Αρχιστράτηγοι (προφητικό ποίημα)
13 Νοεμβρίου 2009
Ήταν θυμάμαι σούρουπο
τ΄ απόδειπνο, στον Άθω
μεστό ηχεί στην μνήμη μου
ακόμα τω Υπερμάχω.
Ο Γαβριήλ, ανάγγελλε
στη Δέσποινα το χαίρε
σκιρτούσε η φτωχή καρδιά,
πάνε οι χαμένες, μέρες…
Άρχισε πάλι ο χορός
στον εξωνάρθηκα εμπρός
πετούσε η ωραιότητα, στους αιθέρες,
βάδιζαν Άγγελοι μαζί με τους Πατέρες.
Τι θεωρεία Πλάστη μου
καρδιά στα ουράνια πάει
σαν οπτασία στα μάτια μου
το σώμα, φεύγει, παεί..
Μα πού, αλλού, θα με έπαιρνε
στου Ιωσήφ το μνήμα
τώρα κατάλαβα γιατί
τι άκρη έχει, το νήμα..
Γέροντα με προσκάλεσες
και ήρθα στο αρχοντικό σου
ανάξιος είμαι θα το δεις
τι έχεις πάλι να μου πεις…
«Μνάσων, παλαιέ μου μαθητή
και της καρδιά μου κτύπε
πάρε μολύβι και χαρτί
αφού, ο Γέρων είπε
Με επήρε χθες η Παναγιά
και ράγισε η καρδιά μου
πέρα στα Πριγκηπόνησσα
εκεί που είναι η χαρά μου.
Ο ουρανός, ως άστραψε
με Θείο φως επλήσθει
η Βασιλεύουσα, έλαμψε
και η Δέσποινα εμφανίσθει.
Πλάι της Αρχιστράτηγοι
έψελναν στην Κυρία
να σπλαχνισθεί η Παντάνασσα
μα και η Αγία Σοφία.
Πανάχραντη η πόλις Σου
«εάλω» και η καρδιά μου.
Χίλια κομμάτια έγινε
μείνε γλυκιά σιμά μου.
Του θρόνου Σου τα πρέσβεια
τιμής ειν΄σκλαβωμένα
κοίτα μου τα εσσώψυχα
βουβά και ματωμένα.
Έκλαψε και η Αγιά Σοφιά
που δεν ηχούν καμπάνες
άκουσα που έκλαιγαν γοερά
χαροκαμένες μάνες.
Είδα το αίμα που έτρεχε
λες και ήτανε, αυλάκι
μοσχάρι, παρασύρεται
λες και είναι, φυλλαράκι…
Πέρασα και απ΄του Ρωμανού
την πύλη αυτή τη Θεία.
Τι είδανε τα μάτια μου
Δόξα σε Εσέ Κυρία!
Στέκουν οι Αρχιστράτηγοι
του Βασιλέως φωνάζουν
την πανοπλία, σάβανο
ξανά ρούχο, του βάζουν.
Ω Βασιλεύ και άρχοντα
έλα και εσύ μαζί μας
Ανάσταση απ΄τα μάρμαρα,
ψυχή πάρε δική μας.
Ω! λάμψη που κοιμήθηκες
για λίγο και δε βλάπτει
στον Βόσπορο, να βαπτισθεί
ξανά ο Βασιλέας, θα έρθει…»
Αμήν είπε ο Ηγούμενος
και έφυγα απ΄ το στασίδι
έτρεξα στο μνήμα του ευθύς
ν΄ ανάψω το κανδήλι..
Μνάσων, ο αρχαίος μαθητής