Βατοπαιδινά σημειώματα
10 Νοεμβρίου 2009
του Μανώλη Γ. Βαρβούνη, Αναπλ. Καθηγητή Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Τον τελευταίο καιρό, γεγονότα που αφορούν την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου βρίσκονται, σχεδόν καθημερινά, στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Ο τρόπος με τον οποίο αυτά παρουσιάζονται δημιουργεί μια διάχυτη αρνητική εντύπωση όχι μόνο για τη σεβάσμια αυτή αγιορείτικη μονή, αλλά και για τον αθωνικό μοναχισμό γενικότερα. Μια εντύπωση που και άδικη και ανυπόστατη είναι, αλλά και δημιουργεί ευρύτερο πρόβλημα, υπό την έννοια ότι υποσκάπτει τη σχέση του ορθόδοξου λαού με την πνευματική απαντοχή του στον μοναχισμό και στην παράδοση του Αγίου Όρους.
Εξ αρχής θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν γνωρίζω κάτι ιδιαίτερο για την ουσία όσων λέγονται, δεν έχω άποψη γι΄ αυτά και δεν θα με απασχολήσουν εδώ αυτές οι αιτιάσεις. Και τούτο επειδή έξω και πέραν από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων, η μονή Βατοπεδίου έχει, χρόνια τώρα, επιδείξει ένα μοναδικό και συγκροτημένο πνευματικό έργο, που έχει προ πολλού ξεπεράσει τα στενά όρια της πατρίδας μας.
Αμέσως μετά την εγκατάσταση της στην φυλλοροούσα τότε ιστορική μονή Βατοπεδίου, η νέα αδελφότητα φρόντισε για την περίσωση των κειμηλίων και για την ανάδειξη της ιστορίας και της παράδοσης του μοναστηριού τους. Και μόνο το άνοιγμα του επί δεκαετίες σφραγισμένου σκευοφυλακίου, η καταγραφή, συντήρηση και μελέτη των περιεχομένων του και η καθιέρωση νέου σκευοφυλακίου, επισκέψιμου από τους προσκυνητές, αποτελεί μέγιστη συμβολή στον τομέα αυτό. Μια σειρά εκδόσεων αποτελούν συμπληρωματικές αλλά και συναφείς δραστηριότητες. Το μεγάλο, δίτομο, συλλογικό και πολυτελές έργο για βατοπεδινή ιστορία, τα κειμήλια και την παράδοσή τους.
Ο τόμος για το Βατοπέδι στους περιηγητές, η λαμπρή έκδοση των εγκολπίων της μονής, αλλά και οι τρεις με τα πρακτικά των διεθνών συνεδρίων -τα οποία η μονή οργάνωσε- για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη και τον Σωφρόνιο του Έσσεξ συμπληρώνουν τη συστηματική μελέτη της βατοπεδινής πνευματικής συμβολής στη σύγχρονή μας ανάπτυξη του Αγίου Όρους. Κοντά σε αυτά μπορεί κανείς να προσθέσει τους τόμους με επιστημονικές μονογραφίες γύρω από σπουδαίες πνευματικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες που σχετίζονται με τη μονή, αλλά και τη σειρά της «Βατοπαιδινή Μουσική Βίβλος» με κείμενα και εκτελέσεις -σε ψηφιακούς δίσκους- μελών και μαθημάτων βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Επίσης τις καλλιτεχνικές αναπαραγωγές σπουδαίων ιστορημένων χειρογράφων της μονής, αλλά και την βατοπεδινή έκδοση της Καινής Διαθήκης, σε μεγάλο και μικρό σχήμα, με το πρωτότυπο κείμενο και έγκυρη νεοελληνική μετάφραση.
Τέλος, τα πολλά και καλλιτεχνικότατα ετήσια ημερολόγια, τα πλούσια διακοσμημένα με κειμήλια και έργα χριστιανικής τέχνης από το αγιορείτικο μοναστήρι. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι πλήθη προσκυνητών συρρέουν στο σεβάσμιο Βατοπέδι. Το περιοδικό «Πεμπτουσία» και ο υπό έκδοση μέγας τόμος για τα μετόχια της μονής, συνιστούν όψεις των τρόπων με τους οποίους η βατοπεδινή αδελφότητα παρουσιάζεται στον κόσμο. Κοντά σ’ αυτά επίσης είναι και η σπουδαία σειρά «Ψυχωφελή Βατοπαιδινά», στην οποία δημοσιεύονται κείμενα και βιβλία ορθόδοξης πνευματικής οικοδομής, απαραίτητα για την στήριξη του ποιμνίου στην παραπαίουσα εποχή μας.
Συμπληρωματικά δε πρέπει να αναφερθεί ότι η Ιερά Μονή Βατοπεδίου φροντίζει ώστε τα κειμήλια της, ιδιαίτερα δε η Αγία Ζώνη της Θεοτόκου, να φτάνουν σε προσκύνηση όσο το δυνατόν περισσότερων πιστών, για την πνευματική στήριξή τους.
Το έργο που αδρομερώς παρουσιάστηκε προηγουμένως συνιστά μία μόνο πλευρά της βστοπεδινής επέμβασης στην κοινωνία μας.
Σε έναν κόσμο εχθρικό, αντιφατικό και αλληλοσυγκρουόμενο, ο καθημερινός άνθρωπος έχει άμεση ανάγκη πνευματικής στήριξης και απαντοχής. Στήριξης που του παρέχεται από τον αγιορείτικο μοναχισμό συλλήβδην και η οποία είναι κρίσιμη για την ζωή, την ιστορία και την υπόσταση του. Γι΄ αυτούς τους λόγους επιβάλλεται η κάθε στήριξη στον αγιορείτικο μοναχισμό, και η συγκρότηση σε κάθε μορφής επίθεση ή κριτική.
Όπως και στην αρχή έγραψα, δεν γνωρίζω τα σχετικά με την ουσία και την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Αυτή όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάποτε θα ολοκληρωθεί και θα παρέλθει.
Δεν θα πρέπει, ως αποτέλεσμα, να μείνει πίσω μια τραυματισμένη και ελλιπής σχέση των πιστών με το Άγιον Όρος και την Μονή Βατοπεδίου ειδικότερα. Κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο, αν μη και ολέθριο.
Γι΄ αυτό και πρέπει όλοι να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, και μέσα μας να ζυγιάσουμε με δικαιοσύνη, αποδίδοντας στο σεβάσμιο αγιορείτικο μοναστήρι και στην γερασμία αδελφότητά του την τιμή και την αναγνώριση, τον σεβασμό και την αγάπη που δικαιωματικά τους ανήκουν.
Πηγή: Εφημερίδα «Σαμιακόν Βήμα», τεύχος 3699, 26 Οκτωβρίου 2009