Από τα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη
15 Οκτωβρίου 2009
…Μάσαν κι᾿ όλους τους μπερμπάντες δικούς μας και ξένους κι᾿ αγωνίζονται εις αυτό το αντικείμενον με μεγάλη προθυμία. Και ποιοι εργάζονται εις αυτό; Μεγάλοι άντρες, βασιλέας πλούσιος από σοφία, από κατάστασιν, από υπηκόγους. Και τι αγωνίζεται αυτός; Ν᾿ αλλάξη την θρησκείαν ενού ξεψυχησμένου και μικρούτζικου έθνους να πάρη μισό δράμι νερόν να το ρίξη εις την θάλασσα να την γλυκάνη, να πγη νερό αυτός. Μεγάλε βασιλέα, δεν είναι δική σου δουλειά αυτείνη. Οι θρησκείες είναι έργα ενού ανώτερου βασιλέα, του Θεού. Θέλει αυτός ν᾿ ακούγη δοξολογίαν ξεχωριστή από την δική σου. Θέλει κάθε έθνος κατά την θρησκείαν του να τον σέβεται, να τον λατρεύη και να τον δοξάζη. Οι ψεύτες και οι κόλακες, οπού σας κάνουν όλους εσάς τους βασιλείς με την γλυκή τους γλώσσα και χάνετε την δικαιοσύνη σας και γίνεστε επίορκοι εις τον Θεόν και δοξολογάτε τον διάβολον, αυτείνοι δεν πιστεύουν Θεόν. Δεν δουλεύουν δια την πατρίδα και θρησκεία αυτείνοι, δουλεύουν οι γενναίγοι άντρες και σκοτώνονται δι᾿ αυτά. Εκείνοι θέλουν να ᾿χουν την θρησκεία τους και να δοξάζουν τον Θεόν με το μέσον της θρησκείας, και τότε λέγεστε κ᾿ εσείς δίκαιοι βασιλείς, επίτροποι του Θεού, όταν τους αφίνετε ελεύτερους εις τα αιστήματά τους. Και ζήτε δοξασμένοι από τους υπηκόγους σας κι᾿ όχι από τους τεμπέληδες. Όχι να κάθεσαι εσύ, ένας μεγάλος βασιλέας, και να καταγένεσαι ν᾿ αλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ανθρώπους, οπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι και σβυσμένοι από την κοινωνίαν. Εκείνος οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν᾿ αλλάξουν την θρησκείαν τους και δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Τώρα ο Θεός, ο δίκιος και παντοδύναμος, οπού ορίζει κ᾿ εσένα, ανάστησε αυτείνο το μικρό έθνος και θέλει να δοξάζεται απ᾿ αυτό το μικρό ορθόδοξο έθνος ορθοδόξως κι᾿ ανατολικώς, καθώς οι εδικοί σου υπήκοοι τον δοξάζουν δυτικώς. Κ᾿ εσύ ο μεγάλος χριστιανός δυτικός βασιλέας, ο επίτροπος του Θεού εις τον λαόν σου, πρέπει να προσέχης να ᾿χη αυτός ο λαός αρετή και ηθική και να τον παρακινής να δοξάζη τον Θεόν κατά την θρησκείαν του κ᾿ εσέναν και την πατρίδα του να σας σέβεται, κι᾿ όχι να χάνης τις βασιλικές σου στιμές και τις πολυτίμητες να οδηγής τον «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (οπού δεν ήξερε πως βάνουν την πέτρα εις το ντουφέκι και τον ονόμασες και γκενεράλη ότι οι Μεγαλειότες σας όλους τους τοιούτους τους τιμάτε και δοξάζετε, ότι αυτείνοι εκτελούν την θέλησή σας), και καταγίνεται να γυρίση από την θρησκεία τους τους απογόνους των παλιών Ελλήνων, τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκο Μπότζαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι᾿ αλλουνών πολλών, οπού θυσιάσαν και την ζωή τους και την κατάστασίν τους δι᾿ αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι᾿ αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Η Μεγαλειότη σου μπορεί να μην τα ξέρης αυτά ο Κωλέτης και οι συντρόφοι του δεν τα ξέρουν; Ο Μαυροκορδάτος και οι οπαδοί του δεν τα ξέρουν; Και οι άλλες οι φατρίες δεν τα ξέρουν, να σας ειπούνε, της Μεγαλειότης σας και της συντροφιάς σας, ότι «Αυτό δεν γένεται εις την θρησκεία μας και εις την πατρίδα μας, ότι αυτείνη η θρησκεία κι᾿ αυτείνη η πατρίδα είναι δική μας και μας τίμησε κιόλα και μας γιόμισε δόξες, σταυρούς και μας έδωκε βαρυούς μιστούς και μας έκαμεν Εκλαμπρότατους και μας τιμάει και μας σέβεται, οπού ήμαστε πρώτα τουρκοκόπελα και τώρα εγίναμεν τοιούτοι». Αν είναι τοιούτοι αυτείνοι όλοι, προδότες της θρησκείας τους κι᾿ όλων των τίμιων ορθοδόξων Χριστιανών, ο Βασιλέας μας διατί αμελεί απάνου εις αυτό; Όταν δέχτη να ᾿ρθή να βασιλέψη κι᾿ ορκίστη ότι θα βασιλέψη και θα δοικήση Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς και θα τους διατηρήση θρησκεία, τιμή, κατάσταση και συνταματικώς θα κυβερνάγη όλα αυτά η Μεγαλειότης του διατί τα αμέλησε και τα τζαλαπάτησε;» Μάθαινα από ανθρώπους τίμιους ότι η κατήχηση των ξένων αναντίον της θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τα μάτια μου. Πάγω εις τον κουμπάρο μου τον Κωλέτη, τον παίρνω σε μίαν κάμαρη, του λέγω πως ήρθε εις αυτείνη την πατρίδα, ξυπόλυτος, γυμνός. Οι άλλοι γιατροί οπού ᾿ρθαν φέραν κι᾿ από ᾿να γλυστήρι και γιατρικά και τήραγαν τους αστενείς “Εσύ, του είπα, ούτε αυτά ήφερες, ούτε αστενείς κύταξες. Ετιμήθης, δοξάστης από την πατρίδα σου. Γιόμωσες σταυρούς, χρήματα δεν μας αφίνεις πλέον ήσυχους να ζήσουμεν εδώ εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα με την θρησκεία μας, αλλά μας τζαλαπατάς και μας διαιρείς;» Αφού του είπα πολλά, του λέγω «Γνωρίζομεν τις ενέργειες τις μυστικές των ξένων οπού εργάζονται δια την θρησκεία μας θρησκείαν δεν αλλάζομεν εμείς, ούτε την πουλούμεν!