Το κήρυγμα του Χρυσόστομου και οι πορτοφολάδες
21 Οκτωβρίου 2009
Σήμερα, όταν μιλάμε για Πατέρες της Εκκλησίας και αναφερόμαστε στον Χρυσόστομο, όλοι ξέρουμε ότι πρόκειται για τον αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Και όμως η λέξη “χρυσόστομος” δεν είναι κύριο όνομα, αλλά επίθετο. Είναι το επίθετο που απέδωσαν στον Ιωάννη, για να χαρακτηρίσουν και ταυτόχρονα να τιμήσουν την κηρυκτική του δεινότητα.
Από τότε μέχρι σήμερα όλοι αναγνωρίζουν τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο ως τον μεγαλύτερο κήρυκα της Εκκλησίας μας. Ακόμη και το Βατικανό, εδώ και μερικά χρόνια, τον ανακήρυξε ως τον προστάτη άγιο των χριστιανών ιεροκηρύκων.
Τη δίκαιη αυτή αναγνώριση τη συμμερίζονταν πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι ακροατές του, που όπως θα δούμε σε άλλο στιγμιότυπο μας, τον επευφημούσαν και τον χειροκροτούσαν. Το περίεργο όμως είναι ότι την κηρυκτική δεινότητα του Χρυσοστόμου την αναγνώριζαν και μερικοί άνθρωποι που, όταν κήρυττε, έτρεχαν στην εκκλησία, όχι για να τον ακούσουν, άλλα για να τον εκμεταλλευθούν. Και λέγοντας “εκμεταλλευθούν” δεν εννοούμε πνευματικά, όπως το τακτικό ακροατήριο του, άλλα… υλικά. Και για να λύσουμε το αίνιγμα σας πληροφορούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν οι πορτοφολάδες, ή όπως λέγονταν τότε, «βαλαντιοτόμοι». Βλέπετε ότι από τότε υπήρχε η ειδικότητα αύτη των «ληστών», που, καθώς φαίνεται, ήταν αρκετά διαδεδομένη.
Τί ακριβώς συνέβαινε; Το κήρυγμα του αγίου Ιωάννη ήταν κατά κανόνα πολύ συναρπαστικό. Το μεγαλύτερο μέρος του εκκλησιάσματος τον άκουγε με πολύ ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι από τους ακροατές του, θέλοντας να μη χάσουν καμιά του λέξη —μην ξεχνάμε ότι τότε δεν υπήρχαν μικρόφωνα—, προσπαθούσαν να πλησιάζουν τον κήρυκα. Με την τακτική όμως αυτή γινόταν πολύς συνωστισμός γύρω από τον άμβωνα. Την ευκαιρία αυτή εκμεταλλεύονταν οι πορτοφολάδες, που καθώς φαίνεται έκαναν… χρυσές δουλειές!
Οι αχαρακτήριστες δραστηριότητες των ανθρώπων αυτών δεν άργησαν να φτάσουν στα αυτιά του αγίου Ιωάννη. Ο ίδιος μάλιστα δεν δίστασε να ανακοινώσει το πρόβλημα στο ακροατήριο του, για να λάβει τα μέτρα του. Έτσι, στο τέλος ενός κηρύγματος του, τον ακούμε να λέει στο εκκλησίασμα ότι «ό διάβολος βρήκε μια ακόμη αφορμή, για να σας εμποδίζει να ερχόσαστε στην εκκλησία». Η αφορμή, λοιπόν, αυτή ήταν η έξης: «Όταν ο διάβολος μας βλέπει συγκεντρωμένους τον ένα κοντά στον άλλο, σαν ένα σώμα να ακούμε με προσήλωση και με πολλή προσοχή όσα λέγονται, δεν τολμά να βάλει μερικούς από τους διακόνους του να σας συμβουλεύουν να πάψετε να ακούτε το κήρυγμα. Ξέρει ότι κανείς από σας δεν θα ανεχόταν να ακούει τέτοιες συμβουλές. Έτσι, λοιπόν, ανακάτεψε μέσα στο πολυάριθμο εκκλησίασμα ληστές και πορτοφολάδες, για να κλέβουν το χρυσάφι που φέρνουν μαζί τους οι πιστοί, όταν έρχονται στην εκκλησία. Και τα περιστατικά αυτά συνέβησαν μέχρι τώρα πολλές φορές και σε πολλούς. Για να μη συμβαίνουν λοιπόν αυτά και για να μη μειώνεται με τον χρόνο η προθυμία του κόσμου για το κήρυγμα εξαιτίας της οικονομικής ζημίας που πολλοί υφίστανται, σας συμβουλεύω όλους να μην έρχεστε στην εκκλησία φέρνοντας μαζί σας χρυσά νομίσματα. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, το μεγάλο ενδιαφέρον σας για την ακρόαση του κηρύγματος δεν θα γίνει αφορμή να το εκμεταλλεύονται οι κλέφτες, ούτε πάλι η απόλαυση σας από την εδώ σύναξη σας θα χαλάει εξαιτίας της κλοπής των χρημάτων».
( Ηλία Α. Βουλγαράκη, Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων, Εκδ. Αρμός, σ.78)