Ορθόδοξη πίστη

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (7)

22 Οκτωβρίου 2009

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (7)

st paul

Συνέχεια από (6)

Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Η Εκκλησία γίνεται διά της Ευχαριστίας και διά του αγίου Πνεύματος

Η «καινή κτίσις» (Γαλ. 6,15· Β’ Κορ. 5,17), η αναδημιουργία του κόσμου, η Εκκλησία δηλαδή, αποτελεί το αποφασιστικό στάδιο της όλης θείας οικονομίας, που ήταν βούληση και θέλημα του Θεού προαιώνιο και που πραγματώθηκε στον ενανθρωπήσαντα, σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό («κατά πρόθεσιν των αιώνων, ην [=οικονομίας μυστήριο] εποίησεν εν τω Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών»: Εφεσ. 3,11 και 8-10· 5,14). Στον Χριστό και άρα στην Εκκλησία του εκπληρώνονται οι επαγγελίες και οι προφητείες της ΠΔ (Γαλ. 3,16). Επομένως, γίνεται κατανοητό, γιατί ο Παύλος διά βίου προσεύχεται και προσπαθεί να ζήσει το μυστήριο του Χριστού, ώστε να το ευαγγελισθεί στα Έθνη. «Εμοί… εδόθη η χάρις αύτη, τοις έθνεσιν ευαγγελίσασθαι το ανεξιχνίαστον πλούτος του Χριστού και φωτίσαι πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκριμένου από των αιώνων εν τω Θεώ.» (Εφεσ. 3,8-9).

Ο Χριστός, βέβαια, τον οποίον ευαγγελίζεται ο Παύλος είναι ο αναστημένος, ο μεταδιδόμενος στους ανθρώπους, ο Χριστός που συνεχίζει την παρουσία του στον κόσμο ως Εκκλησία. Είναι παρών ως κεφαλή της Εκκλησίας, η οποία συνιστά το σώμα του (Εφεσ. 1,22-23). Ο Θεός Πατέρας «έδωκεν αυτόν (= τον Υιό-Χριστό) κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστίν το σώμα αυτού» (στο ίδιο). Έχει μεγάλη θεολογική σημασία ο παύλειος χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ως σώματος (Κολ. 1,18). Δεν υπάρχει σώμα χωρίς κεφαλή, ούτε κεφαλή χωρίς σώμα. Αυτό προϋποθέτει την λειτουργία του αναστημένου διά του αγίου Πνεύματος Χριστού (Ρωμ. 8,11). Πρόκειται για την λειτουργία της μεταδόσεώς του στην θεία Ευχαριστία, διά της οποίας ο Παύλος αποκαλύπτει την αλήθεια της Εκκλησίας. Εκεί όλοι ποτίζονται από το ίδιο «πνευματικόν πόμα», τον Χριστό (Α’ Κορ. 10,4).

Του αναστημένου Χριστού η ανθρώπινη φύση, αγιασμένη ένεκα της ενώσεώς της ασυγχύτως και ατρέπτως με την θεία του φύση, ταυτίζεται με τον άρτο και τον οίνο της θείας Ευχαριστίας («το ποτήριον της ευλογίας») και «τον άρτον ον κλώμεν», «τούτο εστί το σώμα μου», «τούτο εστί το αίμα μου»: Α Κορ. 10,1516) και οι πιστοί κοινωνούν-μετέχουν του Χριστού. Πίνουν και τρέφονται από τον Χριστό (Α’ Κορ. 10,4) και γίνονται «μέλη» Χριστού και ναός του αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 6,9), διότι, μετέχοντας του άρτου και του οίνου της Ευχαριστίας, γίνονται «μέλη του σώματος αυτού (= του Χριστού), εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφεσ. 5,30· Α’ Κορ. 6,19).

Το σώμα όμως του Χριστού, η σάρξ και τα οστά του, πραγματώθηκε κατά την ενανθρώπηση διά Πνεύματος αγίου (το «γεννηθέν» από την Παρθένο Μαρία είναι «εκ Πνεύματος αγίου»· η Παρθένος «ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ πνεύματος αγίου»: Ματθ. 1,18 και 20). Η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πνευματέμφορος και όσοι μετέχουν στην θεία Ευχαριστία, όπου με ειδική ευχή («ευλογία», «ευχαριστία») ο άρτος και ο οίνος γίνονται σώμα και αίμα Κυρίου, έχουν και αυτοί άγιο Πνεύμα, κατοικεί και σ’ αυτούς το Πνεύμα (Α’ Κορ. 3,16· 6,19), γίνονται δηλαδή «μέτοχοι αγίου Πνεύματος» (Εβρ. 6,4). Κι επειδή είναι πνευματέμφοροι όλοι καθοδηγούνται («άγονται») από το εντός τους άγιο Πνεύμα να αναφωνούν «αββά ο Πατήρ» (Ρωμ. 8,1415). Άλλωστε, οι πιστοί όλοι, τα μέλη δηλαδή της Εκκλησίας, βαπτίζονται, για να εγκεντρισθούν (Ρωμ. 11,17 κ.α.) στο ένα «σώμα» του Χριστού, από το ίδιο και διά του ιδίου αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 12,12-13). Το αποτέλεσμα της μυστηριακής αυτής πραγματικότητας είναι ότι λειτουργεί-δρα εντός μας «ο νόμος του Πνεύματος», που είναι η εντός μας «ζωή εν Χριστώ». Τέλος, έτσι γινόμαστε «συγκοινωνοί» του Χριστού και «άγιοι» (Ρωμ. 11,16).

Επανερχόμενοι στο θεμελιώδες παύλειο θέμα της Εκκλησίας, γίνεται σαφές ότι, απ’ όσα λίγα λέχθηκαν, κριτήριο για το τί είναι η Εκκλησία αποτελούν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (ως πραγματικού σώματος και αίματος Κυρίου) και το Βάπτισμα εις το ένα άγιο Πνεύμα.

Η θεία Ευχαριστία, τελούμενη στην εποχή του Παύλου και στους αιώνες όλους μυριάδες φορές, παραμένει καθεαυτή μία, διότι ο άρτος και ο οίνος με την επίκληση του αγίου Πνεύματος («ευχαριστία»: Κολ 4,2· Α’ Κορ. 14,16) γίνονται πάντοτε το ένα θεωμένο και αγιασμένο σώμα του Κυρίου, αποτελούν «κοινωνία του σώματος του Χριστού». Ο «ευλογούμενος» όμως «άρτος» είναι «εις» και το «σώμα» Χριστού, που γίνονται όσοι κοινωνούν τον έναν, τον ίδιο, «άρτο», είναι πάλι «εν», αποτέλεσμα της θαυματουργικής μυστηριακής επεμβάσεως του αγίου Πνεύματος. Διαφορετικά θα έπρεπε οι άρτοι και τα ποτήρια της Ευχαριστίας να είναι άπειρα και άσχετα προς τον Χριστό.

«Εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10,16-17).

Η αριθμητική πολλαπλότητα έως απειρία των κοινών (φυσικών) άρτων και ποτηρίων οίνου, διά της «ευλογίας», «ευχαριστίας», γίνονται πάντοτε «εν σώμα»,το σώμα Κυρίου (Α’ Κορ. 12,14). Και οι μετέχοντες του σώματος του Κυρίου αποτελούν με αυτό ένα και το αυτό σώμα, δηλαδή την Εκκλησία. Οι βαπτισμένοι όλοι, τα πανταχού μέλη της Εκκλησίας, μολονότι «πολλοί» συνιστούν «εν σώμα» (Ρωμ. 12,5). Όλοι κληθήκαμε ν’ αποτελέσουμε «εν σώμα και εν πνεύμα», αφού ένας είναι ο Κύριος, στον οποίο μετέχουμε, και ένα το Βάπτισμά μας (Εφεσ. 4,4-5).Η εσωτερική διάσπαση των ανθρώπων και η αντιπαλότητα μεταξύ τους προήλθε από την πτώση, την απομάκρυνσή τους από τον Θεό, την αυτονόμησή τους από τον Θεό. Και τώρα οι άνθρωποι είναι διακεκριμένα, ιδιαίτερα ο καθένας, πρόσωπα, είναι «μέλη εκ μέρους», αλλά διά της θείας Ευχαριστίας, του «ενός άρτου», αποτελούν όλοι «σώμα Χριστού», διότι σώμα Χριστού έγινε ο με «ευχαριστία» (Α’ Κορ. 14,16· Κολ. 4,2) άρτος, τον οποίο «τρώγομεν» (Ιωάν. 6,54-55.58).Η σχέση αύτη, βέβαια, με τον Χριστό είναι συνέπεια της «κοινωνίας του αγίου Πνεύματος» (Β’ Κορ. 13,13· Φιλιπ. 2,1). Και όταν έχουμε το Πνεύμα-τον Παράκλητο, που αποστέλλει ο Υιός του Θεού (Ιωάν. 14,25-26· 16,13), τότε μόνο είναι βέβαιο ότι είμαστε του Χριστού, ότι κάθε πιστός αποτελούμε «μέλος εκ μέρους» του σώματος του Χριστού (Ρωμ.8,9)

Στις Επιστολές της αιχμαλωσίας ο Παύλος ταυτίζει με απόλυτη σαφήνεια το «σώμα» του Χριστού προς την Εκκλησία, ενώ συγχρόνως ονομάζει κεφαλή της Εκκλησίας τον Χριστό. «Αυτόν (=τον Χριστό) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1,22-23).«Αυτός έστιν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολ. 1,18).

Τονίζει έτσι την αρραγή εσωτερική ενότητα Χριστού και πιστών και ασφαλίζει την αυθεντικότητα της ενότητας αυτής. Στο μυστηριακό σώμα της Εκκλησίας ζώντας οι πιστοί διά του αγίου Πνεύματος αποκτούν την ζωή του Χριστού, όπως εκδηλώθηκε κατά την επίγεια ζωή του και όπως τους την εξηγεί-αποκαλύπτει το άγιο Πνεύμα (Α’ Κορ. 2,10) κατά τις ανάγκες της ιστορικής πορείας της Εκκλησίας.

Οι πιστοί, ζώντας στην Εκκλησία τον Χριστό που αποκαλύπτει το άγιο Πνεύμα και συνειδητοποιώντας εκεί -και μόνον εκεί- την αλήθεια του Χριστού, αυξάνουν εις Χριστόν, στην κεφαλή. Δηλαδή προκόπτουν σ’ ευσέβεια και γνώση της αλήθειας. Έτσι, όσο το σώμα, η Εκκλησία, μένει αρμοσμένη στην κεφαλή, τον Χριστό, ενεργούνται οι «επιχορηγίες» του Πνεύματος (Γαλ.3,5) στους επιμέρους πιστούς («εκ μέρους μέλη») και το όλο σώμα αυξάνει εις Χριστόν (Εφεσ. 4,15-16· Κολ. 2,19). Έτσι εξηγείται η προκοπή σε αγιότητα και η αύξηση-προκοπή σε θεολογική εμβάθυνση στο μυστήριο του Χριστού και της σωτηρίας (Α’ Κορ. 12,8· Β’ Κορ.

4.6). Αυτό γίνεται όμως ως αύξηση εσωτερική με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος, που μόνο αυτό «οδηγεί» «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. 16,14) κι αυτό μόνο «διδάσκει» και «υπομιμνήσκει» όσα «είπε» ο Χριστός και ό,τι είναι ο Χριστός (Ιωάν. 14,26). Το Πνεύμα εργάζεται και λειτουργεί στην Εκκλησία, διότι εκεί είναι ο Χριστός. Οποιοσδήποτε άλλος διδάσκαλος αγνοεί τον Χριστό και ό,τι θα λέει για τον Χριστό θα είναι μη πραγματικό, μη αληθές.

Συνεχίζεται…