Η ζωή του μεγάλου μοναστηριού
27 Οκτωβρίου 2009
…Η λέξη μοναστήρι φέρνει σ’ εμάς τους ορθόδοξους μιαν ορισμένη αρχιτεκτονική εικόνα: μεγάλο τετράγωνο από ενωμένα κελιά, η αυλή κλεισμένη μέσα στα κελιά, και στη μέση της αυλής η εκκλησία. Αν σ’ αυτά προσθέσωμε τα θεμελιώδη μοτίβα του μοναστηριού, τον ξύλινο εξώστη που απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη στο εξωτερικό των κελιών, τα τόξα και το κυπαρίσσι, έχουμε το μοναστήρι, την κοινή αντικειμενική εικόνα, το ρομαντικό σκιαγράφημα που βρίσκεται μέσα στο νου των Ελλήνων. Πόσα όμως νέα σχήματα δημιουργεί επάνω σ’ αυτόν το θεμελιώδη τύπο του μοναστηριού ο καιρός, ποιους πλουτισμούς μπορεί να πάρει ο ρυθμός, το βλέπομε στο Βατοπαίδι. Εδώ ο καιρός είχε φαντασία. Προσθέτοντας ανάλογα με την ανάγκη, έφτιασε μια πόλη ολόκληρη, όπου τίποτε δεν είναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικό ή ξένο. Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολώνες, χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματα τους μέσα σε μια γενική αρμονία, σ’ έναν, ας τον πούμε έτσι, αγιορείτικο ρυθμό. Ο Καιρός έχει την αισθητική του. Και την επιβάλλει. Πόσο αυτά τα σχήματα βοηθούνε το ένα το άλλο! Πως βρίσκομε την ενότητα σε τόσο πλήθος μορφών! Πόσο άνετα, μέσα στην απέραντη αυλή, υψώνεται το πάμπυκνο τούτο δάσος των κτιρίων, και πως όλο έξαφνα ζωντανεύει, όταν από το ύψος του αρχαίου καμπαναριού η μελωδική κωδωνοκρουσία καλεί τους μοναχούς στην προσευχή !
Είναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στον ήλιο ένας-ένας και πηγαίνουν στο Καθολικό, που στέκει με το βαθύ κόκκινο χρώμα του στην αυλή. Η πυκνή μοναστική πόλη ξύπνησε από τη νάρκη του μεσημεριού. Εσπερινός. Πρώτα φαίνονται οι γέροι. Τους χρειάζεται ώρα να φτάσουν, και ξεκινούν νωρίς. Έπειτα ακούγεται το στερεό και γρήγορο βήμα των νέων. Τα νιάτα τους δεν ξεχνούν το λύγισμα τους μέσα στο ράσο. Μερικοί απ’ αυτούς είναι ανήσυχες σερπαντίνες, άλλοι κρατούν το παράστημα ολόισο, λεπτό και σεμνό κιονίσκο βυζαντινού τρούλου. Η φορεσιά τους περιποιημένη. Το ράσο κατακαίνουργο. Το επανωκαλύμαυχο άψογο. Είναι αυστηρό το πρωτόκολλο στο Βατοπαίδι.
Όταν μπήκα στο Καθολικό κι είδα τους μαύρους των ίσκιους να γεμίζουν το εσωτερικό του ναού κρυμμένοι στα στασίδια, εντοιχισμένοι, θάλεγε κανείς, δίστασα να πάρω τη θέση που μου έδωκαν σ’ ένα στασίδι. Εκτελούσαν την ακολουθία του εσπερινού με σοβαρότητα, όπως ο καλός τεχνίτης το έργο του. Ένιωθα λοιπόν πως κανένας λαϊκός δεν έχει δουλειά εκεί. Εζήτησα κάποια γωνιά. Όλες οι γωνιές ήταν πιασμένες. Όλα τα σκοτάδια είχαν καλόγερους. Με δυσκολία βρήκα ένα απόμακρο στασίδι για να παρακολουθήσω όλη αυτή την τελετικήν αυστηρότητα. Οι καλόγεροι είναι τοποθετημένοι, όπως πάντα, κατά τάξιν ιεραρχίας και άξιας. Λάθη στο πρωτόκολλο δεν επιτρέπονται. Όρθιοι κρατούν τα στασίδια τους. Το κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα με τη μοναστηριακή παράδοση του. Ο κανονάρχης, που είναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει αδιάκοπα από το δεξιά στον αριστερό ψάλτη, επειδή ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να κανοναρχήσει και στους δυό. Ήσυχα ανεμίζεται στις πλάτες του το ειδικό του ένδυμα, μαύρος αυλακωτός μανδύας, προορισμένος μόνο γι’ αυτή την υπηρεσία, Στον πρώτο νάρθηκα, στη «λιτή», στέκουν οι κουρασμένοι, οι ολιγώτερο χρήσιμοι για την ακολουθία. Στον εξωνάρθηκα, οι εντελώς γέροι. Δε θέλω να κρίνω την ψαλμωδία. Η μουσική αυτή, με την ανατολική της τεχνοτροπία, που δεν υπακούει σε κανόνα, όπως όλες οι ανατολικές, είναι μια παράδοση και έχει την αξία των παλιών πραγμάτων. Ας μη ζητούμε τη μουσική αξία της βυζαντινής ψαλμωδίας, τουλάχιστον στο Άγιον Όρος. Περιπλεγμένη με τα ελαττώματα που βλασταίνουν άφθονα με τον καιρό γύρω στις ακαλλιέργητες παραδόσεις, έγινε μια λαϊκή τέχνη, χωρίς σχεδόν μελωδική γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, εκτελεσμένη με ατημελησία, που την κάνει πιο άμορφη και σκοτεινή. Δεν παύει όμως να είναι κάτι παλιό, και σαν παλιό να έχει το μοναστηριακό του χαρακτήρα, ο οποίος, μαζί με τις μαύρες σκιές των καλόγερων, με τις άσπρες γενειάδες, με το αυστηρό τυπικό, συντελεί για να διεγείρει το μυστήριο. Όλα είναι μοναστηρίσια, όλα αυστηρά και θλιβερά εκεί μέσα. Δειλινό. Ας λάμπει έξω ο ήλιος, ας πρασινίζουν οι ράχες, ας πηδά το κύμα. Το μοναστήρι έχει την εργασία του. Ο εσπερινός κρατεί ώρα πολλή. Ενώ οι καλόγεροι διαβάζουν και ψέλνουν, ο μετέωρος Παντοκράτορας, από το ύψος όπου τον ανέβασαν οι αρχιτέκτονες των πεταχτών τρούλων. αγρυπνεί σε όλην αυτή την τυπικότητα, ακούει, βλέπει, και είναι αυστηρός για κάθε παράλειψη, για κάθε μετάνοια που δεν ήταν τόσο βαθειά ώστε να πονέσουν τα κόκαλα των γονάτων!
ΖΑΧ. ΠΑΠΑ Ν ΤΩ Ν I ΟΥ, Το Άγιον Όρος (Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τομ. 74, τεύχος 875, Χριστούγεννα 1963 – Αφιέρωμα στη χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους).