Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως
30 Οκτωβρίου 2009
Η ιστορική κληρονομιά και η προοπτική του μέλλοντος
του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη
Στη χαραυγή του εικοστού πρώτου αιώνα, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως πλησιάζει τη συμπλήρωση δέκα επτά αιώνων ιστορικού βίου. Βέβαια η ιστορία της χριστιανικής εκκλησίας στη θρακική εσχατιά της ευρωπαϊκής ηπείρου διαθέτει καταβολές αρχαιότερες, που συνδέονται με την παράδοση του κηρύγματος του πρωτοκλήτου των αποστόλων, ο οποίος χειροτόνησε και τον πρώτο επίσκοπο του Βυζαντίου, τον απόστολο Στάχυ. Έτσι η αδιάλειπτη παρουσία της χριστιανικής εκκλησίας στο χώρο που ενσωματώνει η αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπίπτει με τις δύο χιλιετίες της χριστιανικής ιστορίας.
Αν ο μελετητής εγκύψει με κάποιο προβληματισμό στην αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος της ιστορικής αυτής διαδρομής, πέρα από τις ευκολίες του συγκινησιακού λόγου και της καπηλείας των εθνικών ευαισθησιών θα βρεθεί αντιμέτωπος με μιά σειρά από διαλεκτικά παράδοξα.
Θα ήθελα να επισημάνω μερικά από αυτά τα παράδοξα, όπως τα συλλαμβάνει η κρίση ενός μελετητή της θύραθεν ιστορίας και παιδείας. Νομίζω ότι στην ανέλιξη της ιστορίας της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως θα μπορούσαν να εντοπιστούν τέσσερις ή πέντε καμπές, των οποίων ο συμβολισμός αλλά και το βαθύτερο νόημα ξεπερνά τις δυνατότητες μιάς απλής συγκυριακής αξιολόγησης.
Η πρώτη καμπή καθορίζεται από τη διαφορετική τύχη της χριστιανικής εκκλησίας στη βυζαντινή Ανατολή σε σχέση με εκείνην της εκκλησίας της Δύσεως. Η επιβίωση και συνέχεια της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για ένδεκα αιώνες διέσωσε την εκκλησία της Νέας Ρώμης ως εκκλησία, ως κοινωνία των πιστών με υπερβατικό κυρίως προσανατολισμό. Στη Δύση η άλωση της Ρώμης το 410 δημιούργησε πιέσεις και αναγκαιότητες που τελικά επέβαλαν τη μεταβολή της εκκλησίας σε πολιτεία, με αποτέλεσμα –τραγικό πραγματικά για τη δυτική χριστιανοσύνη– την απώλεια ουσιωδών στοιχείων της πνευματικής της υπόστασης. Η αγωνία του ιερού Αυγουστίνου να εξηγήσει εσχατολογικά την άλωση της Ρώμης και τις συνέπειές της εκφράζει, νομίζω, τον βαθύτερο φόβο για το ενδεχόμενο αυτής της μελλοντικής αλλοτρίωσης –που τελικά δεν αποφεύχθηκε. Στο Βυζάντιο η αυτοκρατορία, επιτελώντας τις εγκόσμιες λειτουργίες της, τις λειτουργίες ουσιαστικά του ξίφους, διεφύλαξε την εκκλησία από αντίστοιχη αλλοτρίωση και της άφησε ανοιχτή τη διέξοδο της «ερήμου», της αντίστασης δηλαδή προς τις σκοπιμότητες του κόσμου. Αυτό, πιστεύω, από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο έως τον Μάρκο τον Ευγενικό, έσωσε την χριστιανική υπόσταση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και διετήρησε αλώβητη την πνευματική της παρακαταθήκη, τη διετήρησε δηλαδή ως «ολκάδα των θελόντων σωθήναι» και όχι ως οργανισμό εγκόσμιας ισχύος, όπως είχε μεταβληθεί στο τέλος του Μεσαίωνα η Εκκλησία της Ρώμης.
Ακολουθεί η δεύτερη καμπή που συνδέεται με τη φοβερή στιγμή της πτώσης: μέσα στο πένθος της καταστροφής, τη στιγμή που ένας αλλόθρησκος κατακτητής επιβάλλει με τη βία τον πολιτισμό του συμπιέζοντας για να εξαφανίσει τον πολιτισμό της χριστιανικής αυτοκρατορίας, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως αναδέχεται την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως γίνεται πράγματι οικουμενικό όταν εξαφανίζεται η οικουμενική αυτοκρατορία. Το 1453 η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε αντιμέτωπη με διλήμματα αντίστοιχα προς εκείνα που είχε αντιμετωπίσει η Εκκλησία της Ρώμης το 410: πώς να συνδυάσει την πνευματική διαποίμανση του χριστιανικού λαού με την πολιτική ηγεσία του Ορθόδοξου γένους στο αλλόθρησκο κράτος. Στη συγκυρία του 1453 ο σταυρός του μαρτυρίου διέσωσε την Εκκλησία κυρίως ως «εκκλησία των του Χριστού πενήτων».
Παρά τις ποικίλες αλλοτριώσεις που επέφερε η άσκηση της ηγεσίας των υποδούλων υπό το καθεστώς του ανατολικού δεσποτισμού, αλλοτριώσεις που καταγράφονται με λεπτομέρειες στα στηλιτευτικά κείμενα κατά των κακών κληρικών σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Μεγάλη Εκκλησία «εν αιχμαλωσία» δεν έχασε ποτέ την εσώτερη πνευματική της υπόσταση διότι πρωταρχική της μέριμνα παρέμεινε η διαποίμανση και η διάσωση του χριστιανικού λαού και όχι η άσκηση εγκόσμιας εξουσίας. Ο ισχυρισμός θα μπορούσε να τεκμηριωθεί διεξοδικά, το έργο αυτό όμως δεν είναι της στιγμής. Ο γνώμονας αυτός της δράσης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ως εθναρχούσας πλέον εκκλησίας στο οθωμανικό κράτος, μπορεί να εξηγήσει σε ευρύτατη βάση πολλές φαινομενικά αντιφατικές επιλογές, όπως οι Καλβινίζουσες πρωτοβουλίες του Κύριλλου Λούκαρη τον δέκατο έβδομο αιώνα ή τον επόμενο αιώνα τα ανοίγματα προς τον Διαφωτισμό ως το 1789.
Η επόμενη καμπή στην ιστορική ζωή της Μεγάλης Εκκλησίας συντελείται τον δέκατο ένατο αιώνα, με άξονα την αντιπαράθεση προς τις εγκόσμιες αξίες του εθνικισμού. Για την αντινομία μεταξύ της εθναρχικής παράδοσης της Μεγάλης Εκκλησίας και του εθνικισμού έγραψα παλαιότερα και δεν θα επανέλθω εδώ. Ας υπογραμμιστεί απλώς για άλλη μιά φορά η ριζική αντίθεση μεταξύ των χριστιανικών αξιών, του υπερβατικού προσανατολισμού και της οικουμενικότητας του χριστιανισμού δηλαδή και των αξιών του εθνικισμού, έντονα εγκόσμιων, βίαιων, στενά τοπικιστικών. Ως αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης προς τον εθνικισμό, με πρώτο τον ελληνικό, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως απώλεσε από το κλίμα της τις εκκλησίες των νέων εθνικών κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, έχασε δηλαδή μεγάλο μέρος του ποιμνίου και της εγκόσμιας ισχύος που της εξασφάλιζε παλαιότερα η εθναρχική παράδοση. Από την απώλεια αυτή όμως η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, ως χριστιανική εκκλησία, βγήκε τελικά κερδισμένη: διασώθηκε από την πνευματική αλλοτρίωση που επέβαλε στις κατά τόπους, εθνικές πλέον, εκκλησίες ο εθνικισμός και έτσι, ενώ γύρω του η μία εκκλησία μετά την άλλη απεκδύονταν ουσιαστικά τον χιτώνα των χριστιανικών αξιών και απέβαιναν έρμαια των φυλετικών παθών και της ιδιοτέλειας της πολιτικής, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως απέμεινε φρουρός του οικουμενικού χριστιανισμού. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως υπό την ηγεσία πατριαρχών σαν τον Γρηγόριο Ε΄ και τον Ιωακείμ Γ΄ αντιστάθηκε στη «νεωστί αναφανείσαν λύμην» του εθνικισμού, αλλά γνώρισε τον πειρασμό πολύ έντονα στα χρόνια 1919-1922 επί πατριαρχίας ιδίως του Μελετίου Δ΄. Τραγική απόληξη αυτής της θυελλώδους περιπέτειας υπήρξε η έξοδος του ποιμνίου της Μεγάλης Εκκλησίας από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Η Μεγάλη Εκκλησία απέμεινε κιβωτός της Ρωμιοσύνης της Πόλης που συντηρούσε τις παραδόσεις του γένους, την παιδεία, τη φιλανθρωπία, την κοινωνική ευπρέπεια, απαλλαγμένες από την ισοπέδωση των εθνικών σκοπιμοτήτων. Σ’ αυτή τη νέα φάση της ιστορίας της μετά το 1923 η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, οχυρωμένη από τη Ρωμιοσύνη της Πόλης, διασωσμένη από τους πειρασμούς του εθνικισμού γίνεται επίκεντρο της Ορθόδοξης διασποράς, μιά εκκλησία πράγματι οικουμενική.
Αξίζει να αναφερθούμε κάπως αναλυτικότερα σ’ αυτή τη νέα υπόσταση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως μετά το 1923. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπό τις νέες συνθήκες της λειτουργίας του στην Τουρκική Δημοκρατία, που επιβλήθηκαν από τη Συνθήκη της Λωζάνης, απέμεινε η μόνη Εκκλησία στον Ορθόδοξο κόσμο που δεν ήταν προσδεδεμένη σ’ ένα εθνικό κράτος. Ενώ οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με πρώτη την Εκκλησία της Ελλάδος, λειτουργούσαν πλέον ως εθνικές εκκλησίες και απέβλεπαν κατά πρώτο λόγο στην εξυπηρέτηση των εθνικών επιδιώξεων των κρατών με τα οποία ταυτίζονταν, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως παρουσιάζει το υπόδειγμα μιας εκκλησίας η οποία παρέμενε αυστηρά σε απόσταση από τις εγκόσμιες αξίες του εθνικισμού και ως εκ τούτου λειτουργούσε ως αυθεντικός διερμηνευτής των χριστιανικών αξιών και της χριστιανικής παράδοσης. Οχυρωμένο από τον χαρακτήρα του ως αυθεντικά χριστιανικής παρά εθνικής εκκλησίας το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μπόρεσε στην περίοδο των πιέσεων, διώξεων και της σχεδιασμένης από το τουρκικό κράτος τακτικής της συρρίκνωσης και εξαφάνισης της παρουσίας του, να λειτουργήσει ως ο γνήσιος και έγκυρος εκφραστής της κανονικής συνείδησης της Εκκλησίας. Η επιτέλεση της αποστολής αυτής με ακρίβεια και αυστηρή προσήλωση στην τήρηση των ιερών κανόνων επιβεβαίωσε, παρά τις αντιξοότητες, την αδιαμφισβήτητη άσκηση της ηγεσίας του Ορθόδοξου κόσμου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη διαδρομή του ενός σχεδόν αιώνα που διέρρευσε ήδη από το 1923.
Η δίνη της ιστορίας όμως επιφύλασσε και άλλες εγκόσμιες δοκιμασίες στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: 1955, 1964, 1974, οι τραγικοί σταθμοί της διαρροής της Ρωμιοσύνης της Πόλης, της Ρωμιοσύνης που και μετά τα όργια των αναμοχλευμένων παθών του Σεπτεμβρίου του 1955, άντλησε από τα αποθέματα της ιστορίας και της πίστης το θάρρος και τη δύναμη να ανοικοδομήσει τα ιερά της και να ξαναοργανώσει τη συλλογική ζωή της. Μετά το 1974 όμως, στη διαδρομή της πατριαρχίας του Δημητρίου Α΄, διαρρέει η τελευταία Ρωμιοσύνη της Πόλης, αφήνοντας κλειστές τις εκκλησίες, τα σχολεία και τα κοινοτικά ιδρύματα, αμίλητους αλλά εύγλωττους μάρτυρες μιάς λαμπρής ιστορικής πορείας. Η διαρροή της Ρωμιοσύνης της Πόλης αφήνει το Φανάρι φύλακα των ιερών και των οσίων του γένους και καθιστά τη μουσουλμανική Πόλη, κάπως παράδοξα, χώρο προσκυνήματος της Ορθόδοξης διασποράς, σημειώνοντας μιά ακόμη καμπή στη μακραίωνη ιστορία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι εγκαινιάζεται η νέα διακονία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στην τρίτη χιλιετία: να αποβεί, μέσα στην ταπείνωση που της επιβάλλει μια κοινωνία που αποδεικνύεται αδύναμη να εγκολπωθεί τις αξίες του πλουραλισμού και της ανοχής, χώρος καθαγιασμού και προσκυνήματος ενός ευρύτερου Ορθόδοξου κόσμου, που τον προσδιορίζουν οι συνάφειες της κοινής θρησκευτικής ταυτότητας και όχι τα μίση εθνικιστικών ανταγωνισμών. Ως επίκεντρο και χώρος προσκυνήματος μιάς οικουμενικής ορθόδοξης διασποράς, πανορθόδοξης και όχι μόνο ελληνικής εθνικής προέλευσης, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως θα μπορούσε να αντλήσει και τις ανθρώπινες δυνάμεις, που η Ρωμιοσύνη της Πόλης και των νησιών δεν μπορεί να προσφέρει πλέον παρά σε περιορισμένη κλίμακα, για να αναδημιουργήσει, με όργανο την ελληνική λόγια εκκλησιαστική γλώσσα, την φαναριώτικη πνευματική και εκκλησιαστική παράδοση. Η πανορθόδοξη διασπορά που θα στρέφεται προς την Πόλη και το Φανάρι για τον καθαγιασμό της, την καλλιέργεια του πνευματικού της φρονήματος και την τόνωση της Ορθόδοξής της συνείδησης καθίσταται έτσι αγωγός της φαναριώτικης αισθητικής, πολιτισμικής και πνευματικής παρακαταθήκης. Με αυτό τον τρόπο πνευματικού και εκκλησιαστικού εγκοινωνισμού δημιουργούνται οι μηχανισμοί της αναπαραγωγής και της διεύρυνσης του γένους των Ορθοδόξων, με ιερή κιβωτό τους χώρους λατρείας, τα προσκυνήματα, τα αγιάσματα, τα εκπαιδευτήρια και τους κοινοτικούς θεσμούς της Ρωμιοσύνης, αλλά και τη βυζαντινή καλλιτεχνική παρακαταθήκη και την περιρρέουσα ιστορική ατμόσφαιρα που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί με την υποβλητικότητά της τον αποφασιστικό παράγοντα στη διάπλαση των συνειδήσεων. Οι λόγοι αυτοί είναι που καθιστούν επιτακτική την επαναλειτουργία της θεολογικής σχολής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στη νήσο Χάλκη των Πριγκηποννήσων. Πρόκειται για μια αναγκαιότητα που συνδέεται με την ίδια την επιβίωση μιας πνευματικής συνιστώσας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Όταν οραματίζεται κανείς το μέλλον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως με αυτούς τους όρους, που απορρέουν από τους δέκα επτά αιώνες της ιστορίας της, συναισθάνεται πραγματικά ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Αυτή είναι η πίστη των Ορθοδόξων. Θα μπορέσει η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως να αντισταθεί στην κακία των καιρών, δηλαδή στις αντιξοότητες των συγκεκριμένων πρακτικών και κοινωνικών συνθηκών, ιδίως στα κύματα του φανατισμού που την περισφίγγουν, αλλά και στους πειρασμούς του κόσμου, που πολύ έντεχνα και αφοπλιστικά απειλούν να αλλοιώσουν και να αποστραγγίσουν τη βαθύτερη πνευματική της υπόσταση που υπήρξε και η ακατάβλητή της δύναμη; Αν η ιστορία, στις φαινομενικά παράδοξες μεταπτώσεις της οποίας αναφερθήκαμε σ’ αυτές τις σελίδες, αποτελεί κάποιου είδους ένδειξη και για τη μελλοντική φορά των πραγμάτων, η απάντηση είναι θετική. Και θετική θα αποβεί η έκβαση αυτή σε πολλά επίπεδα, και όχι μόνο στο επίπεδο των πολιτικών σκοπιμοτήτων, και για την ευρύτερη κοινωνία της οποίας θεσμός είναι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η Τουρκία, περιφρουρώντας το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως κέντρο της Ορθόδοξης διασποράς αλλά και ως θεματοφύλακα της κανονικής τάξεως στον Ορθόδοξο κόσμο γενικότερα, θα καθιστά η ίδια πράξη την πρόκληση της θρησκευτικής ανοχής που από την εποχή του John Locke και του Pierre Bayle αποτελεί την αποφασιστική δοκιμασία μιας πολιτικής κοινότητας που γνωρίζει να πραγματώνει την κοινωνική ειρήνη μετερχόμενη τις αξίες του ανθρωπισμού και όχι τους μηχανισμούς του φόβου και του αυταρχισμού. Αυτή είναι η ελπίδα τουλάχιστον όσων έχουν συναίσθηση της αξίας μιας βαρειάς ιστορικής και πνευματικής παρακαταθήκης με ανυπολόγιστη αξία για την Ευρώπη, για τον χριστιανικό κόσμο στο σύνολό του αλλά και για έναν ευρύτερο κόσμο θρησκευτικού πλουραλισμού και συνάντησης των πνευματικών παραδόσεων, έναν κόσμο που ζει με την ελπίδα της καταλλαγής και του διαλόγου για την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Πηγή: http://www.thyateira.org.uk/index.php?option=com_content&task=view&id=518&Itemid=5