Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (5) – Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή
12 Οκτωβρίου 2009
Αρχιμ. Εφραίμ, Καθηγουμένου Ι. Μ. Μονής Βατοπαιδίου
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ
Ο μοναχισμός δεν είναι επινόηση κάποιων ανθρώπων. Ο μοναχισμός είναι ένας τρόπος ζωής, που αποβλέπει στην επίτευξη της ευαγγελικής τελειότητος. «Ει θέλεις τέλειος είναι… δεύρο ακολούθει μοι»( Ματθ.19,21), προτρέπει ο Χριστός. Δεν μπορούν όμως όλοι να ακολουθήσουν τον Χριστό και να ζήσουν όπως Εκείνος έζησε επί της γης: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ οις δέδοται»(Ματθ. 19,11).
Ο Χριστός στον επίγειο βίο του έζησε ως μοναχός. Αποσυρόταν στις ερήμους, προσευχόταν, αγρυπνούσε, ήταν ακτήμων, διαφύλαττε την παρθενία, ήταν υπήκοος και στους υποτιθέμενους γονείς του (Λουκ.2,51), αλλά και στον ουράνιο Πατέρα Του (Ιω.6,38). Αν και δεν όφειλε να ζήσει «εν υπακοή και μετανοία», αφού ήταν ομότιμος και σύνθρονος με τον Πατέρα· τούτο όμως το έπραξε για να γίνει υπόδειγμα σε εμάς.
Οι μοναχικές υποσχέσεις που δίνουν ακόμη και σήμερα οι μοναχοί κατά την κουρά τους είναι κυρίως αυτές της υπακοής, της παρθενίας και της ακτημοσύνης. Γι αυτές τις παναρετές έχουν ως πρότυπο τον ίδιο τον Χριστό.
Ο μοναχός κάνοντας την αποταγή του δεν φεύγει από τον κόσμο γιατί μισεί τον κόσμο, αλλά γιατί ελκύεται από το Πνεύμα το Άγιο για μία πληρέστερη επαφή και ένωση μαζί Του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πει ότι για αυτήν την θεία ένωση «ο της θείας συνουσίας εραστής» (=αυτός που λαχταρά να είναι με τον Θεό) (δηλ. ο μοναχός) φεύγει από τον υπαίτιο βίο και εκλέγει την μοναχική πολιτεία. Ο μοναχός προσπαθεί να αποβάλει το κοσμικό φρόνημα, γιατί, όπως λέγει ο απόστολος Ιωάννης, «εάν αγαπά κανείς το κοσμικό φρόνημα, δεν υπάρχει η αγάπη για τον Θεό Πατέρα μέσα του»( Α΄Ιω.2,15). Ο μοναχός δεν είναι εξωκοσμικός και ακοινώνητος. Μπορούμε να πούμε ότι ο αληθινός μοναχός είναι πιο κοινωνικός από αυτούς που ζουν μέσα στην κοινωνία, γιατί κοινωνεί άμεσα με τον Θεό. Διά της εν Χριστώ αγάπης και της προσευχής συμμετέχει στις θλίψεις του κόσμου και ικετεύει τον Θεό να εκχύσει το έλεός Του σε όλους τους ανθρώπους της γης.
Ας δούμε όμως, πως βλέπουν τον μοναχισμό μερικοί άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι ο μοναχός διά της ασκήσεως και της εν Χριστώ στρατεύσεώς του γίνεται μάρτυς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζει ότι μοναχός είναι αυτός που ζει μόνος με μόνο τον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποφαίνεται ότι ο μοναχισμός είναι η όντως φιλοσοφία, οι δε μοναχοί μιμούνται τους αποστόλους και τις ασώματες δυνάμεις. Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες της Εκκλησίας μας, παρόλο το κοινωνικό έργο που επετέλεσαν, έβλεπαν τον εαυτό τους πρωτίστως ως μοναχό. Από τους παραπάνω ορισμούς καταλαβαίνουμε την βαρύτητα και την αξία που έδιναν στον μοναχισμό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάλιστα εκπλήσσεται και φρίττει, όταν μαθαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι που κατηγορούν τον μοναχισμό, και ιδιαίτερα όταν αυτοί προέρχονται από την τάξη των πιστών.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος τονίζει ότι μοναχός είναι αυτός που θαυμάζει συνεχώς τον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι μοναχός είναι τάξη και κατάσταση των ασωμάτων αγγέλων που κατορθώνεται μέσα σε υλικό σώμα. Γι αυτό εξάλλου η μοναχική πολιτεία ονομάζεται αγγελική, και κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο αποτελεί το «καύχημα της του Χριστού Εκκλησίας». Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής τόνιζε ότι ο αληθινός μοναχός είναι προϊόν του Αγίου Πνεύματος.
Ουσιαστικά ο κοινοβιακός μοναχισμός εφαρμοζόταν στις ημέρες των αγίων Αποστόλων από τους πρώτους Χριστιανούς· είχαν τα «πάντα κοινά», κάθε ημέρα τελούσαν «ομαθυμαδόν» τις Ακολουθίες στον ναό.
Ο αναχωρητικός, ερημιτικός βίος ήταν γνωστός και από την Παλαιά Διαθήκη. Ασκητές ερημίτες ήταν ο προφήτης Ηλίας και ο Πρόδρομος· σίγουρα θα εφαρμοζόταν από κάποιους και στους πρώτους αιώνες μ.Χ. Ιστορική μαρτυρία αναχωρητού έχουμε για τον όσιο Παύλο τον Θηβαίο, τον 3ο αιώνα. Ο κοινοβιακός μοναχισμός οργανώθηκε όμως μετά την περίοδο των διωγμών, με τον Μεγάλο Παχώμιο στην Ταβέννηση της Αιγύπτου, αργότερα στην Παλαιστίνη με τον άγιο Σάββα τον Ηγιασμένο και τον Μεγάλο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη. Κατόπιν στα μέρη του Ολύμπου της Μικράς Ασίας και στην Κωνσταντινούπολη με τους Στουδίτες.
Στον ιερώτατο Αθωνα μεταγγίστηκε ο κοινοβιακός τρόπος ζωής των Στουδιτών. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε μοναχισμός και πιο πριν στον Αθωνα, αφού όταν ήρθε ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης στο Αγιώνυμο Όρος, συνάντησε πολλούς αναχωρητές, ερημίτες ασκητές. Ενώ είχε ήδη καθιερωθεί ο θεσμός του Πρώτου του Αγίου Όρους.
Ο αγιοτόκος Άθωνας μέσα από την υπερχιλιόχρονη ιστορική ζωή του έχει αναδείξει πάμπολλες οσιακές μορφές. Εμείς στην παρούσα ομιλία μας θα αναφερθούμε στον μακάριο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, ο οποίος έζησε για σαράντα περίπου χρόνια στο Άγιον Όρος, και αποτελεί μία σύγχρονη μαρτυρία ότι ο Άθως δεν παύει να επιτελεί το έργο του, να δημιουργεί αγίους. Οι άγιοι αυτοί με τον φωτεινό βίο και την κεχαριτωμένη διδασκαλία τους αποτελούν το καύχημα της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο Γέροντας Ιωσήφ γεννήθηκε στο χωριό Λεύκες της νήσου Πάρου το 1898. Ήταν προορισμένος «εκ κοιλίας μητρός» να ακολουθήσει τον Χριστό και να γίνει συνεργός Του για την σωτηρία των ανθρώπων. Η μητέρα του όταν τον γέννησε, είδε σε όραμα έναν άγγελο να της παίρνει το μωρό· όταν εκείνη διαμαρτυρήθηκε, ο άγγελος της έδειξε ένα σημειωματάριο με γραμμένη την εντολή ότι οπωσδήποτε έπρεπε να πάρει το μωρό.
Σε ηλικία περίπου 23 ετών είδε σε όραμα ότι ο επουράνιος Βασιλέας τον καλούσε να υπηρετήσει στα ανάκτορά του. Αυτό τον έκανε να σκέφτεται συνεχώς την αιώνια βασιλεία του Θεού και να βιάζει τον εαυτό του με κάθε είδους άσκηση και κακοπάθεια στην Πεντέλη και στα γύρω βουνά της Αθήνας, όπου τότε έμενε. Έτσι μετά από λίγο διάστημα δοκιμασίας απαρνείται τον κόσμο και έρχεται στο Άγιον Όρος, ποθώντας να ζήσει την ασκητική ζωή.
Ήταν άνθρωπος εξαιρετικής σωματικής δυνάμεως και ανδρείας με ισχυρή θέληση· έγινε άνθρωπος της προσευχής. Το χάρισμα της αδιάλειπτης νοεράς προσευχής του δόθηκε από την Παναγία, όταν ήταν ακόμη δόκιμος μοναχός. Ασκησε στο έπακρο την νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή. Κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτρωγε μία φορά την ημέρα 75 γραμμάρια αλεύρι που το έβραζε με λίγο νερό και αλάτι. Τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου ένα μικρό κονσερβοκούτι αποτελούσε την ημερήσια μεζούρα για την ποσότητα του φαγητού του. Στα πρώτα οκτώ χρόνια της ασκήσεώς του δεν κοιμήθηκε σε στρώμα· πάνω σε ένα σκαμνί τον έπαιρνε λίγο ο ύπνος. Αγρυπνούσε μέχρι περίπου την αυγή του ηλίου ως το τέλος της ζωής του. Καθημερινή του εργασία, εκτός των άλλων πνευματικών καθηκόντων, ήταν να λέει την ευχή νοερώς επί έξι συνεχόμενες ώρες και χωρίς να μετεωρίζεται ο νους του. Κύριο έργο του αποτελούσε η νήψη, η τήρηση του νου. Αυτή η νοερά εργασία τον οδηγούσε σε αυτομεμψία και αυτογνωσία, σε έντονη φλογερή προσευχή μετανοίας και σε συχνές αρπαγές του νου μέσα στην θεωρία του ακτίστου φωτός του Θεού.
Ο μακάριος Γέροντας ήταν αγράμματος, αμόρφωτος κατά κόσμον, αλλά έγινε θεοδίδακτος και σοφός κατά Θεόν. Βίωσε την θεία Χάρη, την πρώτη επίσκεψή της, την συστολή της (την Θεοεγκατάλειψη κατά τον αείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο), αλλά και την επιστροφή της με μόνιμη και αισθητή παρουσία κατά το τελειωτικό πνευματικό στάδιο.
Συνεχίζεται…