Η προσωνυμία της Μονής Βατοπαιδίου μέσα από Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές πηγές
7 Νοεμβρίου 2009
Λαύρα: Βυζαντινή μοναστική οργάνωση. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά τον 4° αι. στην Παλαιστίνη και σήμαινε μια συνοικία, ένα χωριό μοναχών, δηλ. πολλά αυτόνομα κελλιά, που απείχαν το ένα από το άλλο, αλλά είχαν έναν κοινό ναό για τη θεία λατρεία. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο όρος λαύρα έγινε συνώνυμος του μονή, αργότερα δε κατέστη τιμητικός τίτλος, που προσδιόριζε ένα ονομαστό κοινόβιο, μέγα, με πολλούς μοναχούς.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές συζητήσεις σχετικά με το αν η μονή Βατοπαιδίου δικαιούται να φέρει στον τίτλο της τον επιθετικό προσδιορισμό μέγιστη. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια τεκμηριωμένη απάντηση με βάση τις φιλολογικές πηγές, φθάνοντας μέχρι τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη Αγίου Όρους (ΚΧΑΟ). Διαβάστε ΕΔΩ την μελέτη (PDF).
Η μονή Βατοπαιδίου από την ίδρυση της προσδιορίζεται ως μεγάλη, λαύρα και, αργότερα, τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα, ως μέγιστη, ακολουθώντας σχεδόν παράλληλη πορεία με τη μεγίστη λαύρα του αγίου Αθανασίου. Ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός μαρτυρεί τη διαχρονική αίγλη των δυο αρχαιότερων μονών του Αθω, χωρίς φυσικά να τους παρέχει κάποια προνόμια έναντι των άλλων, εκτός από την ιεραρχική τάξη, με τις οποίες η σχέση ισοτιμίας είναι αναμφισβήτητη.