Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (12) – Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή
21 Οκτωβρίου 2009
Συνέχεια από (11)
Αρχιμ. Εφραίμ, Καθηγουμένου Ι. Μ. Μονής Βατοπαιδίου
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ
Πρακτικό δείγμα της αληθινής ταπεινώσεως κατά τους αγίους Πατέρες είναι τα δάκρυα. Και ο μακάριος Γέροντας “επόμενος κατά πάντα τοις Αγίοις Πατράσι” γράφει σε ένα πνευματικό του τέκνο περί τούτου: «Της ταπεινώσεως γνώρισμα είναι τα αμέτρητα δάκρυα, όπου επί τρία τέσσαρα έτη τρέχουν εν είδει πηγής. Εξ αυτών γεννάται η αδιάλειπτος προσευχή, η λεγομένη νοερά προσευχή. Όπου μόλις ειπής “Ιησού μου γλυκύτατε!” τρέχουν τα δάκρυα. Μόλις ειπής “Παναγία μου!” δεν δύνασαι να κρατήσης. Οπότε εξ αυτών γεννάται μία γαλήνη εις όλον το σώμα και τελεία ειρήνη». Γι’ αυτό και ο τρισόλβιος Γέροντας πάντοτε συνιστούσε στον προσευχόμενο να προσπαθεί να επιδίδεται στο κλάμα. Διότι κατά την πατερική διδασκαλία ο νους με το αδιάλειπτο πένθος του ανακτά τον φυσικό του φωτισμό, και γίνεται “Χριστονούς”, οπότε η αίσθηση του Θεού που μένει και ενεργεί στην καρδιά του ανθρώπου, μεταφέρει τον μικρό και πεπερασμένο άνθρωπο στα πλαίσια της θεοπρεπείας και θεοειδείας. Ο νους που πενθεί, φωτίζεται, και δέχεται από την μητέρα θεία Χάρη απερίγραπτη παράκληση και παραμυθία κατά το Κυριακό λόγιο: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». «Όταν κλαίης (γράφει ο Γέροντας) με πόνον δριμύν της ψυχής, διότι ημάρτηκας, διότι ελύπησες τον Θεόν, μετά τον κλαυθμόν σε επισκιάζει παράκλησις και παρηγορία. Και τότε ανοίγεται θύρα της προσευχής». Και τονίζει: «Εάν δεν βλέπης τα δάκρυα να χέουν εις κάθε ενθύμησιν του Θεού, αγνωσίαν νοσείς, εξ ου γεννάται υπερηφάνεια και σκληρύνεται η καρδία».
Επί πλέον πρέπει να θεωρείται ως μία σημαντική προϋπόθεση ασκήσεως της ευχής του Ιησού η πνευματική μελέτη, που κατά τον μέγα άγιο ησυχαστή Ισαάκ τον Σύρο, είναι «πηγή της καθαράς ευχής». Ο οσιώτατος Γέροντας Ιωσήφ, αν και όπως αναφέρθηκε, ήταν άμοιρος της κατά κόσμον παιδείας, αγαπούσε υπερβολικά την πνευματική μελέτη και ανάγνωση. Και αυτό το βλέπουμε στις επιστολές του, όπου χρησιμοποιεί πάρα πολλά αγιογραφικά και πατερικά χωρία, αλλά όπως μας διηγείται και ο Γέροντας πολλές φορές στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους, ανάφερε από στήθους ολόκληρα αγιογραφικά και πατερικά χωρία για να τεκμηριώσει ένα πνευματικό θέμα που τους έθιγε.
Ιδιαίτερα επέμενε ο μακάριος σε μία όχι ευκαιριακή αλλά προγραμματισμένη και τακτική μελέτη των θείων Κειμένων. Έγραφε σχετικώς σε μία κατά σάρκα συγγενή του καθηγουμένη: «Την δε κατά μόνας ανάγνωσιν μην την αφήνης ποτέ ότι πολλήν ωφέλειαν έχει. Διότι λαμβάνεις παράδειγμα από τους Αγίους. Βλέπεις ως εις καθρέπτην τα λάθη σου, τας ελλείψεις σου και διορθώνεις τον βίον σου. Είναι η ανάγνωσις φως εις το σκότος». Σε άλλη επιστολή του τονίζει ότι η πνευματική ανάγνωση βοηθεί κατά ένα ουσιαστικό τρόπο την ποιότητα της προσευχής. Γράφει: «Η ανάγνωσις φωτίζει τον νουν και βοηθεί εις την ευχήν» και αλλού: «Εάν τώρα βιάζης τον εαυτόν σου εις την ευχήν και προσεύχεσαι συνεχώς, εάν διαβάζης βίους αγίων και κοπιάζης λιγάκι την νύκτα, ογρήγορα θα επιτύχης αυτό που ζητείς και θα χαρή η ψυχούλα σου, όπου τόσον σε ηγάπησεν ο Χριστός».
Υπάρχει και ένας βαθύτερος λόγος που η πνευματική μελέτη είναι πάρα πολύ αναγκαία για τον εραστή της ευχής. Επειδή ο νους του ευχομένου, ιδιαίτερα του αρχαρίου, είναι δύσκολο να μείνει πολύ στην ευχή, γι’ αυτό και οι Πατέρες συστήνουν στους αγωνιζόμενους να στρέφουν τον νου τους σε διάφορες θεωρίες, με τις οποίες να τον συγκρατούν από τον συνήθη μετεωρισμό. Προτάσσουν την μνήμη του θανάτου, της κρίσεως, την μνήμη της βασιλείας των ουρανών, των χορών των Αγίων, της επουρανίου δόξης, όπου ο Θεός «ητοίμασεν τοις αγαπώσιν Αυτόν».
Τονίζει ο μακάριος Γέροντας ότι για την στροφή του νου σε αυτές τις θεωρίες αποτελεσματικό ρόλο διαδραματίζει η πνευματική μελέτη. Γράφει σχετικώς ο οσιώτατος Γέροντας: «Ο νους, παιδί μου, δεν ημπορεί να σταθή εις μίαν στάσιν· μάλιστα εκείνου που είναι αδύνατος πνευματικά, θέλει άλλην ώραν ανάγνωσιν, άλλην ψαλμωδίαν, άλλοτε σιωπήν. Σιωπών ο άνθρωπος, ευρίσκει ο νους ευκαιρίαν να αδολεσχή εις διάφορα θεωρήματα της Γραφής, όπου προλαβών εμελέτησεν».
Ιδιαίτερη μεν βαρύτητα έδινε στην μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης: «Ανάγνωθι ευλαβώς την Παλαιάν Διαθήκην και θα εξαντλής θείον νέκταρ πίστεως και αγάπης· όπου ο Θεός απ’ ευθείας ωμιλούσε εις αυτούς και οι άγγελοι τους καθοδηγούσαν». Υπεραγαπούσε δε την Καινή Διαθήκη, την οποία συνεχώς είχε μαζί του και το ίδιο δίδασκε να κάνουν και τα πνευματικά του τέκνα: «Το Ιερόν Ευαγγέλιον να έχης πάντοτε εις την τσέπην σου και όταν βρίσκης μικράν ευκαιρίαν, διάβαζε μίαν περικοπήν. Σου δίδει φως ο Χριστός και σε οδηγεί εις τας εντολάς Του. Σου αναπληροί την αγάπην και σε οδηγεί να τον μιμηθής».
Εκείνος που θέλει να ασκηθεί συστηματικά με την ευχή του Ιησού, οπωσδήποτε θα αντιμετωπίσει και τις δικαιολογημένες ενοχλήσεις των δαιμόνων. Πρέπει δε να γνωρίζουμε ότι οι δαίμονες δεν είναι, όπως πιστεύεται από πολλούς δυστυχώς σήμερα, η προσωποποίηση του κακού. Οι δαίμονες είναι συγκεκριμένες πνευματικές οντότητες, οι οποίες μετά την πτώση έχουν σκοτισθεί και αποτελούν την πηγήν του κακού. Σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία διά της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού καίγονται οι δαίμονες. Για αυτό και ο μέγας της Κλίμακος όσιος Ιωάννης αναφέρει το αξιομνημόνευτο: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους».
Ο τρισμακάριος Γέροντας Ιωσήφ, ως τέλειος εργάτης της νοεράς εργασίας, είχε αμέτρητες ενοχλήσεις από τους δαίμονες. Αλλά διά της Χάριτος όπου ήταν προικισμένος του δόθηκε η εξουσία κατά το Κυριακό λόγιο «του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Έγραφε σχετικά σε πνευματικό του τέκνο: «Εις όλας τας νύκτας τάγματα δαιμόνων με ξύλα, τσεκούρια και ό,τι άλλον φθοροποιόν, μανιωδώς με εβασάνιζαν εις όλα χρόνια οκτώ. Αλλος τα μικρά μου τότε γενάκια, άλλος τα μαλλιά, τα πόδια, τα χέρια, παν είδος κακού και βασάνων. Όλοι εφώναζαν: “Πνίξτε τον! Σκότωμα”! Και μόνον διά του ονόματος του Χριστού και της Παναγίας εγένοντο άφαντοι και η ισχύς των ως καπνός διελύετο».
Παρόλο που με τη δύναμη του παναγίου ονόματος του Ιησού φυγαδεύονται οι δαίμονες, εν τούτοις χρειάζεται από τον αγωνιζόμενο μέγιστη υπομονή, άκρα ταπείνωση και μετά δακρύων πύρινη προσευχή. Αφηγείται περί τούτου ο οσιώτατος ησυχαστής Γέροντας Ιωσήφ: «Δεν είναι ημών η πάλη προς άνθρωπον, όπου τυχόν ημπορείς να τον θανατώσης μυριοτρόπως, αλλά είναι προς τας αρχάς και εξουσίας του σκότους. Δεν πολεμούνται με γλυκά και λουκούμια, αλλά με δακρύων οχετούς, με πόνον ψυχής έως θανάτου, με άκραν ταπείνωσιν και μεγίστην υπομονήν. Να τρέχη αίμα από την υπερκόπωσιν της ευχής. Να πέφτης ’βδομάδες εξαντλημένος ως βαρειά ασθενής. Και να μην παραιτήσαι της μάχης, έως να νικηθούν και υποχωρήσουν οι δαίμονες. Οπότε λαμβάνεις ελευθερίαν παθών».
Συνεχίζεται…