Κατάθεση Καρδίας, Γέρων Ιωσήφ
30 Οκτωβρίου 2009
Τα χρόνια που έζησα θαρρώ
κοντά ειν΄ ενενήντα
και από αυτά στα σπήλαια,
έζησα τα εβδομήντα.
Ακούστε με τον ευτελή
να πω αυτά που πρέπει
γιατί χρυσός ειν΄ η σιωπή
αλλά η φωνή όταν πρέπει,
αλήθειες λέει δυνατά
καμιά σιωπή ,δε στέκει.
Το δάκτυλο μου , έβαλα
Εις την πληγή που στάζει
και καταθέτω από αρχής
όσα ή καρδιά μου τάζει.
Ως άρχισε ο θόρυβος
δίχως καμιά αιτία
και τα, έβαλε ο μισόκαλος
με τα Όσια και με Θεία.
Μονή αδίκως, στήθηκε
ως ο ληστής στον τοίχο
γιατί το ράσο ειν΄ μοναχά
των μοναζόντων τα αγαθά.
Ο ελάχιστος ξεκίνησα
από την επαρχία,
λίγο φαΐ μα έρωτα, μεγάλο για τα θεία.
Χρόνια εβδομήντα πρόσφερα
και δύο, απ΄ την τη ζωή μου
λέγοντας της Παντάνασσας
μείνε γλυκιά μαζί μου,
σαν με έστειλε στα σπήλαια
σε έρημους και οάσεις
καρδιακές μερόνυχτα
να έχω ακροάσεις.
Η πρόνοια του Πανάγαθου
που μου έδωσε το ράσο,
στο Σταυροβούνι μ΄ έστειλε
στα ουράνια για φθάσω.
Μα η βουλή του η σοφή
που μόνο εκείνος ξέρει
με έφερε στον κήπο της
να ζήσω στο παρτέρι.
Τα άνθη τριγύρω θαυμαστά
και η ευωδία , πλήθος·
με άγιες μορφές ένα σωρό
και με αγώνα, τον καλό
σμίλεψα μες τη νηπτική
θείο δικό τους ήθος.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά
νηστεία και αγρυπνία
ώσπου μια μέρα ένοιωσα
μια άρρητη, ευωδία.
Με προσευχή και δάκρυα
φτάνω στο Βατοπαίδι
βρίσκω χρυσά εκεί
κλειδιά , μου τα, έδωσε
η Κυρία, που μ΄ έφερε
στο σπίτι της, δεν ήταν οπτασία.
Το αρχοντικό Παντάνασσα,
ο χρόνος είχε αγγίξει
μα στα θεμέλια ο σταυρός
το δρόμο είχε ανοίξει.
Κάθε πεσμένο ερείπιο
μια ιστορία κρύβει,
Άγιοι, Όσιοι, βασιλείς
έκλαψαν στο κανδήλι.
Απόταξαν τα εγκόσμια
έζησαν υπέρ φύση
Μοναχική έλαβαν κουρά,
σε κάποιο παρεκκλήσι.
Άρχοντες που με ακούγεται
αν έχετε εσείς ώτα,
καμία πέτρα σήμερα
δεν είναι όπως πρώτα.
Χιλιάδες έρχονται ψυχές
τα βάσανα να αφήσουν
να ελαφρύνουν την καρδιά
και στην Μανούλα, αγκαλιά
θερμή ξανά να ζήσουν.
Στο όρος από δεύτερη
λάμπει σαν να είναι πρώτη
και εις το δρόμο το σωστό
φέρνει και πλούσιο και φτωχό.
Στην προτεραία αίγλη της
μαζί με τα παιδιά μου
φέραμε ευθύς μάνδρα της
λόγια, δεν ειν΄ δικά μου.
Το λάλησαν πριν χρόνια
πολλά, τα χείλη των Αγίων
ότι ο φθόνος άπτεται
ακόμα και τελείων.
Ακόμη ο μισόκαλος
να σκίσει σάρκες θέλει
που άπλωσε στην πατρίδα μας
της προσευχής, η σκέπη.
Ω, τι ακούνε σήμερα
τα γέρικα αυτιά μου
όξος μα και πικρή χολή
να αγγίζει τα παιδιά μου.
Αντί να ακούνε ευχαριστώ
που δίδαξαν τον νόμο
να φτύνουνε τη δεξιά
που έδειξε τον δρόμο.
Πολλά τα χαιρετίσματα
τέκνον γλυκό να δώσεις
του Άγιου Χρυσόστομου
όταν τον πόνο νοιώσεις.
Ζωή σταυραναστάσιμη
παιδί μου των Αγίων
και ο στέφανος που φόρεσες
δεν είναι των δακρύων.
Έχεις ευχή απ΄τον Γέροντα
ακόμα τον δικό μου
σαν γνήσιο εγγόνι του
μα και παιδί δικό μου.
Μνάσων, ο αρχαίος μαθητής