-Εγώ της απάντησε είμαι μεν Ιερομόναχος αλλά ζω στον κόσμο. Μπορώ να σου υποδείξω μερικούς απλούς τεχνικούς τρόπους, αλλά καλά θα κάνεις να συμβουλευθείς κανένα Αγιορείτη Πατέρα, ο οποίος να ασκείται στην νοερά προσευχή. Και της υπέδειξε έναν ηγούμενο, ο οποίος την εποχή εκείνη ασκείτο μαζί με την συνοδεία του στην νοερά προσευχή.

Για να λάβει την όλως απροσδόκητη, απάντηση: Μα, Γέροντα, εκείνος με έστειλε σε σας!

4. Ο Χαρισματικός Ποιμένας.

Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος τον οδήγησε κοσμημένο με τον πλούτο των αρετών εις τα άγια των αγίων και τον κατέστησε Λειτουργό του Υψίστου και απλανή ποιμένα λογικών προβάτων. (Διάκονος το 1956 και Πρεσβύτερος το 1961).

Και ο π. Επιφάνιος ανταποκρίθηκε στην υψίστη αυτήν κλήση για την οποία με την Χάρη του Θεού είχε προετοιμάσει τον εαυτό του με όλες του τις δυνάμεις και προσέφερε και την τελευταία ικμάδα της υπάρξεως του και τον συσσωρευθέντα επί χρόνια με κόπο και μόχθο πνευματικό πλούτο στον βωμό της αγάπης του Χριστού και της σωτηρίας των αδελφών του.

Ιεροπρεπής και σεβάσμιος (παρά το νέον της ηλικίας του) δημιουργούσε μια εξόχως πνευματική ευφροσύνη στις συναναστροφές του που συνέβαλε αποφασιστικά στην προσέλκυση και σταθερή ένταξή τους στο Σώμα του Χρίστου, την Αγία Εκκλησία Του.

Ο λόγος του ήταν πάντοτε «εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος» υπενθύμιζε τους λόγους των μεγάλων πνευματικών καθοδηγητών ψυχών, των αββάδων και Γερόντων της Ερήμου, προς τους οποίους οι υποτακτικοί προσέβλεπον ως εις λόγον Θεού, γι’ αυτό και απευθυνόμενοι προς αυτούς χρησιμοποιούσαν την φράση: Είπε λόγον ίνα σωθώ!

Όπως ο λόγος των μεγάλων εκείνων καθηγητών της ερήμου έτσι και ο λόγος του π. Επιφανίου ήταν σαν λόγος του Θεού. Οι ακροατές του είχαν τη συναίσθηση, ότι παρά την απλότητα και την ταπεινοφροσύνη του, οι λόγοι του προήρχοντο από κάποιον που μιλούσε ως εξουσίαν έχων.

Χαρισματική μορφή, αγάπησε εν Χριστώ και αγαπήθηκε στο όνομα του Χριστού από πολυάριθμες ψυχές που αναζητούσαν τη λύτρωση και τη σωτηρία και τους καθοδήγησε απλανώς στο λιμένα της άνω Βασιλείας.

Ανέπτυξε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μία πολυδιάστατη ποιμαντική που είχε σαν αφετηρία και κέντρο την εξατομίκευση της στις διαπροσωπικές σχέσεις και την ιερά εξομολόγηση και επεκτεινόταν μέχρι των μεγάλων πολυσυνθέτων και πλέον πολύπλοκων προβλημάτων της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας.

Κατά την ποιμαντική του αυτή διακονία ο μακαριστός π. Επιφάνιος «υπήρξε, ως ευστόχως παρετηρήθη, η κεκρυμμένη αλλά ταυτόχρονα και βοώσα συνείδηση της Εκκλησίας. Κανόνας και πυξίδα της Ορθοδοξίας. Προφητική φωνή του Θεού στις μέρες μας. Ο μεγάλος Γέροντας της πόλεως των Αθηνών. Σύγχρονη πατερική μορφή της Ελλαδικής Ορθοδοξίας. Ένα μοναδικό δώρο του Χριστού στην Εκκλησία Του».

Συνεχίζεται…