Ορθόδοξη πίστη

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (5)

17 Οκτωβρίου 2009

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος (5)

Η μεταστροφή του Παύλου (Σαούλ)

Η μεταστροφή του Παύλου (Σαούλ)

Συνέχεια από (4)

Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Χριστός στη θεία Ευχαριστία διά του αγίου Πνεύματος

Αφού το Ευαγγέλιο που ευαγγελίζεται και για το οποίο θεολογεί ο Παύλος είναι ο Υιός του Θεού, ο Χριστός ( Ρωμ. 1,3), φυσικό είναι ότι θεωρεί αναγκαία για την σωτηρία την πραγματική και συγκεκριμένη σχέση των πιστών με τον Χριστό. Για την σχέση, μάλιστα, αυτή ο θεόπνευστος Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνία», που σημαίνει μετοχή, όχι απλή αναφορά ή ιδεολογική πίστη. Εξηγεί ότι ο Θεός, χάριν της δικής μας σωτηρίας, μας προσκαλεί σε κοινωνία του Ιησού Χριστού.

«Πιστός ο Θεός, δι’ ου εκλήθητε εις κοινωνίαν του Υιού αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Α’ Κορ. 1,9).

Πόσο και πως η πρόσκληση για κοινωνία με τον Χριστό είναι ρεαλιστική φαίνεται στον τρόπο που ο Παύλος παρουσιάζει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και πρώτος θεολογεί γι’ αυτό. Ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας («το ποτήριον της ευλογίας…») αποτελούν σαφώς «κοινωνία» και «μετοχή» στο σώμα και στο αίμα του Χριστού. Όλοι, μάλιστα, «μετέχομεν» του ίδιου σώματος και του ίδιου αίματος, λόγος για τον οποίο γινόμαστε όλοι ένα σώμα, κεφαλή του οποίου είναι ο Χριστός.

«Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία εστί του αίματος του Χριστού; Τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού έστιν; Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν, οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10,16-17).

Μολονότι ο Χριστός, αφού περάτωσε το έργο του στην γη, αναλήφθηκε στους ουρανούς, συνέστησε, ίδρυσε, τον τρόπο για να είναι πάντοτε παρών στον κόσμο, στους ανθρώπους. Ίδρυσε δηλαδή ο ίδιος το μυστήριο της Ευχαριστίας, όπου διά του αγίου Πνεύματος (του οποίου είμαστε ναοί: Α Κορ. 3,16) ο προσφερόμενος άρτος και ο οίνος γίνονται (μεταβάλλονται) σε αγιασμένη και θεωμένη του Χριστού ανθρώπινη φύση. Οι Ευαγγελιστές κατέγραψαν το θεμελιώδες και ιερό τούτο γεγονός (Ματθ. 26,26-27· Μάρκ. 14,22-23· Λουκ. 22,19-20· Ιωάν. 6,54-56), αλλά το καταγράφει πρώτος και το παραδίδει και ο Παύλος, όπως του το αποκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος («παρέλαβον από του Κυρίου»), όταν άρχισε να κηρύττει πριν ακόμα γνωρίσει τους στύλους (Αποστόλους) της Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα.

Επισημαίνει, λοιπόν, ότι η ίδρυση-σύσταση του Μυστηρίου έγινε την νύχτα, πριν ο Κύριος παραδοθεί. Τότε έλαβε άρτο και «ευχαριστήσας», αφού τον ευλόγησε, τον τεμάχισε και προσέφερε στους Μαθητές, λέγοντας «τούτο μου εστί το σώμα». Το ίδιο έκανε με το «ποτήριον», λέγοντας «τούτο το ποτήριον η Καινή Διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι». Με παραλλαγές στα επουσιώδη καταγράφουν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και οι Ευαγγελιστές, αλλά το «φάγετε» του Ματθαίου και το «τρώγων μου την σάρκα» του Ιωάννου, γίνεται στον Παύλο «εσθίετε». Ο ρεαλισμός παντού είναι τόσο σαφής που ξενίζει.

Ο Ιωάννης, αποδίδοντας και την εμπειρία της Εκκλησίας, που ζούσε το Μυστήριο σχεδόν εξήντα χρόνια, τονίζει ότι η σάρκα του Χριστού («η σάρξ μου») είναι αληθινή «βρώσις» και το αίμα του αληθινή «πόσις» (6,55). Κι επιμένει στον έντονο ρεαλισμό του, διότι μόνο όποιος «τρώγει «την σάρκα» του και όποιος «πίνει» το «αίμα» του μένει στον Χριστό («εν εμοί») και ο Χριστός σ’ αυτόν («εν αυτώ») (6,56). Μόνο με την πραγματική βρώση κα πόση του σώματος και του αίματος του Χριστού ενώνεται πραγματικά ο πιστός με τον Χριστό και ο Χριστός με τον πιστό. Απόλυτο επομένως κριτήριο του είναι εν Χριστώ αποβαίνει η μετοχή στην ρεαλιστική θεία Ευχαριστία. Και ο Παύλος:

«Εγώ γάρ παρέλαβον από του Κυρίου, ο και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρεδίδετο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· τούτο μου έστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον, τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι. Τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν. Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη. Ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11,23-27).

Ο Παύλος προϋποθέτει σαφώς ευχές και προσευχές κατά την τέλεση της Ευχαριστίας, που κατακλείονται με το λειτουργικό-τελετουργικό «αμήν».

«Επεί εάν ευλογής τω πνεύματι(=νοερά, μόνο πνευματικά), ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία; Επειδή τί λέγεις ουκ οίδε» (Α’ Κορ. 14,16).

Διακρίνονται μάλιστα οι προσευχές από την «ευχαριστία» ως ευχή και «ευλογία» (π.χ. Α’ Κορ. 10,16).

«Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία» (Κολ. 4,2).

Ο Παύλος, ενώ και αυτός επαναλαμβάνει με σαφήνεια την ταύτιση του άρτου και του οίνου της Ευχαριστίας με το σώμα και το αίμα του ιδίου του Κυρίου, εξηγεί τον μεγάλο κίνδυνο που διατρέχει όποιος «αναξίως» εσθίει και πίνει τον άρτο της Ευχαριστίας. Ο ανάξιος γίνεται ένοχος, διότι εκεί πρόκειται για το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Αμαρτάνει στον ίδιο τον Κύριο, εάν κάποιος μετέχει ανάξια (Α’ Κορ. 11,29) της θείας Ευχαριστίας, ως εάν δηλαδή επρόκειτο περί συμβολικής πράξεως και όχι περί του Κυριακού σώματος και αίματος. Αυτός που «εσθίει» και «πίνει» την Ευχαριστία χωρίς να αναγνωρίζει («μη διακρίνων») εις αυτήν το «σώμα» του Κυρίου προκαλεί καταδίκη στον εαυτό του.

«Ο γαρ εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα (= του Κυρίου)» (Α’ Κορ. 11,29).

Και ήδη, πολλοί που δεν αναγνώριζαν το ίδιο το Κυριακό σώμα στην Ευχαριστία, τιμωρήθηκαν με ασθένειες και θανάτους (Α’ Κορ. 11,30).

Η πρώιμη στην ζωή της Εκκλησίας υπογράμμιση από τον Παύλο του ρεαλισμού της Ευχαριστίας και η μεταγενέστερη επιβεβαίωσή του από τον Ιωάννη («αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα… έχει ζωήν αιώνιον.»: 26,53-54) αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία του πρώτου αιώνα ζούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ως μετοχή στην ίδια την αγιασμένη και θεωμένη (ένεκα της ενώσεώς της με την θεία φύση) ανθρώπινη φύση του Χριστού.

Ο Παύλος, για να εξηγήσει τον ρεαλισμό της Ευχαριστίας, υπενθυμίζει στους Κορινθίους τον ρεαλισμό των θυσιών των Ισραηλιτών. Αυτοί, εσθίοντας τα θυσιαζόμενα ζώα, γίνονται πράγματι, όχι συμβολικά, «κοινωνοί» του θυσιαστηρίου.

«Βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα· ουχ οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισίν;» (Α’ Κορ. 10,18).

Η «κοινωνία», στην οποία κλήθηκαν από τον Θεό οι άνθρωποι (Α’ Κορ. 1,9), πραγματώνεται με «το ποτήριον της ευλογίας» και «τον άρτον», διότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν «κοινωνίαν» «του αίματος του Χριστού» και «του σώματος του Χριστού» (Α’ Κορ. 10,16).Έτσι γίνονται οι πιστοί όχι μόνο πιστοί-ομοϊδεάτες αλλά «μέλη» του σώματός του, διά της «σαρκός αυτού και των οστέων αυτού» (Εφεσ. 5,30). Στην προς Εβραίους η αλήθεια αυτή διατυπώνεται με την λέξη «μέτοχοι» του Χριστού,«μέτοχοι του Χριστού γεγόναμεν» (3-14), όπως επίσης γινόμαστε πράγματι «μέτοχοι» του αγίου Πνεύματος (Εβρ. 6,4).Όσο είναι πραγματικό το δεύτερο, τόσο είναι και το πρώτο. Γι’ αυτό μπορεί να βεβαιώνει ο Παύλος ότι τα «σώματα» των πιστών είναι «μέλη Ιησού Χριστού» (Α’ Κορ. 6,15).

Ο μέγας Απόστολος των εθνών, ενώ χρησιμοποιεί συχνά τον όρο πίστη («πίστις εις Χριστόν»), όταν αναφέρεται στην θεία Ευχαριστία, εκτός από τα κυριακά λόγια «λάβετε φάγετε» και «πίετε», χρησιμοποιεί λέξεις, όπως «μετέχομεν», «κοινωνία», «μέτοχος» και «μέλη σαρκός αυτού», που προϋποθέτουν ρεαλιστική μετοχή στο κυριακό σώμα και που η μη αναγνώριση αυτού ως πραγματικού επιφέρει τιμωρία και καταδίκη.

Η με αποκάλυψη στον Παύλο παραλαβή και κατανόηση του μυστηρίου του Χριστού γενικά και του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας ειδικά, όπως αναλύονται και όπως υπογραμμίζονται, οδηγούν ευθέως στην αλήθεια, ότι η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, το έργο στη γη του Χριστού, η διδασκαλία του, τα θαύματα, το θείο πάθος, η σταύρωση, η ταφή, η ανάσταση και η ανάληψη συνέβησαν για να γίνει πραγματικότητα η θεία Ευχαριστία και δι’ αυτής η Εκκλησία, το σώμα του Κυρίου. Τον τρόπο της θείας Ευχαριστίας, δηλαδή, επέλεξε ο Θεός για την πραγματική και ασφαλή επανεπικοινωνία του μακράν του Θεού ζώντος ανθρώπου με τον δημιουργό του· την δυνατότητα της μετοχής στην αγιασμένη και θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού.

Συνεχίζεται…