Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (2)- Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή από τον Αρχιμανδρίτη Εφραίμ, Καθηγούμενο της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου
8 Οκτωβρίου 2009
Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Οταν κανείς ευτυχεί θεωρητικά για κάποιο διάστημα της ζωής του δεν θέτει ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή του. Απολαμβάνει για λίγο την ηδονή που προκύπτει από τα ευτυχή γεγονότα, ή και φαντάζεται ότι έχει την δυνατότητα να επεκτείνεται ευτυχώντας έως ότου πετύχει την ύψιστη ανάπαυση και χαρά του. Αυτό συνήθως συμβαίνει στις πιο μικρές ηλικίες, όταν άλλοι έχουν τις πραγματικές ευθύνες για τη ζωή –σήμερα μάλιστα για αρκετό χρονικό διάστημα– εφόσον τελειώνει κανείς τις σπουδές του σε ώριμη ηλικία.
Όταν σιγά σιγά συναντούμε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής, που δεν αποκλείεται να συμβούν και σε μικρή ηλικία, τότε αρχίζει ο προβληματισμός. Προβάλλονται και εντελώς φυσικά στον νου του ανθρώπου, ερωτήματα: Γιατί υπάρχω; Ποιό το νόημα σε αυτήν την ζωή; Ποιά είναι η αλήθεια για το πρόσωπό μου και τον κόσμο που ζω; Όταν απαντηθεί το ερώτημα ποιά είναι η αλήθεια, τότε μπορεί να δοθεί ουσιαστική λύση σε κάθε άλλο ερώτημα. Κάποτε αυτό το ερώτημα είχε τεθεί στον Χριστό από τον Πιλάτο «Τί εστίν αλήθεια»;(Ιω. 18,38). Φυσικά δεν περίμενε απάντηση. Το ερώτημα αυτό κουράζει, απογοητεύει· σκέπτεται κανείς ότι δεν υπάρχει απάντηση.
Σίγουρα κάθε τι που δημιουργεί χαρά ή ηδονή δεν είναι ταυτόχρονα και ευτυχία. Αυτό καθορίζει μια λεπτομερή παρατήρηση, που προέρχεται από την γνώση των ενεργειών που προσδίδονται στον ψυχικό μας κόσμο, όταν αποφασίσουμε να υλοποιήσουμε την μία ή την άλλη σκέψη.
Υπάρχουν παράλογες ηδονές που ξεγελούν τον άνθρωπο. Παρουσιάζονται σαν ευτυχίες και αλήθειες, που και ενεργούμενες δημιουργούν την γεύση της πικρίας και απογοητεύσεως. Αυτό φαίνεται καθημερινά σε όλους τους τομείς της ζωής: στα απεριόριστα πλούτη, στην καταπάτηση της προσωπικότητος του άλλου φύλου τρυγώντας μόνο την σωματική ηδονή με ψεύτικα αισθήματα.
Η αλήθεια όμως είναι πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό αποκαλύφθηκε ως «Εγώ ειμι η αλήθεια»(Ιω.14,6). Ταυτόχρονα αυτός είναι και η αγάπη, διότι «ο Θεός αγάπη εστίν»( Α΄Ιω. 4,8). Η πνευματική αγάπη δεν απομονώνεται στον εαυτό της, αλλά ζει την ευτυχία της μέσα στο άλλο πρόσωπο.
Η παρουσία του προσώπου Χριστού-Θεού στην γη ήταν προσφορά πρακτικής θυσίας-αγάπης, και η αγάπη αυτή προερχόταν από την εσωτερική ενέργεια του φωτός της Θεότητος, που έκρυβε μέσα Του και άφησε να φανεί εξωτερικά στο όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωσή Του. Η προσωπική Του ζωή είναι η αλήθεια για κάθε άνθρωπο, η αλήθεια όμως εφαρμοσμένη ως θυσία ανιδιοτελούς αγάπης προς τον κάθε άνθρωπο. Όλες οι εντολές Του οδηγούν στην αλήθεια, στην αγάπη, στο φως, στην μίμηση των αρετών του θεϊκού Του προσώπου.
Μόνο όποιος αποφασίσει να περάσει στο “στάδιο” της αυτοθυσίας μπορεί να κατανοήσει ότι μέσα από τους κόπους για την απόκτηση της αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους εχθρούς, πηγάζει η ενέργεια του φωτός εκείνου που ανακαινίζει, μεταμορφώνει τελείως τον εσωτερικό άνθρωπο και τον ανεβάζει στην ύψιστη επιτυχία και τον σκοπό της ζωής, την υιοθεσία, την νίκη κατά του θανάτου, την αιώνια ανάσταση, την θέωση της ανθρώπινης φύσεως.
Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, και ιδίως στον ελληνικό χώρο, άπειροι ήταν οι μάρτυρες αυτής της οδού.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έζησε στο Άγιον Όρος από το 1921 έως το 1959.
Η κατά κόσμον καταγωγή του μακαρίου αυτού Γέροντος ήταν από την νήσο Πάρο. Στα χρόνια που γεννήθηκε οι αξίες που χαρακτηρίζουν την ευγένεια του ανθρώπου ήταν ακόμη πολύ ισχυρές, όπως και στην δική του φτωχή κατά τα άλλα οικογένεια· αυτό του δώρισε άριστες αρχές και ενάρετο χαρακτήρα. Πολύ σύντομα έμεινε ορφανός από πατέρα και στερήθηκε την δυνατότητα να έχει ιδιαίτερες σπουδές. Τελείωσε την Β΄ Δημοτικού. Έτσι μόλις είχε τη δυνατότητα απλώς να διαβάζει και να γράφει χωρίς σωστό συντακτικό και με πολλά ορθογραφικά λάθη. Εργάσθηκε στον τόπο της γεννήσεώς του, τελείωσε την στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό και κατόπιν εργαζόταν στην Αθήνα ως μικροπωλητής.
Όνειρο – αποκάλυψη
Στην απλότητα των χρόνων εκείνων, σε περιβάλλον πολύ κοσμικό, όπως ήταν τότε η Αθήνα, μία ευγενική ύπαρξη γεμάτη αυτοθυσία και αγάπη, όπως ήταν ο Φραγκίσκος –αυτό ήταν το όνομά του πριν γίνει μοναχός– ζούσε μία ζωή έντιμη και προσεγμένη, έως ότου κάποιες συγκυρίες του άλλαξαν τελείως την ζωή. Ενώ μελετούσε βιβλία παλαιών ασκητών της Εκκλησίας, ένα αποκαλυπτικό όνειρο του έδωσε μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό. Βρέθηκε μπροστά σε μεγαλειώδεις ανακτορικούς χώρους και συνοδευόμενος από τους φύλακές του, φοβήθηκε, διότι δεν γνώριζε πως βρέθηκε εκεί, χωρίς να το αξίξει. Εκείνοι όμως χαμογέλασαν με καλοσύνη και του είπαν ότι είναι επιθυμία και θέληση του Βασιλέως να ανεβεί εκεί. Για την εποχή βέβαια εκείνη, αυτό ήταν ύψιστη τιμή. Εδώ όμως δεν συνάντησε ο Φραγκίσκος κάτι το επίγειο, αλλά περνώντας μέσα από ασύλληπτους για την γήινη διάνοια χώρους, σε μια ξένη για τους κοινούς θνητούς διάσταση, τον υποδέχτηκαν και του έδωσαν ενδυμασία πολύτιμη που έμοιαζε κατασκευασμένη από ολόλευκο φως, ενώ ταυτόχρονα του είπαν: «Από εδώ και στο εξής θα υπηρετείς εδώ».
Παρόμοιες “πληροφορίες” είχε συναντήσει ο Φραγκίσκος στην μελέτη των βίων των Γερόντων και ασκητών της ερήμου. Αυτό το όνειρο-αποκάλυψη συνοδευόταν και από μία υπερκόσμια θεϊκή ενέργεια, που γέμισε τον εσωτερικό κόσμο του Φραγκίσκου με τον πόθο να γνωρίσει τον Δημιουργό του, να απομακρυνθεί από κάθε τι γήινο, να μιμείται, πριν γίνει ακόμη μοναχός, την προσευχή, την νηστεία και την αγρυπνία των ασκητών, στην Πεντέλη και σε άλλους χώρους κοντά στην Αθήνα, που ήταν στην εποχή του σχεδόν ακατοίκητη.
Μία «τυχαία» γνωριμία του με Αγιορείτη μοναχό τον οδήγησε στο Άγιον Όρος, και μάλιστα στα ερημικότερα και ασκητικότερα μέρη του, στα Κατουνάκια. Ο Φραγκίσκος δεν ήταν ακόμη έμπειρος ασκητής, γνώριζε όμως από την μελέτη των βιβλίων παλαιών ασκητών και την φυσική του συνείδηση, ότι για να ονομάζεται κανείς άνθρωπος πρέπει να έχει νικήσει μέσα του όλα τα πάθη πού προσδίδουν στον ανθρώπινο χαρακτήρα τον θηριώδη και άλογο τρόπο ζωής. Αυτός ο άλογος τρόπος ζωής, όπως ως έμπειρος αργότερα ασκητής γράφει στα πνευματικά παιδιά που καθοδηγούσε, χαρακτηρίζεται από την υπερηφάνεια ή τον εγωισμό, την φιλαυτία ή την υπερβολική αγάπη του εαυτού μας και την πλεονεξία που ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να μαζεύει συνεχώς χρήματα. Στην συνέχεια της αλυσίδας αυτών των κακών είναι ο θυμός και η ταραχή, το μίσος και γενικότερα ό,τι αντιστρατεύεται την αγάπη.
Για να ξεκινήσει τον μοναχικό του αγώνα, σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει, έπρεπε να συναντήσει άλλους έμπειρους γέροντες, ώστε με την δική τους καθοδήγηση να περπατήσει τον δρόμο προς την θέωση, να πολεμήσει τις παράλογες επιθυμίες, να βρει συμπαράσταση από την θεία Χάρη, να νικήσει με την θεία ενέργεια κάθε μορφή κακίας, που είτε είχε κατακτήσει κάποιο μέρος της καρδιάς του τον καιρό που δεν εργαζόταν τις ευαγγελικές αρετές, είτε επρόκειτο να τον προσβάλει για να του ανακόψει τον δρόμο.
Στην προσπάθεια αυτή δυσκολεύθηκε· και ενώ έμενε προσωρινά στην πλέον ερημική περιοχή του Αγίου Όρους, την Βίγλα, που βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Όρους, και προσπαθούσε, όπως είχε διαβάσει στους βίους των οσίων, να προσεύχεται, να νηστεύει, να αγρυπνεί και να αναζητεί καθοδήγηση, κουράστηκε υπερβολικά, και με πόνο, αγωνία και δάκρυα παρακαλούσε τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο για βοήθεια και συμπαράσταση.
Συνεχίζεται…