Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Εφραίμ Βατοπαιδινός

Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (18) – Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή

2 Νοεμβρίου 2009

Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (18) – Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή

Σταυρός

Χειροτέχνημα του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή

Συνέχεια από (17)

ΑΡΧΙΜ. ΕΦΡΑΙΜ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι. Μ. ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ

ΓΕΡΟΝΤΑΣ  ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ

Ο μοναχισμός δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα. Είναι ένας τρόπος ζωής, που έχει απ’ ευθείας την αναφορά του στον επουράνιο Πατέρα. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν». Δεν είναι απλά μία κλήση, αλλά μία έλξη, ένας ακόρεστος πόθος προς τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ο μοναχός, «ο της θείας συνουσίας εραστής», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, φεύγει από τον υπαίτιο βίο και εκλέγει την μοναχική πολιτεία, για να επιτύχει την πληρεστέρα –στα όρια αυτής της ζωής– θεία ένωση.

Ο αγιορειτικός μοναχισμός δεν είναι κάτι απόκοσμο· δεν προβάλλει την ακοινωνησία. Ο αληθινός μοναχός μπορούμε να πούμε ότι είναι πιο κοινωνικός από αυτούς που ζουν μέσα στην κοινωνία, γιατί κοινωνεί άμεσα με το πιο κοινωνικό Όν, τον δημιουργό της κοινωνίας, τον Θεό. Ο μοναχός αποτάσσεται τον κόσμο, όχι γιατί μισεί τον κόσμο, απλά φεύγει από τα αίτια που προκαλούν και τρέφουν τα πάθη, και εγκαθίσταται κάτω από την σκέπη ενός μοναστηριού, όπου θα βρει τις ιδανικές συνθήκες για την επίτευξη του προσωπικού του αγιασμού. Στο μοναστήρι μακράν από την τύρβη του κόσμου, από το κοσμικό φρόνημα, ο μοναχός αφιερώνεται στον Θεό, συναντάται με τον Θεό, γνωρίζει τον Θεό, εξερευνά τα βάθη του Θεού, αγαπά τον Θεό ολοκληρωτικά «εξ όλης της καρδίας του, εξ όλης της ψυχής του, εξ όλης της διανοίας του και εξ όλης της ισχύος του». Κατά ένα φυσικό τρόπο από αυτήν την αγάπη προς τον Θεό εκπηγάζει και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Διότι η διπλή ενέργεια της αγάπης, προς τον Θεό και προς τον άνθρωπο, έχει την ίδια πηγή, τον Χριστό, την σαρκωμένη και εσταυρωμένη Αγάπη. «Ο Θεός αγάπη εστίν».

Ο μοναχός διά της εν Χριστώ αγάπης και της προσευχής βιώνει τις θλίψεις του κόσμου, συμμετέχει σε αυτές και ικετεύει τον Θεό να εκχύσει το έλεός Του σε όλους τους ανθρώπους της γης. Έτσι ζει την αληθινή παγκοσμιότητα και οικουμενικότητα.

Το Άγιον Όρος μέσα από την υπερχιλιόχρονη ιστορική ζωή του έχει αναδείξει αναρίθμητες οσιακές μορφές. Στην εισήγησή μας αυτή θα αναφερθούμε στον τρόπο ζωής, την διδασκαλία, αλλά και την οικουμενική διάσταση του προσώπου του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Ο μακάριος Γέροντας έζησε για σαράντα περίπου χρόνια στο Άγιον Όρος, και αποτελεί μία σύγχρονη μαρτυρία ότι ο Αθως δεν παύει να επιτελεί το έργο του, να αναδεικνύει αγίους· αγίους οικουμενικούς, που με τον φωτεινό βίο και την κεχαριτωμένη διδασκαλία τους επηρεάζουν όλη την Εκκλησία μας, η οποία μέσω αυτών σεμνύνεται, λαμπρύνεται και δοξάζεται.

Το να τολμήσει κανείς να παρουσιάσει την πνευματική ζωή του μακαρίου Γέροντος μοιάζει με τυφλό, που προσπαθεί να περιγράψει ένα όμορφο τοπίο. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν, κατά δύναμη, να σκιαγραφήσουμε την πορεία και την προσωπικότητα του μεγάλου αυτού ανδρός ακολουθώντας τα σημάδια που άφησε η επί γης παρουσία του, αλλά και σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων έζησαν κοντά του.

Γεννήθηκε το 1898 στις Λεύκες της Πάρου από ευσεβείς γονείς, την Μαρία και τον Γεώργιο Κόττη. Η μητέρα του ήταν απλή και ευλογημένη ψυχή, ακέραιη και άδολη στον χαρακτήρα, που συχνά έβλεπε υπερφυσικά φαινόμενα, πιστεύοντας φυσικά ότι και οι άλλοι τα βλέπουν.

Έτσι, όταν γεννήθηκε ο Γέροντας, η μητέρα του είδε έναν άγγελο να κατεβαίνει με την πρόθεση να τον πάρει. Στις συνεχείς διαμαρτυρίες της εκείνος της έδωσε ένα κόσμημα σε σχήμα σταυρού και τον πήρε μαζί του. Από τότε, όπως έλεγε, πίστευε ότι ο Φραγκίσκος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Γέροντος, θα ακολουθούσε τον Χριστό.

Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από πατέρα. Μέχρι την πρώιμη εφηβική του ηλικία παρέμεινε στο χωριό. Κατόπιν για να βοηθήσει την πολυμελή οικογένειά του ήρθε στον Πειραιά και εργάστηκε στο Λαύριο, ώσπου κατετάγη στο Ναυτικό. Ύστερα αφού συγκέντρωσε μία μικρή περιουσία έγινε μικροπωλητής-έμπορος.

Στην ηλικία των 23 ετών είδε κάποιο αποκαλυπτικό όραμα. Δύο αξιωματικοί των ανακτόρων του φόρεσαν μία ολόλευκη και πολύτιμη στολή, και αφού τον οδήγησαν να προσκυνήσει τον Βασιλέα, του είπαν ότι «από ’δω και μπρός θα υπηρετείς εδώ». Το όραμα αυτό του μετέδωσε μία υπερφυσική θεία ενέργεια, τον συγκλόνισε και άρχισε να μελετά με ζήλο τα πατερικά βιβλία. Του έκανε εντύπωση η ζωή των αυστηρών ασκητών, τους οποίους ήθελε να μιμηθεί.

Από τότε τετρωμένος θείω έρωτι δεν σκέπτεται τίποτα το κοσμικό. Μοναδικός του πόθος γίνεται ο Χριστός και μοναδική του σκέψη γίνεται το πως και πότε θα γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος. Ο ίδιος λέγει για τον εαυτό του αυτήν την περίοδο της ζωής του. «Εν κόσμω ήμην και εν κρυπτώ δριμείς και αιμάτων πλήρεις αγώνας εποίουν. Ενάτην και κατά δύο ημέρας άπαξ εσθίων. Τα βουνά της Πεντέλης και τα σπήλαια έγνωσάν με ως νυκτικόρακα πεινώντα και κλαίοντα, ζητούντα σωθήναι. Δοκιμάζων, εάν δύναμαι να υποφέρω τους πόνους, να φύγω διά μοναχός εις το Άγιον Όρος».

Η γνωριμία του με έναν Αγιορείτη Γέροντα τον φέρνει, αφού πρώτα μοίρασε την μικρή του περιουσία στους έχοντας ανάγκη, στον ιερό Αθωνα, το Άγιον Όρος. Πρώτος σταθμός του είναι τα Κατουνάκια, η ευλογημένη συνοδία των Δανιηλαίων. Σύντομα όμως φεύγει για την Βίγλα κοντά στην περιοχή της Μεγίστης Λαύρας με σκοπό την σκληρότερη ασκητική ζωή. Ούτε εκεί όμως βρήκε αυτό που ποθούσε. Περιπλανήθηκε στα σπήλαια και τα βουνά του Αθωνα. Ο ίδιος αναφέρει: «Τα σπήλαια ολοκλήρου του Αθωνος με υπεδέχοντο επισκέπτην, βήμα προς βήμα, ωσάν τας ελάφους όπου ζητούν νοτίδα υδάτων να δροσίσουν την δίψα τους, εζήτουν να εύρω πνευματικόν να με διδάξη ουράνιον θεωρίαν και πράξιν».

Ανήμερα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην κορυφή του Αθω συναντά τον πατέρα Αρσένιο, τον μετέπειτα αχώριστο σύντροφο και συνασκητή του. Με την καθοδήγηση του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτου υποτάσσονται στον Γέροντα Εφραίμ, που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στα Κατουνάκια. Την περίοδο διαμονής τους στα Κατουνάκια τον έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό ο Γέροντας Εφραίμ δίνοντάς του το όνομα Ιωσήφ. Για περισσότερη ησυχία και άσκηση αποσύρονται με τον Γέροντά τους στην ερημική Σκήτη του Αγίου Βασιλείου. Με την κοίμηση του Γέροντος Εφραίμ αρχίζει τους μεγάλους πνευματικούς αγώνες.

Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή. Το ιερό ασκητικό αυτό τρίπτυχο, εφαρμοσμένο σε όλο το πλήρωμά του, αποτελούσε για τον μακάριο Γέροντα τον μοναδικό τρόπο ζωής του. Ο ίδιος αναφέρει: «Η τάξις μου ήτο να εσθίω άπαξ της ημέρας, ολίγον με μέτρον, ψωμί και φαΐ. Και κάν Πάσχα ή Απόκρηες, ένα ήτο εις ημάς το φαγητόν. Άπαξ. Και εις όλον το έτος ολονύκτιος αγρυπνία».

Ο ασκητικός και ακριβής τρόπος ζωής του έγινε η αιτία να αναδειχθεί σκεύος της θείας Χάριτος. Ο Θεός του «διήνοιξεν τον νουν», ώστε να κατανοεί τις Γραφές, τα κείμενα των Πατέρων, αλλά και το σημαντικότερο να τα κάνει δικά του προσωπικά βιώματα. Έζησε το πλήρωμα της μοναχικής ζωής, είχε συνεχείς και πάμπολλες αντιλήψεις της θείας Χάριτος. Αγιοφάνειες, αγγελοφάνειες, Θεοφάνειες, εμφανίσεις της Θεοτόκου ήταν για τον μακάριο Γέροντα κάτι το φυσικό.

Συνεχίζεται…