Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (3)- Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή
9 Οκτωβρίου 2009
ΑΡΧΙΜ. ΕΦΡΑΙΜ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι. Μ. ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ
Από την ερημική Βίγλα κοίταζε προς την κορυφή του Αθωνα, στο εκκλησάκι της Παναγίας και γεμάτος ταπείνωση προσευχόταν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιο σκίρτημα χαράς στην καρδιά του και ταυτόχρονα είδε αισθητά ένα φως, το οποίο προερχόταν από το εκκλησάκι της Παναγίας, ακούμπησε πάνω του και του μετέδωσε την υπερφυσική ενέργεια της Χάριτος. Έχασε την αίσθηση του χώρου, του χρόνου, της ύλης ακόμη και του σώματός του. Η χαρά ήταν ανεπανάληπτη. Το φως εκείνο ήταν ενωμένο με την ύπαρξή του και έξω από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα η πονεμένη προσευχή του άλλαξε. Μέσα στην καρδιά του ακουγόταν ξεκάθαρα, ρυθμικά, με αίσθηση υπερφυσικής ειρήνης, χωρίς πλέον δική του προσπάθεια, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», η σύντομη προσευχή που χρησιμοποιούν οι Αγιορείτες Πατέρες, για να έχουν αδιάλειπτη την μνήμη του Θεού και των εντολών Του, και επίσης να εκπληρώνουν, με αυτόν τον τρόπο, την εντολή του αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»(Α΄Θεσ. 5,17). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπειρία· πραγματική αίσθηση και πνευματική γνώση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Από την ημέρα εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο από τους κατοικημένους χώρους. Ζούσε με υπερβολική λιτότητα. Το φαγητό του ήταν λίγο παξιμάδι κατά τις απογευματινές ώρες της ημέρας και αυτό το έπαιρνε από τις Μονές, για τις οποίες έφτιαχνε σκούπες από θάμνους. Είχε ως αυστηρό πρόγραμμα την καλλιέργεια της προσευχής μέσα στην καρδιά του, όπως τον δίδαξε η θεία Χάρις, η οποία μετά την αποκάλυψη εκείνη είχε συσταλεί και τώρα χρειαζόταν ο αγώνας της εργασίας του προγραμματισμού και της αναζητήσεως.
Οι υπερφυσικοί αγώνες και η νίκη
Στην κορυφή του Αθωνα, την ημέρα της εορτής της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, συνάντησε τον μετέπειτα συνασκητή του π. Αρσένιο. Συμφώνησαν να αγωνιστούν μαζί και ζήτησαν την συμβουλή ενός πολύ εναρέτου και σοφού Γέροντος, του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη, που να μείνουν και πως να αγωνίζονται. Αυτός πολύ σοφά τους σύστησε να υποταχθούν σε κάποιον γέροντα ενάρετο, ακόμη και αν είναι πολύ απλός, να πάρουν την ευχή του και μετά την κοίμησή του να αγωνιστούν όπως τους αρέσει. Πράγματι παρέμειναν στα Κατουνάκια και έζησαν κοντά στους Γέροντες Εφραίμ και Ιωσήφ.
Η ασκητική ζωή εξωτερικά είναι μία μονοτονία. Μέσα όμως στο πρόγραμμα αυτό, στην λιτή ζωή και την ησυχία, ο άνθρωπος ενδοσκοπεί, παρακολουθεί τον εσωτερικό του κόσμο με την δύναμη του φωτός της προσευχής και ελέγχει όλες τις σκέψεις και τις ενέργειες που αυτές μεταφέρουν.
Με την δύναμη της Χάριτος του Θεού διώχνει κάθε πονηρή σκέψη που υποβάλλει κυρίως φαντασιώσεις υπερηφάνειας, οιήσεως και εγωισμού, σαρκικές αναπαύσεις, ηδονές και απολαύσεις “υπέρ το μέτρον”, συναισθήματα μίσους, ζήλειας και φθόνου, ή ακόμη την προσκόλληση στα υλικά πράγματα, ώστε να κινδυνεύει κανείς να θυμώνει όταν του τα στερούν, ή να ανταποδίδει κακόν αντί κακού. Και αντί όλων αυτών με την θεία ενέργεια, με την παράλληλη προσοχή και απόφασή του να μοιάσει στον Θεό, ο ασκητής αποκτά επίγνωση της αδυναμίας του ανθρώπου. Χωρίς την δύναμη του Θεού και την συνεργασία με την θεία Χάρη δεν μπορεί να κάνει τίποτε αγαθό. Η θεία Χάρις τον βοηθά να μην «οίεται», δηλαδή να μην νομίζει ότι είναι σπουδαίος, και γνωρίζει έτσι την πατρική προστασία του Δημιουργού του. Εισέρχεται στον πρώτο ευαγγελικό μακαρισμό, «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»(Ματθ.5,3), που είναι η ταπείνωση, ο χαρακτήρας του Χριστού, «μάθετε απ εμού, ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία».
Ο αντίθετος της ταπεινώσεως δρόμος τους μέν μοναχούς τους κάνει παράλογους, τους δε λαϊκούς τους στέλνει στο ψυχιατρείο.
Αποδιώκοντας με την θεία ενέργεια το μίσος, τον θυμό, την ζήλεια, τον φθόνο και προσέχοντας διαρκώς να εχθρεύεται όχι τους ανθρώπους αλλά την κακία, αποκτά ο ασκητής την αγάπη, την κορυφή όλων των αρετών, που τον κάνει όμοιο με τον Θεό, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Για την απόκτηση βέβαια όλων αυτών βοηθεί υπερβολικά η ακτημοσύνη καθώς και το ότι ο νους δεν προσκολλάται σε τίποτε γήινο ούτε έχει επιθυμία προς κάτι υλικό.
Όταν η θεία Χάρις θέλει να αναδείξει κάποιον στο πνευματικό αξίωμα του διδασκάλου και του πατέρα, τον περνά μέσα από διάφορες δοκιμασίες. Για την απόκτηση των παραπάνω χαρισμάτων χρειάζεται υπομονή, επιμονή, κόπος, θλίψη και έντονος αγώνας. Ο αγώνας αυτός στην ζωή των ασκητών αλλά και των συνειδητών χριστιανών ονομάζεται και είναι σταυρός, δηλαδή σαν την εσταυρωμένη ζωή του Κυρίου.
Στα Κατουνάκια πέθανε ο ένας από τους Γέροντες, ο Ιωσήφ, ενώ στο όνομά του είχε ήδη καρεί μοναχός ο μακαριστός μας Γέροντας, ο πρώην Φραγκίσκος και τώρα πλέον Ιωσήφ.
Μεγάλες δοκιμασίες από το εργόχειρο και κάποιες συνήθειες των περιοίκων μοναχών ανάγκασαν τον Γέροντα Εφραίμ και τους δύο υποτακτικούς Ιωσήφ και Αρσένιο να ανεβούν ψηλότερα, στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου. Οι δυσκολίες λόγω της ακτημοσύνης ήταν απερίγραπτες· αναγκάστηκαν να φτιάξουν ένα μικρό καλυβάκι διαμονής με υπερβολικούς κόπους. Εκεί αργότερα σε βαθιά γεράματα πέθανε και ο Γέροντας Εφραίμ, ενώ για τον Γέροντα Ιωσήφ ξεκίνησαν οι μεγάλοι πνευματικοί αγώνες.
Όποιος μοναχός έχει την διάθεση να ανεβεί πολύ ψηλά, να ξεπεράσει όχι μόνο την κακία αλλά και αυτή την φυσική κίνηση της σαρκικής ηδονής, κερδίζει υπερφυσική νίκη, αλλά με υπερφυσικούς αγώνες και συμπαράσταση της Χάριτος του Θεού. Αυτοί οι αόρατοι δρόμοι, που ακολουθήθηκαν παλαιά από τους αγίους Πατέρες και ήταν γνωστοί ακόμη και στους απλούς χριστιανούς στον κόσμο, στους γονείς μας και τους παππούδες μας, λόγω της διεισδύσεως ξένων τρόπων ζωής είναι πλέον ελάχιστα γνωστοί, καλλιεργούνται όμως και σήμερα στο Άγιον Όρος και στην Εκκλησία γενικότερα.
Το όραμα του δοξασμένου στρατηγού
Ο μακαριστός Γέροντας πριν ξεκινήσει τον ασκητικό του αγώνα είχε πόθο να ζήσει μία πολύ πνευματική ζωή. Δεν υπολόγιζε κόπους σωματικούς, νηστείες και θλίψεις, υπομονή στην προσευχή ή ό,τι άλλο χρειαζόταν για να πετύχει τον σκοπό του. Έτσι προσευχόμενος στο μικρό καλύβι του στον Άγιο Βασίλειο μέσα στην ησυχία της ερημιάς και της νύκτας, το άκτιστο φως της θείας Χάριτος αυξήθηκε υπερβολικά μέσα του με άπειρη γλυκύτητα και ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά του ένα τάγμα μοναχών σαν παράταξη και απέναντί τους πάλι σαν είδος στρατού πολλοί μαύροι εξαγριωμένοι με άσχημη όψη και διάθεση. Τον πλησίασε ένας δοξασμένος από θεϊκό φώς στρατηγός και του είπε: «Επιθυμείς να πολεμήσεις στην πρώτη γραμμή»; Και ενώ ο μακαριστός Γέροντας του απάντησε ναι, χαρούμενα και με γενναιότητα, οδηγήθηκε τελείως μπροστά, όπου ήταν ένας ή δύο μοναχοί, ενώ ταυτόχρονα του μίλησε ο οδηγός του και του είπε ότι: «Όποιος θέλει να πολεμήσει ανδρεία με αυτούς τους σκοτεινούς δεν τον εμποδίζω αλλά τον βοηθώ».
Οκτώ χρόνια ακόμη αγωνίστηκε σκληρά εναντίον κάθε δαίμονος και κυρίως αυτού που προκαλεί την ανηθικότητα και την πορνεία. Στο διάστημα αυτό ο αγώνας ήταν εξαντλητικός. Κοιμόταν λίγο σε ένα είδος καρέκλας και δεν ξάπλωνε· νήστευε και προσευχόταν αδιάλειπτα· όταν έφθανε σε υπερβολική κόπωση και θλίψη τον παρηγορούσε η Χάρις του Θεού. Ο ίδιος στηρίζοντας αργότερα τα πνευματικά του παιδιά τους διηγόταν πολλές από αυτές τις θεϊκές παρηγοριές.
Στο διάστημα αυτό γνώρισε ένα πολύ ενάρετο ασκητή, τον Γέροντα Δανιήλ, που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου μετά από την ερημική και πανέμορφη περιοχή των Κρύων Νερών.
Ο ίδιος διηγείται: «Η τάξις μου ήτο να εσθίω άπαξ της ημέρας ολίγον· με μέτρον, ψωμί και φαΐ. Και καν Πάσχα ή Απόκρηες, ένα ήτον εις ημάς φαγητόν. Άπαξ. Και εις όλον το έτος ολονύκτιος αγρυπνία. Την τάξιν αυτήν παρελάβαμε με τον Γέρο-Αρσένιον από ένα νηπτικόν και άγιον Γέροντα, τον παπα-Δανιήλ.
Είχε και άλλους ετότε αγίους πολλούς. Αυτός ήτον ο ένας. Και ιερεύς και ησυχαστής άκρον. Δεν εδέχετο εις την Λειτουργίαν κανένα. Βαστούσε η Λειτουργία του τρισήμισυ και τέσσαρες ώρες. Από τα δάκρυα δεν ημπορούσε να δώση τας εκφωνήσεις. Εγένετο λάσπη το έδαφος. Δι αυτό και αργούσε πολύ. Αυτός ήτον πενήντα και πλέον ετών ιερουργός.
Μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την Θείαν Λειτουργίαν. Και την Σαρακοστήν όλες τες ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τέλους χωρίς ασθένειαν εκοιμήθη. Αυτός δεν εδέχετο κανένα ως είπομεν· αλλ’ εγώ επειδή ήμην πολύ επιτήδειος να ερευνώ διά να μάθω –δι’ αυτό, ή και οικονομία Θεού, όπου θερμώς τον εζητούσα– εσυγκατέβη και με εδέχετο. Και εις κάθε φοράν με έλεγεν ολίγα πλήρη χάριτος λόγια. Και εβάδιζα όλην την νύκτα διά να πάω εκεί μόνος, να ιδώ την όντως θείαν εκείνην παράστασιν, και να ακούσω ένα-δύο λογάκια. Ήσαν και άλλοι πολλοί, έχοντες έκαστος ίδιον χάρισμα και πάντες ηγιασμένοι, ευωδιάζοντες ως κρίνα την έρημον».
Συνεχίζεται…