Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ (διήγημα) (2)
20 Σεπτεμβρίου 2009
Β΄
Εγερθείς περί όρθρον βαθύν ο πτωχός Τσόμπανος, ο βόσκων ολίγας αίγας και μανδρίζων εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, ήμελξε τας αίγας του, και αφυπνίσας τον παραγυιόν του, τον έστειλε να φέρει την καρδάραν πλήρη εις το χωρίον, προς τον κολλήγαν του, τον προεστόν, και να γυρίσει γρήγορα οπίσω. Εάν ιδεί και αργούν ν’ ανοίξουν την γέφυραν, του είπε να κράξει τον φύλακα, τον πυλωρόν, και ν’ ανεβάσει το γάλα με το παλάγκο εις το Κάστρον επάνω. Αλλά να μη φύγει πριν λάβει είδησιν από τον κυρ Αναγνώστην, τον προεστόν, τον κολλήγα του, μη τυχόν ήθελε να του παραγγείλει τίποτε. Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν κι έφυγε τρέχων.
Είτα, αφού ενέβαλε το πολύ γάλα εις μέγαν λέβητα και έρριψεν άφθονον άλας εντός, εξ εκείνου το οποίον μόνος του εμάζευεν από ακρογιαλιά εις ακρογιαλιά, τρέχων επάνω εις τους βράχους, όπου έβγαζε κογχύλια και πεταλίδας, ο αιπόλος ήναψε πυρ και ησχολείτο να το βράσει, καθότι επρόβλεπεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να γευματίσει ο ίδιος με γάλα, πράγμα δυσάρεστον, εάν, ως ήτο λίαν πιθανόν, ο κολλήγας του ωλιγώρει να του στείλει «κανένα αρμυρό ψάρι». Διότι αυτός ο αιπόλος δεν ήτο από εκείνους οπού γίνονται φόρτωμα εις τους άλλους, και αν ο κολλήγας δεν είχε την καλήν διάθεσιν, αυτός δεν θα έρριχνε την υπόληψίν του, διά να τον κάμει στανικώς να τον φιλέψει ή αρμυρό ή άλλο τίποτε, ας πούμε. Άλλοι όμως ευρίσκουν, τρόπον τινά, το μέσον να τα έχουν καλά με τον κολλήγα, κι ενώ τα αρνάκια τα μισακά, κατά κανόνα, ο αετός τα τρώγει, αν και τα ιδικά τους τίποτε δεν παθαίνουν, αυτοί και πάλιν, να ’χουμε καλή ψυχή, τα καταφέρνουν μια χαρά! Και να ήτο τουλάχιστον αρκετόν το γάλα, διά να πήξει τυρόν ή μυζήθραν, υπομονή. Αλλ’ οργή Θεού είχε πέσει το έτος εκείνο εις τα βοσκήματα. Τα πράματα τα μισά του είχαν ψοφήσει· ολίγες μόνον γαλάρες του έμειναν· όλο και στέρφες. Δεν έκαμεν ο Θεός καλόν καιρό να βγάλει χορταράκι, να βοσκήσουν τα πράματα. Τι-σε κάμουν τα καημένα τα πράματα.
Είτα ο πτωχός Τσόμπανος ήρχισε να σοβεί το αιπόλιον, εξάγων τα ζώα προς νομήν εις την παρακειμένην κοιλάδα.
– Τσου! τσου! Στέρφα! ε! Ψαρή! όι! όι!
Μόλις προέβη ολίγα βήματα, και ιδού δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται ενώπιόν του και του κόπτουσι τον δρόμον. Εφόρουν ασυνήθη αναβολήν, και το ήθος των εφαίνετο όχι άγριον αλλ’ οπωσούν αλλόκοτον. Ο βοσκός δεν εφοβήθη, εξεπλάγη μόνον.
Ο μικρός σκύλαξ, προπηδήσας εις υπάντησίν των, τους υπεδέχθη με οργίλους υλακάς.
Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον. Ο εις των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην, είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσαν:
– Εσύ μπελλέκ ανάραφ εμείς ντρόμο σουφτ;[1]
Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ.
Ο ξένος επανέλαβε, συνοδεύων τας λέξεις δι’εκφραστικών χειρονομιών:
– Μπελλέκ, πού πάει ντρόμο… πολλοί, πολλοί, ελέφ ελεφίν.[2]
Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοεί ότι τον ηρώτων τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.
Χωρίς να υποπτεύσει τίποτε, τους έδειξε τον κυριώτερον δρόμον, τον φέροντα εις το φρούριον, όστις άλλως ήτο και ο μόνος ορατός, και διά νευμάτων τους έδωκε να εννοήσωσιν ότι, αν επροχώρουν ακόμη εκατοστύας τινάς βημάτων, θα έβλεπον μακρόθεν το Κάστρον προκύπτον εκεί εις τον αιγιαλόν μεταξύ γης και θαλάσσης.
Οι ξένοι έκαμαν νεύμα αποχαιρετισμού και απεμακρύνθησαν. Αλλά μετά τινας στιγμάς βλέπει και άλλους τέσσαρας, με όμοια ενδύματα, εξερχομένους από της γείτονος λόχμης και βαδίζοντας μετά προφυλάξεως προς συνάντησιν των πρώτων.
Ούτοι μόλις επί μίαν στιγμήν έγιναν ορατοί, άμα εξελθόντες είς τινα αλωήν, και έστρεφον οπίσω τας κεφαλάς ως να ανησύχουν μη τυχόν παρετηρήθησαν, και πάλιν εχώθησαν πάραυτα εις το δάσος.
Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ηξεύρει το διατί, έσπευσε προλαβών κι εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθεί αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε.
Τέλος και οι έξι έγιναν άφαντοι.
Ο βοσκός εστάθη επί του όχθου της γης, εφ’ου ευρίσκετο, υψηλός, ευθυτενής, με αγριόξανθον την ταχείαν στοιβωτήν κόμην, εστάθη ακουμβών επί της ράβδου του της μακράς και ήρχισε να σκέπτηται, και υποψίαι και φόβοι τον εκυρίευσαν. Κατ’ εκείνην την στιγμήν η πρώτη ακτίς του ανατέλλοντος ηλίου εφώτισε το προώρως ερρυτιδωμένον μέτωπόν του και τους χαρακτήρας του ισχνού προσώπου του, προσώπου μόλις τεσσαρακονταετούς, και η μορφή του εφάνη μυστηριωδώς θελγήτρου μετέχουσα, και δεν εφαίνετο άμοιρος ψυχικού ή και αισθητού κάλλους ο τραχύς και άξεστος Τσοπάνος, ο υψηλός και σκληραγωγημένος και ηλιοκαής, ο βόσκων τας ολίγας αίγας του εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών.
Ολίγαι παρήλθον στιγμαί και ακούει όπισθέν του, όχι και πολύ μακράν, θρουν φύλλων και κλάδων κινουμένων. Ο βοσκός ανεσκίρτησεν.
Ο θόρυβος ούτος ήτο ως εκ βηματισμού ανθρώπων μετά πολλής πατούντων προφυλάξεως, αλλά μη κατορθούντων, εν μέσω του χλοερού δάσους, να βωβάνωσιν εντελώς το βήμα.
– Κι άλλοι, κι άλλοι έρχονται, εψιθύρισε· τ’ είναι τάχα, Θεέ μου!
Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφλαλμούς της ψυχής του και οιονεί μυστηριώδης επίπνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του.
– Θα είναι κλέφτες! είπε.
Και χωρίς να χάσει καιρόν πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχει επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον.
– Εις όνομα Κυρίου! εψιθύρισε μόνον.
Συνεχίζεται…