1 Νοεμβρίου 2009. Κυριακή Ε’Λουκά
1 Νοεμβρίου 2009
Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού και της μητρός αυτών Θεοδότης. Οσίου πατρός ημών Δαβίδ του «Γέροντος», του εν Ευβοία άσκήσαντος (†1519). Οσιομαρτύρων Ιακώβου διακόνου, Ιακώβου του εκ Καστοριάς και Διονυσίου (1520). Ιερομαρτύρων Ιωάννου επισκόπου εν Περσία και Ιακώβου του Ζηλωτού. Μαρτύρων Καισαρίου, Αγρίππα, Αδριανού, Δασίου, Σάβα, Σαβινιανού και Θωμά του νηπίου. Κυριαίνης και Ιουλιανής. Ερμηνιγγίλδου και Θεολήπτης.
Απόστολος : Προς Κορινθίους Α’ ιβ’27-ιγ’8
27 Σείς είσθε σώμα του Χριστού, και ο καθένας είναι μέλος του σώματος.
28 Και ο Θεός ετοποθέτησε εις την εκκλησίαν πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα έρχονται αι θαυματουργικαί δυνάμεις, έπειτα τα θεραπευτικά χαρίσματα, παροχαί βοηθείας, διοικητικαί ικανότητες, διάφορα είδη γλωσσολαλιών.
29 Μήπως είναι όλοι απόστολοι; Μήπως είναι όλοι προφήται; Μήπως είναι όλοι διδάσκαλοι; Μήπως όλοι έχουν θαυματουργικάς δυνάμεις; Μήπως όλοι έχουν θεραπευτικά χαρίσματα;
30 Μήπως όλοι έχουν την γλωσσολαλιά; Μήπως όλοι διερμηνεύουν;
31 Να έχετε δε ζήλον προς τα χαρίσματα τα ανώτερα. Και τώρα θα σάς δείξω ένα υπέροχον δρόμον.
1 Εάν μιλώ τάς γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπην, έγινα χαλκός πού δίνει ήχους ή κύμβαλον πού βγάζει κρότους.
2 Και εάν έχω χάρισμα προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλην την γνώσιν, και εάν έχω όλην την πίστιν, ώστε να μεταθέτω βουνά, αλλά δεν έχω αγάπην, δεν είμαι τίποτε.
3 Και εάν μοιράσω σε ελεημοσύνες όλην μου την περιουσίαν, και εάν παραδώσω το σώμά μου διά να καή, αλλά δεν έχω αγάπην, καμμίαν ωφέλειαν δεν έχω.
4 Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι γεμάτη από ευμένειαν, η αγάπη δεν είναι ζηλότυπη, η αγάπη δεν καυχάται, δεν είναι υπερήφανη,
5 δεν κάνει ασχήμιες, δεν ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δεν λογαριάζει το κακόν,
6 δεν χαίρει διά το κακόν, αλλά συγχαίρει εις την αλήθειαν,
7 όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, ελπίζει για το κάθε τι, υπομένει το κάθε τι.
8 Η αγάπη ποτέ δεν θα παύση να υπάρχη. Εάν είναι προφητείαι, θα καταργηθούν· εάν είναι γλώσσαι, θα παύσουν· εάν είναι γνώσις, θα καταργηθή.
Ευαγγέλιον : Κατά Λουκά ιστ’ 19-31
Ο πλούσιος και ο πτωχός Λάζαρος
19 «Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος εφορούσε πορφύραν και λινά ενδύματα και εζούσε καθημερινώς μέσα σε μεγάλην πολυτέλειαν.
20 Κοντά εις την πύλην του ήτο ξαπλωμένος ένας πτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, γεμάτος πληγές,
21 ο οποίος επιθυμούσε να χορτάση από τα ψίχουλα πού έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Ακόμη και τα σκυλιά εσυνείθιζαν να έρχωνται και να γλύφουν τις πληγές του.
22 Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να φερθή από τους αγγέλους εις τον κόλπον του Αβραάμ.
23 Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Εις τον άδην, όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει από μακρυά τον Αβραάμ και τον Λάζαρον εις τους κόλπους του.
24 Και εφώναξε και είπε, «Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρον να βουτήξη την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίση την γλώσσα μου, διότι υποφέρω μέσα σ’ αυτήν την φλόγα».
25 Αλλ’ ο Αβραάμ είπε, «Παιδί μου, θυμίσου ότι σύ απήλαυσες τα αγαθά σου σου εις την ζωήν σου όπως και ο Λάζαρος τα κακά· τώρα όμως αυτός εδώ παρηγορείται και σύ υποφέρεις.
26 Και εκτός από όλα αυτά υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα ώστε να μή μπορούν να περάσουν εκείνοι πού θέλουν να διαβούν απ’ εδώ σ’ εσάς, ούτε και απ’ εκεί σ’ εμάς».
27 Τότε είπε, «Σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, να τον στείλης στο σπίτι του πατέρα μου,
28 διότι έχω πέντε αδελφούς, να τους νουθετήση, διά να μή έλθουν και αυτοί εις τον τόπον αυτόν των βασάνων».
29 Λέγει εις αυτόν ο Αβραάμ, «Έχουν τον Μωϋσήν και τους προφήτας, ας τους ακούσουν».
30 Αυτός δε είπε, «Όχι, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν κάποιος από τους νεκρούς πάη σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν».
31 Αλλ’ ο Αβραάμ του απήντησε, «Εάν δεν ακούνε τον Μωϋσήν και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος από τους νεκρούς».