Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (38)
29 Σεπτεμβρίου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
ΕΜΜΕΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή)
7. Εις την Κυρίαν Θεοτόκον
Παντάνασσα, Μητέρα μου, γλυκεία Παναγία,
του κόσμου η βασίλισσα, η πάντων σωτηρία,
η μόνη μου παράκλησις, η μόνη μου ελπίδα,
γλυκειά παρηγορία μου, Θεοτόκε Μαρία.
Η μόνη μου καταφυγή σ΄ όλας τας περιστάσεις
που συναντά ο μοναχός σ΄ όλας τας καταστάσεις.
Η των αγγέλων Άνασσα και πάντων ανωτέρα
των Χερουβείμ και Σεραφείμ όντως τιμιωτέρα·
του Παραδείσου άρωμα, τ΄ ουρανού η λαμπρότης
και των αγίων απάντων όλη η ώραιότης·
η σύλληψίς σου θαυμαστή, η γέννησις αγία
ανάπτυξις κι΄ ανατροφή εστάθης Παναγία.
Ω άμωμος περιστερά, εις τ΄ άγια των Αγίων
οι άγγελοι σε έτρεφαν από μάννα το θείον
προορισμένη απ΄ άνωθεν ότι θες να μας σώσης
κι΄ από του άδου τα δεσμά θα μας ελευθέρωσης.
Τον Λόγον η κυήσασα Πατρός του Προανάρχου
και φέρουσα δευτέρεια Θεού Τρισυπόστατου.
Εσύ γαλακτοτρόφησας τον Κτίστην των απάντων
και παρρησίαν έλαβες ως υπέρ πάντας λόγον,
να μεσιτεύης προς Θεόν εις τον Υιόν και Λόγον,
να προστάτευης τους πιστούς ως Μήτηρ ούσα όλων.
Δώσε μου λόγια, Δέσποινα, να σε υμνογραφήσω
και την μεγαλωσύνην σου γλυκά να μελωδήσω.
Ωσαύτως δος μου φωτισμόν, την γνώσιν, την σοφίαν,
την σύνεσιν, την φρόνησιν και θείαν ομιλίαν
και ό,τι λόγια αγαπάς, αυτά να μου χαρίσης,
να μελετώ να χαίρεται η χθαμαλή μου φύσις.
Διότι πάντα δύνασαι ως του Θεού Μητέρα,
αγγέλων η βασίλισσα και πάντων υπερτέρα.
Επάκουσον την δέησιν, Μητρόθεε Μαρία,
και φώτισόν μου την αχλύν, γλυκειά μου Παναγία·
κι΄ αφού εκαθοδήγησας και μ΄ έφερες ενθάδε,
μη με αφήσης, Δέσποινα, στου πάθους το σκοτάδι,
αλλά συ με καθάρισον, εσύ και φώτιζέ με
κι΄ από τους νοητούς εχθρούς, εσύ απάλλαξε με·
και χάρισόν μοι ένδυμα του γάμου, Δέσποινά μου,
το νοητόν και άυλον φόρεμα, Άνασσά μου,
διά να εισέλθω, Δέσποινα, στους γάμους του Νυμφίου,
μη τύχει και με διώξουνε ωσάν γυμνόν κι΄ αχρείον,
Ναι, Θεοτόκε Μαριάμ, ο πόθος της ψυχής μου,
η μόνη μου παράκλησις, η καθαρά ελπίς μου,
μη με αφήσης δέομαι, αλλά προστάτευέ με
και εις τους κόλπους του Χριστού εσύ παράστησε με·
κι΄ εν ώρα του θανάτου μου πλησίον μου να είσαι,
μην τρέμει η ψυχούλα μου, όταν το σώμα ΄φήνη·
πως δε και τα τελώνεια εκείθεν θα παρέλθω,
αν δεν σταθής πλησίον μου, πως έχω να διέλθω;
Οίμοι, γλυκειά Μητέρα μου, πολλά διανοούμαι,
μα πολεμίους έχω τρεις, που πάντα με νικούνε·
δαίμονες και συνήθεια κι΄ η ασθενής μου φύσις,
αυτά με κυριεύουνε, αν συ δεν βοηθήσης.
Το σώμα ρέπει διαρκώς σ΄ όλας τας αναπαύσεις,
η δε κακή συνήθεια τα θέλει ως νόμων τάξεις,
ο δε κακός διάβολος στέκει πάντα πλησίον
και πολεμεί με διαρκώς ως άγριον θηρίον.
Με παγιδεύει δεξιά, κι΄ αν δη ότι τον είδα,
στρέφει ευθύς αριστερά, μου φτιάχνει άλλη παγίδα·
αν του χαλάσω και αυτή, εξ όπισθεν με πιάνει,
μου κλείει το μνημονικόν, εις λήθην με γυρνάει·
κακείθεν αν πολεμηθή, απ΄ έμπροσθεν γυρνάει,
χειρώνει το φανταστικόν κι΄ άπειρα μου φαντάζει·
ει δε κακείθεν γνωριστεί, κάτωθεν κατεβαίνει
και εξεγείρει πόλεμον σαρκικόν παμμεγέθη,
κι΄ αφού κακεί η δύναμις του Χριστού τον νικήση,
ευθύς το διανοητικόν έξωθεν περισφίγγει,
μη συγχωρών ουδέ στιγμήν τον λογισμόν σταθήναι,
αλλά φθαρτά και μάταια πάντα διανοηθήναι,
προς δε και την καρδίαν μου ολόγυρα την κλείει
κι΄ όλο το περικάρδιο σφικτά το περικλείει,
μη συγχωρών ουδέ πνοή ελαφρά ν΄ αναπνεύσω,
αλλά βαριά, σκότους πικρά πνοή εβγαίνει έξω.
Πως δύναμαι λοιπόν εγώ, Δέσποινα Παναγία,
να πολεμήσω μόνος μου με τούτα τα θηρία,
αν σεις δεν με διδάξετε μαζί με τον Υιόν σου
και να΄ ρθη ο Παράκλητος που πέμπει ο Πλαστουργός μου,
όπου ως αύρα θαυμαστή, πνοή λεπτή ευώδης,
εισέρχεται νοΐ, ψυχή, λούων αισθήσεις όλες,
χαρίζων γνώσιν, φωτισμόν, διαύγειαν τελείαν,
ειρήνην εις τους λογισμούς κι΄ όλην ψυχής υγείαν,
λόγον, σοφίαν, σύνεσιν, φρόνησιν και ανδρείαν,
πίστιν, ελπίδα στον Θεόν κι΄ αγάπησιν τελείαν·
αλλά τι με ωφέλησαν, αν ταύτα πάντα λέγω,
αφού, όταν μακρύνεσαι, τυφλώνομαι δεν βλέπω
και πράττω τα ενάντια και όλως αποκτείνω
και ως τυφλός περιπατώ, διάκρισιν δεν έχω,
αλλά και φυσιούμενος ως άλλος Φαρισαίος,
αλησμονώ που καταντά το έσχατόν μου τέλος.
Δι΄ αυτό θερμώς παρακαλώ, Δέσποινα Παναγία,
μη με υστερής φωτισμού, Παντάνασσα Μαρία,
αλλά ενθάδε σκέπαζε εσύ και φύλαττέ με
από δε τα τελώνια εκεί απάλλαξέ με
κι΄ οδήγησόν με, Δέσποινα, εις τον Υιόν και Λόγον
του Προανάρχου και Πατρός και Ποιητού των όλων,
να χαίρω, να αγάλλωμαι μετά πάντων οσίων,
μετά δικαίων ευσεβών, μαρτύρων και αγίων,
ταις ευπροσδέκτοις σου ευχαίς και μητρικαίς δεήσεσ΄,
που ιλαρύνουν τον Θεόν και χαίρει πάσα φύσις.
Αμήν.
Συνεχίζεται…