Τα μωσαϊκά του Βατοπαιδίου
25 Οκτωβρίου 2009
…Αυτά τα μωσαϊκά του Βατοπαιδίου είναι τα μόνα που σώζονται στον Άθω, και νομίζω ότι σαν καλλιτεχνικά δημιουργήματα στέκουν σε πρώτη γραμμή. Επάνω σε χρυσό βάθος η Παρθένος μαυροφορεμένη δέχεται τη θεία αγγελία. Στα μάγουλα της δεν υπάρχει το σαρκικό ερύθημα της Δανάης του Κορέτζιο, αίφνης, που δέχεται το μήνυμα του Δία με τη συστολή κόρης οιουδήποτε νοικοκύρη, αφήνοντας συγχρόνως τον απεσταλμένο του θεού να σύρει το λεπτό σεντόνι του παρθενικού της κρεβατιού. Όσο κι αν η τέχνη του μεγάλου Ιταλού ζωγράφου εξαγνίζει και υψώνει τη σάρκα σ’ αυτά όλα, οσφραίνεται κανείς τις αναθυμιάσεις του αίματος. Αλλά εδώ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η Παρθένος του βυζαντινού ζωγράφου είναι πλάσμα εντελώς υπερκόσμιο, πνευματικό, θείο. Δεν υπάρχει Ευρωπαίος κριτικός, που να μην κατηγόρησε τη βυζαντινή ζωγραφική ως φτωχή από κίνηση και ζωή, δούλη ενός κανόνος, μιας αγιογραφικής συνταγής, που μ’ αυτήν ζήτησε να συντηρήσει, να κράτηση, να φυλακίσει το φθίνον πνεύμα, την φεύγουσα ψυχή της πρώτης ακμής της. Αυτά όλα είναι μύθος, ο οποίος δηλοί ακριβώς το αντίθετο. Η αξία της Βυζαντινής ζωγραφικής έγκειται ακριβώς στην εκούσια υποδούλωση της στους κανόνες του ύφους. Δεν υπάρχει μεγάλη καλλιτεχνική δημιουργία παρά μέσα στα όρια απαραβίαστων αξιωμάτων. Όσο περισσότερο μας περιορίζουν, τόση περισσότερη τέχνη χρειάζεται για να βγούμε νικηταί. Οι κλασσικοί δημιουργοί, οι αρχαίοι Έλληνες, δούλεψαν σε τόσους περιορισμούς και σε τόσο άγριους!
Οι Βυζαντινοί σ’ αυτό ακριβώς είναι γνήσιοι απόγονοί τους. Γνωρίζοντας τα υψηλά, μυστικά της αισθητικής πειθαρχίας ή από ένστικτο υποταγμένο στο πνεύμα του Θεού τους, έλυσαν ένα πρόβλημα που ποτέ άνθρωποι δεν θα τολμήσουν να δοκιμάσουν στο εξής. Οι Βυζαντινοί κατασκεύασαν χριστιανική τέχνη. Κάθε τέχνη είναι ειδωλολατρία και σαν τέτοια καταδικάζεται από το πνεύμα της θρησκείας του Σωτήρος. Αλλά το να υπάρχει τέχνη, για τους πολιτισμένους λαούς, είναι ανάγκη τόσο αναπότρεπτη, όσο και η ανάγκη της ζωής. Και να, ο Βυζαντινός υποχρεωμένος να πλάσει μια τέχνη, που θα έκλεινε μέσα της της απαραίτητο ποσόν ζωής, τέχνη, που τα δημιουργήματα της θα είχαν όσο το δυνατό μεγαλύτερη ποσότητα πραγματικότητας, ενώ από το άλλο μέρος θα ξέφευγαν επίσης όσο μπορούσαν από τις μορφές, από τα σχήματα της πραγματικότητας αυτής. Ο Έλληνας ποτέ δεν υπήρξε ωμός ρεαλιστής. Ήταν λοιπόν ο μόνος ετοιμασμένος να λύσει το πρόβλημα της χριστιανικής τέχνης. Η ψηφιδωτή Παναγία της λιτής, κάτω από την οποία είχα μείνει εκστατικός πριν από λίγο, είναι μια μεγάλη απόδειξη. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς πόσο σαγηνεύει το αίνιγμα ενός όντος, που είναι τόσο κοντά στον άνθρωπο, ενώ έχει τη γλυκύτητα της λαϊκής παρθένου, το μελαγχολικό χαμόγελο της αρετής, συγχρόνως δε μια κάποια Αιγυπτιακή ακαμψία στο περίγραμμα, μια περίεργη απλοϊκότης στο σχέδιο, το απομακρύνει τόσο από τα πλάσματα του κόσμου αυτού!
Στα περίφημα ψηφιδωτά της μονής του Βατοπαιδίου είναι και τα μικρά εικονίσματα της Αγίας Άννας και της σταυρώσεως του Σωτήρος, καλλιτεχνικότατες μικρογραφικές ψηφιδώσεις πάνω σε ορθογώνια σανίδας, θαύματα τεχνικής, μοναδικά, στο είδος τους, αριστουργηματάκια, που όμοιά τους δεν εσώθηκαν σε ολόκληρη τη Χριστιανική Ανατολή άλλα, έκτος από ένα, που βρίσκεται στο βήμα του καθολικού της Σερβικής μονής του Χελανδαρίου. Υπήρχε στο Βατοπαίδιο ένα ακόμα, σπανιώτατο, ψηφιδωτό εικονισματάκι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έντεκα εκατοστών πλάτους και ύψους 15, που όμως έκαμε φτερά. Ο αρχιμανδρίτης της μονής Χρύσανθος και οι προϊστάμενοι της μονής νόμισαν ότι πρόκειται περί ατομικής των περιουσίας, και το εδώρησαν στον Νελίδωφ, πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη!
Από τον εξωνάρθηκα του καθολικού περάσαμε στον φωτεινό εσωνάρθηκα και τέλος στο μυστικιστικό ημίφως του νάρθηκος, οπού διαβάζεται το Μεσονυκτικόν κατά τα ξημερώματα. Στο σύνθρονο του βήματος, ο βηματάριος μας έδειξε την εφέστια θεά του Βατοπαιδίου, την Παναγία τη Βηματάρισσα ή Κτιτόρισσα, που, όταν το μοναστήρι καταστράφηκε από βαρβάρους, την έριξαν οι μοναχοί στο πηγάδι με μιαν αναμμένη λαμπάδα! Η παράδοση θέλει να βρέθηκε ύστερ’ από πολλά χρόνια όχι το κόνισμα μόνο, αλλά και η λαμπάδα, αναμμένη μάλιστα, όπως την είχαν πετάξει.
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ (Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τομ. 74, τεύχος 875, Χριστούγεννα 1963 – Αφιέρωμα στη χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους)