Ιστορία της Εκκλησίας της Κύπρου (2)
17 Σεπτεμβρίου 2009
Αλλά τούς Φράγκους διαδέχτηκαν οι αλλόθρησκοι Τούρκοι. Αυτοί στην αρχή και για να εξουδετερώσουν τα υπολείμματα των Φράγκων, που βρίσκονταν στην Κύπρο, αλλά και για να επιτύχουν μία ειρηνική κατοχή της νήσου, επανέδωσαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου όλα τα προνόμια, πού είχε προηγουμένως, τις Επισκοπές, τα Μοναστήρια και αρκετή από την περιουσία, που άρπαξαν οι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αναγνωρίζοντας μάλιστα και τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο όχι μόνο ως αρχηγό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά και ως εθνικό αρχηγό των Κυπρίων. Ο κυπριακός λαός με την τουρκική κατοχή απαλλάχτηκε μεν από τη θρησκευτική καταπίεση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά οδηγήθηκε σε μια σκληρότερη δουλεία. Ζούσε σε μια συνεχή ανασφάλεια. Η ζωή του και η περιουσία του βρίσκονταν στη διάθεση και στον ετσιθελισμό του Τούρκου κατακτητή. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αρκετοί, για να σώσουν τη ζωή τους, αναγκάσθηκαν να εξισλαμισθούν και πολλοί να εκπατρισθούν.
Η Εκκλησία ως στοργική μητέρα παρηγορούσε, υποβάσταζε, ενίσχυε και συγκρατούσε το δούλο Κυπριακό Ελληνισμό. Οι ναοί δεν ήταν μόνο κέντρα λατρευτικά, αλλά γίνονταν και σχολεία και εστίες εθνικού φρονηματισμού και εμψύχωσης. Οι εκάστοτε Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίτες, «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν», κατόρθωναν με μία συνετή πολιτική απέναντι στους αιμοσταγείς και αδίστακτους τυράννους να εξασφαλίσουν την επιβίωση του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού της νήσου.
Οι κατακτητές, έξυπνα φερόμενοι, εκμεταλλεύονταν την προσπάθεια αυτή των Ηγετών της Εκκλησίας, γι’ αυτό και για δική τους διευκόλυνση, μαζί με την αναγνώριση τούτων ως εθνικών ηγετών του λαού, τους καθιστούσαν υπεύθυνους, και για την είσπραξη των φόρων και για την ομαλότητα στη νήσο. Ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος, που αναγνωρίσθηκε επίσημα και από την Υψηλή Πύλη ως εθνικός ηγέτης του λαού της νήσου, ήταν ο Νικηφόρος, το 1660 μ.Χ. Αλλά και οι Αρχιεπίσκοποι και οι Επίσκοποι βρίσκονταν σε οποιαδήποτε στιγμή στη διάθεση των Τούρκων κατακτητών. Με φιρμάνια της Πύλης, απομακρύνονταν από τους θρόνους τους, πολλές φορές εξορίζονταν ή και θανατώνονταν έμμεσα και άμεσα και αντικαθίσταντο από άλλους. Παράλληλα όμως και η Ιεραρχία της νήσου δε σταματούσε να μελετά τρόπους και να ενεργεί μυστικά για την απελευθέρωση του ποιμνίου της από τους Τούρκους.
΄Ετσι οι Αρχιεπίσκοποι Τιμόθεος, Βενιαμίν, Χριστόδουλος Α’ και Νικηφόρος προσήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τούς βασιλείς της Ισπανίας και τούς δούκες της Σαβοΐας για την απαλλαγή της νήσου από την τουρκική κυριαρχία. Πάντοτε δε όλοι οι Αρχιεπίσκοποι και γενικά οι Ιεράρχες της νήσου έκαμναν ό, τι μπορούσαν για την ελάττωση των φόρων, τη διάσωση του ποιμνίου τους από τις ραδιουργίες και τις συκοφαντίες των Τούρκων και από τα άλλα κακά, που οι Τούρκοι κατακτητές προέβαιναν σε βάρος του κυπριακού λαού. Ο μαρτυρικός θάνατος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των Μητροπολιτών Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρεντίου, του Ηγουμένου Κύκκου Ιωσήφ και άλλων προκρίτων, κληρικών και λαϊκών, υπήρξε η αποκορύφωση των φοβερών δεινών, που υπέφερε η Εκκλησία και όλος ο Κυπριακός Ελληνισμός κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Η Τουρκοκρατία τερματίσθηκε το 1878 με την ενοικίαση της Κύπρου στους Άγγλους. Η είδηση για μεταβίβαση της εξουσίας σε μία χριστιανική δύναμη έγινε δεκτή με πολλή χαρά από την Εκκλησία Κύπρου και το πλήρωμά της, γιατί την είδαν όλοι όχι μόνο ως απαλλαγή από τον τουρκικό ζυγό, αλλά και ως απαρχή της πλήρους απελευθέρωσης. Τα πράγματα, όμως, δε δικαίωσαν αυτές τις ελπίδες. Βέβαια κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας αποκαταστάθηκε κάπως ο νόμος και η τάξη και ο λαός αισθανόταν κάποια ασφάλεια. ΄Ηταν πιο ελεύθερη η ίδρυση σχολείων και η ανάπτυξη δραστηριότητας σ’ όλους τους τομείς της ζωής. Παρά ταύτα και οι νέοι κατακτητές επενέβαιναν πολλές φορές με περιοριστικούς νόμους τόσο στη διοίκηση της Εκκλησίας, όσο και στην παιδεία και στους άλλους τομείς της εθνικής, οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας του λαού.
Το 1914 η αγγλική κυβέρνηση προσάρτησε την Κύπρο και το Μάρτιο του 1925 την κήρυξε σε αποικία. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου αντιλήφθηκε ότι οι Άγγλοι προσπαθούσαν να εδραιώσουν και να μονιμοποιήσουν την κυριαρχία τους πάνω στη νήσο. Γι’ αυτό άρχισε να συστηματοποιεί με επικεφαλής την Εκκλησία τον αγώνα για απελευθέρωση της νήσου. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια εντάσσεται η λαϊκή εξέγερση του 1931, που οι ΄Αγγλοι κατακτητές κατέστειλαν κατά τρόπο ωμό. Δύο Μητροπολίτες, ο Κιτίου Νικόδημος και ο Κυρηνείας Μακάριος, εξορίστηκαν, όπως και άλλοι πρόκριτοι της νήσου, του δε Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄ και του Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου περιορίσθηκαν με ειδικούς νόμους οι κινήσεις και οι ενέργειες. Το 1933 ο Αρχιεπίσκοπος πέθανε και έτσι η Εκκλησία Kύπρου έμεινε χωρίς Αρχιεπίσκοπο και με ένα μόνο Ιεράρχη, το Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο, μέχρι το 1946, οπότε ήρθησαν οι περιορισμοί στην εκλογή Αρχιεπισκόπου και Μητροπολιτών, που επέβαλε η αγγλική διοίκηση, και επιτράπηκε η επάνοδος από την εξορία του Μητροπολίτη Κυρηνείας Μακαρίου. Ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος πέθανε στην εξορία το 1937.
Μετά την άρση των περιορισμών καταρτίσθηκε Εκλογική Σύνοδος από τούς υπάρχοντες δύο Ιεράρχες, Πάφου και Κυρηνείας, και το Μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείμ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία, με βάση τις πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας Κύπρου, προέβη στην πλήρωση του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου με την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου του Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου, ο οποίος 37 μέρες μετά την εκλογή του πέθανε. Δύο άλλοι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Περγάμου Αδαμάντιος και ο Σάρδεων Μάξιμος, ύστερα από πρόσκληση της Εκκλησίας Κύπρου, ήλθαν στη νήσο προς καταρτισμό νέας Εκλογικής Συνόδου, η οποία προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου Αρχιεπισκόπου και Μητροπολιτών για τούς κενούς θρόνους. Εκλέγηκαν Αρχιεπίσκοπος ο από Κυρηνείας Μακάριος ο Β’ και Μητροπολίτες οι Πάφου Κλεόπας, Κιτίου Μακάριος και Κυρηνείας Κυπριανός. Το 1950 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’ και εκλέγηκε Αρχιεπίσκοπος ο από Κιτίου Μακάριος ο Γ’.
Μετά την εκλογή των μελών της Ιεράς Συνόδου, η Εκκλησία Κύπρου ρίχτηκε στη μάχη για την ανασυγκρότηση της, επιτυγχάνοντας την αναδιοργάνωση όλων των τομέων: θρησκευτικού, κοινωνικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού, εθνικού. Το 1949 ιδρύεται η Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας» για τη μόρφωση του κλήρου, διοργανώνονται Σεμινάρια, Κατηχητικά Σχολεία και Χριστιανικές Κινήσεις, ιδρύονται Θρησκευτικοί Σύλλογοι και καταρτίζεται από επιφανείς εκπρόσωπους του κυπριακού λαού το Εθναρχικό Συμβούλιο. Το 1950 το Γραφείο Εθναρχίας, του οποίου προήδρευε ο τότε Μητροπολίτης Κιτίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, προκήρυξε δημοψήφισμα για το μέλλον του Κυπριακού λαού, ο οποίος στο σύνολό του τάχθηκε υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο Μακάριος Γ’ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην πνευματική ανύψωση του κλήρου και του λαού και στη βελτίωση της μισθοδοσίας του κλήρου, μερίμνησε για τη δημιουργία φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ανύψωσε το εθνικό φρόνημα και οργάνωσε συστηματικά τον εθνικό αγώνα τόσο σε διεθνή κλίμακα, όσο και στο εσωτερικό για απελευθέρωση της νήσου. Αποτέλεσμα αυτής της δράσης του Μακαρίου Γ’ ήταν και ο κατά της αγγλικής κατοχής απελευθερωτικός αγώνας του 1955-59 κάτω από την πολιτική καθοδήγηση του ιδίου και τη στρατιωτική ηγεσία του Γεωργίου Γρίβα- Διγενή.
Μετά την ανεξαρτησία, ύστερα από την επίμονη απαίτηση και την ψήφο του λαού, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ ανέλαβε και την προεδρία της Δημοκρατίας της Κύπρου (1960). Με τη δραστηριότητά του, την αγάπη του προς το λαό του και την ευρύτητα της σκέψης του εμφύσησε μοναδική δημιουργική πνοή σ’ όλους τούς τομείς, ώστε η Κύπρος σε σύντομο χρονικό διάστημα παρά τη μικρότητά της πέτυχε να πάρει αξιόλογη θέση ανάμεσα στα προηγμένα κράτη του κόσμου.
Κατά την αρχιεπισκοπία του Μακαρίου Γ’, κατόπιν απομάκρυνσης από τούς θρόνους τους των Μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, λόγω παρασυναγωγής εναντίον του Πρώτου, σχηματίστηκαν δύο νέες Mητροπόλεις: η Μητρόπολη Λεμεσού, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κιτίου, και η Μητρόπολη Μόρφου, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κυρηνείας.
Δυστυχώς, όμως, η εκκλησιαστική κρίση του 1972-73, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που σχεδιάστηκε και ενθαρρύνθηκε από εξωγενείς παράγοντες και που εξανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ να εγκαταλείψει την Κύπρο για σύντομο χρονικό διάστημα, ως και η βάρβαρη τουρκική εισβολή, πού ακολούθησε, ανέκοψαν την προς τα πρόσω πορεία της νήσου μας. Το 37% του εδάφους της αρπάγησαν από τον εισβολέα και το ένα τρίτο τoυ πληθυσμού αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από τις πατρογονικές του εστίες. Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1974, για να μοιραστεί με το λαό του τον πόνο, την αγωνία και τον αγώνα. Η επιστροφή του ενέπνευσε στο λαό την πίστη στη δικαίωσή του και τον ενθάρρυνε να ριχτεί και πάλι στον αγώνα για την ανασυγκρότηση και. αναστήλωση των ερειπίων και την απελευθέρωση της σκλαβωμένης γης του. Το μοίρασμα, όμως, της νήσου, για την πρόοδο και την ελευθερία της οποίας τόσο μόχθησε ο Μακάριος, ο πόνος και η αγωνία του λαού του, η αναπόληση των σκλαβωμένων εδαφών, η βεβήλωση των ιερών και των οσίων και η αδιαφορία, αν όχι και η συνωμοσία, των ξένων, δεν άφησαν ανεπηρέαστο το Μακάριο. Τέλος, επανειλημμένες καρδιακές προσβολές τον οδήγησαν στον τάφο στις 3 Αυγούστου 1977.
Σε διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ εκλέγηκε ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, ο από Πάφου Χρυσόστομος. Κατά την αρχιεπισκοπεία του Χρυσοστόμου, μεταξύ των άλλων, συντάχθηκε καί εγκρίθηκε, το 1979, ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας Κύπρου, ο οποίος αντικατέστησε εκείνον του 1914.
Από το Εορτολόγιον Εκκλησίας Κύπρου