Μάνος Λοΐζος: Μια σύντομη γνωριμία με ένα μεγάλο συνθέτη
13 Οκτωβρίου 2009
του Ανδρέα Αντωνιάδη, σκηνοθέτη
Γνώρισα τον Μάνο Λοΐζο κάποια στιγμή το 1979. Στη Λευκωσία στο σπίτι μου στο Στρόβολο το βράδι.
Τον είχε παραλάβει από το αεροδρόμιο Λάρνακας ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ανδρέου- το αεροδρόμιο Λευκωσιας είχε κλείσει το 1974 με την εισβολή των Τούρκων και τον πόλεμο – και έφτασαν σε μας γύρω στις 8. Ο λόγος; θα κουβεντιάζαμε τη δομή της τηλεοπτικής εκπομπής που θα σκηνοθετούσα την επόμενη μέρα. Δούλευα τότε στην Τηλεόραση του ΡΙΚ {Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου}.Ο Δημήτρης Ανδρέου, εκτός από φίλος του Μάνου Λοίζου, θα ήταν και ο παρουσιαστής της εκπομπής κυρίως στο μέρος της συνέντευξης που θα προηγείτο του μουσικού προγράμματος.
Αφού ετοίμασα τας ποτά του καλωσορίσματος, στρωθήκαμε στο σαλονάκι με χαρτιά, μολύβια και ιδέες για να επιλέξουμε τα τραγούδια και να συμφωνήσουμε ποια θα ήταν πλέι μπάκ και ποια «ζωντανά» που θα ερμήνευε ο ίδιος ο συνθέτης, παρέα με την κιθάρα του.[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=UhwLPRoC_ys]
Η Ελένη, η γυναίκα μου, πάντα φιλόξενη, προθυμοποιήθηκε να ετοιμάσει κάποιους μεζέδες, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο για την παράλειψη μου να την ενημερώσω για την επίσκεψη των δυο συνεργατών μου.Αρκέστηκε σε ένα χαμόγελο και ένα βλέμμα σε μένα που δικαίωνε την άποψη της πως συνήθως ξεχνούσα να της πω ποιους και πότε προσκαλώ στο σπίτι.
Εκεί που είχαμε καταλήξει πως η εκπομπή θα ξεκινούσε με την « Ευδοκία» { το ωραιότερο ίσως ζειμπέκικο} από την ομώνυμη ταινία του Αλέξη Δαμιανού και θα συνεχίζαμε με τον « Δρόμο» σε στίχους της ποιήτριας Κωστούλας Μητροπούλου, εκεί λοιπόν, κτύπησε το κουδούνι.
Ηταν ο συνάδελφος της γυναίκας μου και φίλος μας, ο Γιώργος ο Γεωργής {σημερινός πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα} που πέρασε να μας δεί και να μας διαβάσει ένα κείμενο του για την ερωτική ποίηση του Σεφέρη. Του γνώρισα τον Μάνο Λοίζο { τον Δημήτρη ηδη τον γνώριζε καλά} και σε λίγα λεπτά , με πρόφαση να μας αφήσει να δουλέψουμε, βολεύτηκε στην κουζίνα για να βοηθήσει την Ελένη στους μεζέδες που γευτήκαμε όλοι μαζί σαν τελειώσαμε τον οδηγό της εκπομπής.
Γίναμε φίλοι, είπαμε ιστορίες από τη ζωή μας, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και ο Δημήτρης πρότεινε να τελειώσει η βραδιά στο « Τζελλάριν» { Το Κελλάρι} ένα προωθημένο για τότε μπαράκι-ταβερνείο που είχε φτιάξει ο ίδιος στην οδό Στασίνου, σε ένα ημιυπόγειο ενός νεοκλασσικού αρχοντικού της Λευκωσίας όπου την εποχή εκείνη είχε μετατραπεί σε ξενώνα κυρίως καλλιτεχνών που έρχονταν να δουλέψουν στη Λευκωσία για δυό-τρείς μήνες και δεν τους συνέφερε να μείνουν σε ξενοδοχείο.
Το άλλο πρωί βρέθηκα στο ΡΙΚ για την προετοιμασία του στούντιο με τον σκηνογράφο και φίλο Στέφανο Αθηαινίτη ενώ ο Δημήτρης είχε αναλάβει να συνοδέψει τον Μάνο σε μια βόλτα-γνωριμία με την πόλη, αφου, αν δεν απατώμαι, ήταν η πρώτη φορά που ο κυπριακής καταγωγής συνθέτης, έφτανε στην Κύπρο.{ Ο πατέρας του ήταν από τους Αγίους Βαβατσινιάς της επαρχίας Λάρνακας}.
Ο Μάνος Λοίζος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1937. Στην Αθήνα εγκαθίσται το 1955. Μέχρι το 1975 έγινε σπουδαίος και δημοφιλής συνθέτης. Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν από όλους τους Ελληνες και τα ερμήνευσαν γνωστοί τραγουδιστές. Κάποια ερμήνευσε και ο ίδιος με την κιθάρα του.
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε { ο Μάνος Λοίζος ηταν σεμνός και χαμηλών τόνων καλλιτέχνης} βρήκα να λέει τα εξής για τα παιδικά του χρόνια και την επαφή του με τη μουσική και το τραγούδι.
« Στην Αλεξάνδρεια όπου γεννήθηκα , περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από το δρόμο που μέναμε, ένας γέρο-βιολιστής.Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί, δικής του κατασκευής, με το οποίο έπαιζε μένα δικό του τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Θυμάμαι με τι λαχτάρα τον περιτριγυρίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. ΄Ωσπου μια μέρα ο πατέρας μου μού αγόρασε ένα από αυτά τα βιολάκια, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του γέρου, πουλούσε βιολιά. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πο΄θ. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που τόφτιαχνε. Ωσπου βρέθηκα μια μέρα μένα αληθινό βιολί και άρχισα κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι, δώρο του θείου, μια κιθάρα και μετά αποκτήσαμε πιάνο. Κόντευα πια να γίνω σπουδαίος μουσικός. Κάπως έτσι άρχισα και βρέθηκα, λίγα χρόνια μετά, να ξέρω μουσική.»
« Ο ερχομός μου στην Αθήνα το 1955 συμπίπτει με την εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι, εννοώ βέβαια την εμφάνιση των πρώτων τραγουδιών του Χατζιδάκι σε δίσκους { Χάρτινο το φεγγαράκι, Λατέρνα κλπ}. Δεν θα ξεχάσω τι εντύπωση μου έκαναν εκείνα τα τραγούδια. Εξ άλλου όλη η Ελλάδα έζησε τότε τη γοητεία της μουσικής του Χατζιδάκι,»
«Τα επόμενα χρόνια άρχισα να ανακαλύπτω το λαικό τραγούδι, κι αυτό βέβαια συνεχίζεται ακόμα. Γύρω στα 1960 ανοίγει μια νέα εποχή, η εποχή του Θεοδωράκη. Και αυτό κρατάει μέχρι σήμερα και ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πάρει πια τη μορφή ενός θρύλου, είτε το θέλουμε είτε όχι. Μέσα σε όλα αυτά λοιπόν, και σε πολλά άλλα αναπτύχθηκε και η δική μου μουσική πορεία. Πρωτόγραψα τραγούδια από τα εφηβικά μου χρόνια κι εξακολουθώ να γράφω, κατά κύριο λόγο γιατί αγαπώ το τραγούδι σαν μορφή έκφρασης, σαν μορφή επικοινωνίας και πολιτικής πράξης πολλές φορές.»
Ο πρώτος μεγάλος δίσκος του Μάνου Λοίζου ήταν « Ο σταθμός». Ακολούθησαν οι «Θαλασσογραφίες», « Ευδοκία», «Νάχαμε τι νάχαμε» «Καλημέρα ήλιε» « Τραγούδια του δρόμου» « Τα νέγρικα» «Τα τραγούδια μας», «Τα τραγούδια της Χαρούλας» και «Για μια μέρα ζωής».
Τραγούδια του Μάνου Λοίζου ερμήνευσαν. Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Μούτσιος , Γιάννης Πουλόπουλος, Σούλα Μπιρμπίλη, Αλέκα Μαβίλη, Μανώλης Μητσιάς, Μαρία Δημητριάδη, Ζωή Φυτούση, Δώρα Σιτζάνη, Γιάννης Καλατζής, Λίτσα Διαμάντη, Αλέκα Αλιμπέρτη, Ελένη Ροδά, Κώστας Σμοκοβίτης, Δήμητρα Γαλάνη, Γιάννης Πάριος, Μαρίζα Κωχ, Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Στιχουργοί και ποιητές με τους οποίους συνεργάστηκε ο Μάνος Λοίζος ηταν ο Νίκος Γκάτσος, η Κωστούλα Μητροπούλου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Τάσος Λειβαδίτης, η Μάρω Λήμνου, ο Φώντας Λάδης, ο Μανώλης Ρασούλης.
Πιθανόν να συνεργάστηκαν κι άλλοι καλλιτέχνες γενικώς, μαζί του αλλά να μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή ,Θυμάμαι πάντως τα τραγούδια του Μάνου Λοίζου που αγάπησα πολύ….Δελφινάκι, Τζαμάικα, Ο γέρο-νέγρο Τζίμ, Καλημέρα ήλιε, Παραμυθάκι μου, Η δουλειά κάνει τους άντρες, Καράβια αλήτες, Νύχτα μικρή αρχόντισσα, Πως τον αγαπώ, Στρατιώτης, Σαββατόβραδο, Δρόμος, Μια καλημέρα ειν αυτή…και το ορχηστρικό Ευδοκία.
Τον Φεβρουάριο του 1982 η Ελένη αποσπάται από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου στην Κυπριακή Πρεσβεία της Αθήνας. Εγώ μένω στην Κύπρο μέχρι τον Ιούνιο για να τελειώσουν τα παιδιά μας, η Σοφία και ο Δώρος, τη σχολική τους περίοδο, να τακτοποιήσω τις επαγγελματικές μου δεσμεύσεις στο ΡΙΚ και να επιμεληθώ την πρώτη μου ποιητική συλλογή με τίτλο « Ημερομηνίες» που κυκλοφορεί τον Μάιο του ίδιου χρόνου.
΄Ολο τον Ιούλιο τον περνάμε στην εγκατάσταση μας στην Αθήνα. Σπίτι, οικοσκευή, προσαρμογή κλπ κλπ και τον Αύγουστο λογαριάζω να τηλεφωνήσω στον Μάνο Λοίζο για να βρεθούμε, να του δώσω τα ποιήματα μου και να ξανασυναντηθούμε τέλος πάντων, ύστερα από την πρώτη – και εκ των υστέρων μοναδική- συνάντηση μας στη Λευκωσία. Πλην όμως , διαβάζω στις εφημερίδες πως, κοντά δεκαπενταύγουστος, αναχωρεί για τη Μόσχα, για να μπεί σε ένα πρόγραμμα θεραπείας της ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε τον τελευταίο καιρό. Θα επέστρεφε σε ένα-δυο μήνες
Δεν επέστρεψε….
Πέθανε στη Μόσχα στις 17.9.1982 και κηδεύτηκε στις 24.9.82 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, έχοντας παρέα πλήθος φίλων, συνεργατών και όλων που τον αγάπησαν.
Η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη είπε, μεταξύ άλλων, στον αποχαιρετηστήριο λόγο της «… ο δρόμος σου είχε τη δική του ιστορία, φίλε Μάνο. Μια ιστορία σύντομη, μοναδική και μεγάλη.»
Ο Μάνος Λοίζος ειχε παντρευτεί δυο φορές. Τη στιχουργό Μάρω Λήμνου και την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη. Αδυναμία της ζωής του, η κόρη του Μυρσίνη.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα για τον Μάνο Λοίζο παραθέτω μια πληροφορία για τους φίλους του.
Αν βρεθείτε στους Αγίους Βαβατσινιάς της επαρχίας Λάρνακας στην Κύπρο, επισκεφτείτε το σεμνό μνημείο που έστησε η Κοινότητα προς τιμήν του μεγάλου μουσικοσυνθέτη.