Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (14) – Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή
25 Οκτωβρίου 2009
Η ΥΠΑΚΟΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΩΣΗΦ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗ
Η υπακοή είναι το θεμέλιο του μοναχισμού. Δεν μπορεί να εννοηθεί ο μοναχισμός δίχως την άσκηση της υπακοής. Η υπακοή αποτελεί το μυστήριο της μοναστικής ζωής, που λίγοι γνωρίζουν και βιώνουν το βάθος του. Η καλογερική δεν μαθαίνεται διανοητικά· παραδίδεται βιωματικά από τον Γέροντα στον υποτακτικό. Ο μοναχός κατά την κουρά του υπόσχεται ενώπιον του θυσιαστηρίου υπακοή μέχρι θανάτου στον Γέροντα και την αδελφότητα. Αυτή η υπόσχεση δεν είναι μικρή υπόθεση· σε αυτήν κρύβεται η ζωή, η πνευματική προκοπή, η ανάσταση, αλλά και ο πνευματικός θάνατος του μοναχού. Η ζωή στο κοινόβιο, στην σκήτη, στο κελλί, διά της υπακοής εξωραΐζεται και γίνεται παραδεισένια· όταν όμως επικρατεί η παρακοή και η αντιλογία, τότε γίνεται δυσβάστακτη, ανυπόφορη.
Δύσκολος ο λόγος περί της υπακοής! Αν δεν φωτισθεί από τον Θεό ο νους του ανθρώπου, και τους ίδιους τους αποστόλους να είχε ως διδασκάλους γι’ αυτό το θέμα, δεν θα μπορούσε να κατανοήσει τίποτε, και ίσως θα τους λιθοβολούσε, όπως λέγει ο άγιος Ιγνάτιος Μπραντζιανίνωφ.
Θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία μας με την υπακοή σύμφωνα με την διδασκαλία ενός ησυχαστού, του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. Ίσως φαίνεται αντινομική και αντιφατική αυτή η παρουσίαση, και δικαίως μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, τι μπορεί να πει ένας ησυχαστής για την υπακοή. Όμως στην πραγματικότητα η ησυχία είναι συνυφασμένη με την υπακοή. Η ησυχία παρέχει τον τρόπο της ενώσεως με τον Θεό. Η υπακοή δίνει την αιτία και την συντήρηση αυτής της ενώσεως. Βάση της υγιούς ησυχίας είναι η αληθινή υπακοή, ενώ η νόθος και νοσηρά υπακοή οπωσδήποτε δεν οδηγεί στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Κατ’ αρχάς ο μοναχός εισερχόμενος στο στάδιο της υπακοής πρέπει να παραδώσει τον εαυτό του σε αυτήν, αφού γνωρίσει, έστω και εν μέρει, το θεολογικό και ανθρωπολογικό υπόβαθρό της.
Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής θεωρεί «όντως μέγα κατ’ αλήθειαν το μυστήριον της υπακοής». Η υπακοή έχει Χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Στηρίζεται στους λόγους του Κυρίου: «Ο ακούων υμών εμού ακούει και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί». Ο υπάκουος μοναχός μιμείται τον Χριστό, ο οποίος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Δεν πρέπει ο μοναχός, που θέλει να μυηθεί στο μυστήριο αυτό, να βλέπει με τα κριτήρια της λογικής, ή ακόμη και ως έναν απλό άνθρωπο τον Γέροντα. «Η υπακοή ή η παρακοή δεν σταματά εις τον Γέροντα, αλλά δι’ αυτού ανατρέχει εις τον Θεόν». Ο Γέροντας έχει θέση Χριστού. Στο πρόσωπο του Γέροντος ο υποτακτικός βλέπει τον ίδιο τον Χριστό. «Με τόσην αγάπην οφείλει να αποβλέπη εις τον Γέροντα ως να βλέπη τύπον Χριστού».
Ο μακάριος Γέροντας δεν θεωρούσε την υπακοή των λογικών όντων ως εκπλήρωση εντολής από υφισταμένους προς ανώτερη αρχή, αλλά ως κάτι ουσιωδέστερο και υπαρξιακό. Έλεγε ότι, «τα ολέθρια αποτελέσματα της παρακοής, που έκαναν να διαφθαρεί όχι μόνο αυτός ο παράγοντας της αρνήσεως, ο άνθρωπος, αλλά και πάντα τα λίαν καλά επίγεια, μας πείθουν ότι η υπακοή είναι ο λόγος και το μέσο της επανασυνδέσεως των κτισμάτων με τον Κτίστη τους. Τα κτίσματα μένουν στην αρμονία και την ζωή, μόνο εφόσον παραμένουν συνέχεια σε επαφή με τον Θεό και δέχονται την επίδρασή Του. Η υπακοή λοιπόν έχει οντολογικό χαρακτήρα. Δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο νόμος της εξαρτήσεως και ο πόρος της ζωής των λογικών όντων, ενώ η παρακοή, και άρα η διακοπή της εξαρτήσεως αυτής, προξενεί την φθορά και τον θάνατο».
Η υπακοή αποτελεί ένα μυστήριο ακόμη και για την σχέση, που διέπει τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Ο Υιός δεν ήρθε να κάνει το θέλημά Του, αλλά το θέλημα του πέμψαντος Πατρός. Το Άγιο Πνεύμα δεν θα πει τίποτε αφ’ εαυτού, αλλά όσα ακούσει από τον Πατέρα. Ο Γέροντας επέμενε ότι η υποταγή του Θεού Λόγου προς τον ομότιμο Πατέρα δείχνει ότι η υπακοή είναι ένα μυστήριο.
Η υπακοή δεν συμβαδίζει με την λογική. Σύμφωνα με τους νόμους της λογικής θεωρούμε ότι ένα πράγμα είναι άσπρο, το άλλο μαύρο, διακρίνουμε το φως από το σκοτάδι. Διά της υπακοής πρέπει να φύγει κάθε δίκαιο (δικαίωμα) από τον υποτακτικό και να ταυτιστεί η γνώμη του υποτακτικού με την γνώμη του Γέροντός του. Ο μακάριος Γέροντας έλεγε ότι ο υποτακτικός πρέπει «να πεισθή να ονομάζη το φως σκότος και το σκότος φως. Να φύγη κάθε δικαίωμα. Και να σβήση τελείως η έπαρσις. Να γίνη μωρός εν πλήρει συνέσει».
Την άσκηση της υπακοής για την απόκτηση αυτής της συνετής μωρίας, της εγκολπώσεως του γνησίου ταπεινού φρονήματος, την θεωρούσε ως «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών». Ο Γέροντας θεωρούσε ότι όσο παράλογο και να είναι το προστασσόμενο, δεν μπορεί να βγεί κακό από την υπακοή. Έλεγε ότι «αυτός που υπακούει, ας είναι και στραβή η εντολή, θα του βγει σε καλό για την υπακοή και μόνο». Και στην περίπτωση που ο Γέροντας δεν είναι έμπειρος στην πνευματική ζωή ή ακόμη και πολλές φορές αδιάφορος, ο υποτακτικός δεν βλάπτεται από την υπακοή του. Ο Γέροντας τόνιζε: «Όστις προστάζει θα απολογηθή, εάν καλώς ή κακώς επρόσταξεν. Συ θα απολογηθής, εάν καλώς ή κακώς υπήκουσες». Εξάλλου μέσα στην ζωή της Εκκλησίας έχουμε παραδείγματα μοναχών, οι οποίοι έζησαν στην υπακοή Γερόντων που ήταν απότομοι, θυμώδεις, στρυφνοί χαρακτήρες και αμελείς, αλλά τελικά αναδείχθησαν υποδείγματα υποτακτικών, όπως ο άγιος Ακάκιος ο εν τη Κλίμακι.
Η υπακοή ουσιαστικά είναι η εκούσια εκκοπή του ιδίου θελήματος. Το ίδιον θέλημα εφαρμοσμένο, το θεωρούσε ο Γέροντας ως θάνατο της ψυχής. Το ίδιον θέλημα δημιουργείται, όταν κάποιος πιστεύει, αναπαύεται με την δική του γνώμη. Γι’ αυτό και κάποιο υποτακτικό τον συμβούλευε: «Να παραιτήσαι από κάθε γνώμην ’δικήν σου διά να μην σου γίνεται θέλημα».
Όταν εφαρμόζεται η υπακοή, εκδηλώνεται η αγάπη και η πίστη προς τον εντολοδότη. Έλεγε: «Αγάπη πρακτική χωρίς υποταγή δεν γίνεται. Πώς είναι δυνατόν να προσφέρεις αγάπη και να διακονήσεις αν δεν υποταχθείς στο θέλημα του άλλου; Κάθε κίνηση πρακτικής αγάπης είναι διακονία. Αυτό σημαίνει ότι οι υπήκοοι προσφέρουν διπλή ενέργεια· πρακτική πίστη σε αυτόν που προστάζει και εφαρμοσμένη αγάπη με την προσφερομένη διακονία». Αυτή η πίστη και η αγάπη προς τον Γέροντα γεννά και γεννιέται από την υπακοή.
Υπακοή οφείλουν να κάνουν όλοι οι μοναχοί, ανεξαρτήτως πνευματικής καταστάσεως. Η υπακοή είναι για τους αρχαρίους, για τους μεσαίους και για τους τελείους. Βέβαια ο καθένας από αυτούς διαφορετικά αντιλαμβάνεται και μετέχει του μυστηρίου της υπακοής. Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης έλεγε σχετικά: «Ανάλογα με την υπακοή και την πίστη προς τον Γέροντά σου, τόση πνευματική δύναμη θα πάρεις. Έτσι συνέβαινε και με τον Γέροντα (Ιωσήφ). Μας μιλούσε. Μας έλεγε κατά τον βαθμό του. Εμείς καταλαβαίναμε κατά τον βαθμό μας».
Η άσκηση της υπακοής πρέπει να είναι «τελεία και αδιάκριτος εις όλους». Ο μακάριος Γέροντας συμβουλεύει: «Κάμε αδιάκριτα και τυφλά ό,τι σε προστάζει αυτός που έχει την ευθύνην, διά να είσαι συ ανεύθυνος εις τας πράξεις σου». Συνιστούσε την άμεση υπακοή, δίχως ερωτήσεις, αμφιβολίες και πολυεξέταση της εντολής. Ο υποτακτικός του, Γέροντάς μας Ιωσήφ Βατοπαιδινός, αναφέρει σχετικά: «Είχαμε συνηθίσει από την προηγούμενη πείρα και δεχόμασταν τον πρώτο λόγο του ως απόλυτο, χωρίς αντίρρηση. Έτσι όλα γίνονταν “κατ’ ευχήν”, ακόμα και εκεί που υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες στηριζόμενες στην ανθρώπινη λογική».
Η υπακοή είναι κυρίως εσωτερική κατάσταση. Η εκτέλεση της εντολής εξωτερικά, τυπικά, δίχως την εσωτερική οικειοθελή, αποδοχή της δεν είναι ουσιαστικά υπακοή, αλλά πειθαρχία. Και η πειθαρχία, αν εφαρμόζεται στον μοναχισμό, φανερώνει την έκπτωσή του. Ο Γέροντας τόνιζε: «Δεν είναι υπακοή να κάμης αυτήν ή εκείνην την εντολήν, όπου σε επρόσταξαν, και από μέσα να έχης αντιρρήσεις. Υπακοή είναι να υποτάξης το φρόνημα της ψυχής, διά να απαλλαγής από τον κακόν εαυτόν σου».
Συνεχίζεται…