Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ
16 Σεπτεμβρίου 2009
Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη
Καθηγητή
Στο σύγγραμμά του, “Περί της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας”, ο άγνωστος συγγραφέας του τέλους του πέμπτου αιώνα καταγράφει δύο “ιεράς επωνυμίας”, όπως λέει, οι οποίες εκφράζουν με περιεκτικό τρόπο τον χαρακτήρα και το ήθος “της των μοναχών φιλοσοφίας”. Πρόκειται για τις επωνυμίες “θεραπευταί” και “μοναχοί”.
Και κατά πρώτο λόγο, αυτοί που ενστερνήσθησαν τον “μονήρη βίο” ονομάζονται “θεραπευταί” γιατί είναι αφοσιωμένοι, όπως επιγραμματικά τονίζεται, “εις την του Θεού καθαρά υπηρεσία και θεραπεία”.
Η επωνυμία “θεραπευταί” φαίνεται ότι έχει μακριά ιστορία, υιοθετήθηκε δε ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, διασώζει τις αντιλήψεις του Ιουδαίου Φίλωνος, ο οποίος, αναφερόμενος στην “φιλοσοφικωτάτη” και “σφοδροτάτη” άσκηση των πρώτων εραστών του “θεωρητικού βίου”, σημειώνει ότι ονομάζονται “θεραπευταί”. Επεξηγεί δε τον λόγο: Επειδή “τας ψυχάς των προσιόντων αυτοίς των από κακίας παθών, ιατρών δίκην, απαλλάττουσι” ή ακόμη “ένεκα της περί το θείον καθαρής και ειλικρινής θεραπείας”. Ο Ευσέβιος, όπως και ο Ιερώνυμος, πιστεύει ότι οι απόψεις αυτές του Φίλωνος αναφέρονται στον “βίο των παρ ημίν ασκητών”, τον οποίο “ιστορεί”, “ουκ ειδώς μόνο, αλλά και αποδεχόμενος εκθειάζων τε και σεμνύνων”.
Δεν επιθυμώ να εμπλακώ στη συζήτηση αν όντως υπήρχε περίπτωση ο Φίλων να ήταν γνώστης του θεωρητικού βίου των πρώτων χριστιανών, ούτε αν οι εκτιμήσεις του Ευσεβίου έχουν ιστορική καταξίωση. Εκείνο το οποίο θέλω να εξάρω είναι ότι το μοναχικό ήθος προσδιορίζεται από τον συγγραφέα της “Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας” με μια παλαιά επωνυμία, η οποία προδιαγράφει δύο τινά: πρώτο, τον αποκλειστικό προς το θείο προσανατολισμό του μοναχικού βίου, και δεύτερο, την από πρόσωπο σε πρόσωπο πραγμάτωση της αγάπης και τους ελέους.
Η θεραπεία του Θεού και η θεραπεία του ανθρώπου συνιστούν τους δύο στόχους της μοναχικής κλήσεως. Η έννοια δηλ. “θεραπευταί” με τη χριστιανική της ασφαλώς σημασία, αποκλείει κάθε στεγανή και μονιστική κατανόηση της μοναχικής πολιτείας, αποτελεί δε, σε τελευταία ανάλυση, σύνοψη της χρήσης ευαγγελικής αρχής: “αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου εξ όλης της καρδιάς σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου” και “αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σε εαυτόν” (Μάρκ. 12: 30-31. Ματθ. 22: 37-39). Έχει σημασία, για μια ορθή εκτίμηση του Ορθόδοξου μοναχικού βίου, να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι, ήδη από τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας, απεκλείσθη μια “μυσταγωγική”, μονιστική και ατομοκεντρική μοναχική ζωή. Ήδη από τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας η μοναχική κλήση απέβλεπε στη διττή κατεύθυνση: θεραπεία του Θεού και θεραπεία του ανθρώπου.
Είναι βέβαια αυτονόητο ότι, όταν γίνεται λόγος για “θεραπεία του ανθρώπου” ουδόλως υποτίθεται εξωστρέφεια, η οποία αναντίρρητα αποδιοργανώνει τη ζωή της αφιερώσεως. Ούτε ασφαλώς υπονοείται ένας “ακτιβισμός”, μια κοσμική δραστηριότητα, η οποία εγκλωβίζει τον μοναχό στη διαδικασία της κοινωνικής προσφοράς και της “βελτιώσεως” της ζωής του ανθρώπου. Η “θεραπεία του ανθρώπου” υποδηλώνει την ευθύνη την οποία έχει και ο μοναχός, μέσα στα πλαίσια της μοναχικής του κλήσεως, να συμμερίζεται, με τον τρόπο που αρμόζει στην μοναχική ζωή, την ποία ανθρώπινη τραγωδία. Ο Μ. Βασίλειος στον λόγο του “Πως δει κοσμείσθαι τον μοναχόν” παρατηρεί ότι, οφείλει “συμπάσχειν τοις πάσχουσι και συνδακρύειν και σφόδρα τούτους πενθείν . . . νουθετείν τους ατάκτους παραμυθείσθαι τους ολιγόψυχους υπηρετείν τοις αρρώστοις, πόδας αγίων νίπτειν ξενοδοχίας και φιλαδελφείας επιμελείσθαι”.
Οι λόγοι αυτοί του Μ. Βασιλείου επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός δεν παραχαράσσει την διττή ευαγγελική κατεύθυνση: “αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου . . . και τον πλησίον σου ως σε αυτόν”. Αυτός που στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης ονομάζεται “πλησίον” (Λουκ. 10: 29. Πράξ. 7: 27. Ρωμ. 13: 9-10. 15: 2. Εφ. 4:25. Ιακ. 4: 12) δεν είναι έξω από τον κύκλο των ενδιαφερόντων του μοναχού. Έτσι και ο έσχατος ακόμα ερημίτης, αυτός που πράγματι ζει “εν ερημίαις και εν σπηλαίοις”, με την οσιακή του ζωή θεραπεύει τον άνθρωπο και αγιάζει την κτίση ολόκληρη. Η αγιότητά του διοχετεύεται μ έναν τρόπο μυστικό σ ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα, “προσαναπληρούσα τα υστερήματα των αγίων”. Μ αυτή την έννοια ο μοναχός προσεύχεται γι αυτούς που δεν μπορούν ή δεν έχουν μάθει να προσεύχονται. Ο “απαρηγόρητος” βίος του γίνεται μυστικά θεραπεία του ανθρώπου και παρηγοριά του κόσμου.
Τη διττή κατεύθυνση του μοναχικού βίου προσδιόριζε με τη λιτότητα και τη βαρύτητα του λόγου του ο Ευάγριος, όταν κατέγραφε τους γνωστούς τέσσερις ορισμούς του:
o “Μακάριος εστί μοναχός, ο πάντων την σωτηρίαν και προκοπή, ως οικείαν μετά πάσης χαράς ορών”.
o “Μακάριος εστί μοναχός, ο πάντας ανθρώπους ως Θεόν, μετά Θεόν λογιζόμενος”.
o “Μοναχός εστίν, ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος”.
o “Μοναχός εστίν, ο εαυτόν μετά πάντων ηγούμενος, δια το εν εκάστω εαυτόν απαραλείπτως δοκείν οράν”.
Ιδιαίτερη όμως σημασία για το θέμα μας παρουσιάζει η δεύτερη “επωνυμία”, την οποία βρίσκουμε στην Εκκλησιαστική Ιεραρχία η γνωστή δηλαδή και καθιερωμένη επωνυμία “μοναχοί”.
Η ετυμολογική ανάλυση του όρου “μοναχοί”, την οποία επιχειρεί ο οξύνους συγγραφέας του κειμένου αυτού, προκαλεί και πράγματι μπορεί να αποτελέσει σταθερή βάση πάνω στην οποία είναι δυνατό να στηριχθεί μια θεολογία του μοναχικού βίου. Το θέμα είναι ότι, οι μοναχοί φέρουν το επώνυμο αυτό, όχι απλώς γιατί διάγουν βίο “εν τη μονώσει”, ούτε βέβαια γιατί επέλεξαν την αγαμία ως τρόπο ζωής, αλλά γιατί η κλήση τους αποβλέπει στην μία και μόνη ζωή, γιατί είναι εραστές “της αμέριστου και ενιαίας ζωής, της ενοποίησης αυτών, εν ταις των διαιρετών ιεραίς συμπτύξεσιν, εις θεοειδή μονάδα και φιλόθεον τελείωσιν”.
Η μοναχική πολιτεία καταξιώνεται ως “φιλοσοφία”, “εν επιστήμη των ενοποιών εντολών ενεργούμενη”, γιατί είναι υπέρβαση και αποταγή “των μεριστών ζωών και φαντασιών”. Εδώ η μοναχική ζωή προβάλλεται ως άρση της πολλαπλότητας και διαχύσεως, την οποία εισήγαγε η αμαρτία και την οποία εκτρέφει το φρόνημα του κόσμου. Κατανοείται ως επιστροφή σε μια ζωή επανασυγκροτήσεως, ως παλινδρόμηση στην ακεραιότητα του αυθεντικού ανθρωπίνου προσώπου. Ο συγγραφέας της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας συνοψίζει στην ακόλουθη φράση του την κλήση των μοναχών: “Προς το εν αυτών οφειλόντων ενοποπιείσθαι και προς ιεράν μονάδα συνάγεσθαι”.
Η αντίληψη ότι ο πνευματικός δρόμος είναι διάβαση από την πολυμέρεια στην ενότητα, από το πολλαπλό, το πολυσχιδές και πολύπλευρο στο απλό και στο ένα, είναι σαφώς αντίληψη νεοπλατωνική. Ο Πλωτίνος π.χ. μιλάει για την “πολυειδή” ενέργεια, την “δι ετερότητος χωριζομένην”, την οποία και αντιδιαστέλλει από την “ενοειδή” θεία πραγματικότητα. Ο Θεός του Πλωτίνου κατανοείται ως “δύναμη γεννώσα τα όντα, μένουσα εν αυτή και ου ελαττούμενη”. Στην ίδια γραμμή κινείται και η σκέψη του νεοπλατωνικού Πρόκλου, ο οποίος αντιλαμβάνεται την “θεία ένωση” ως “ένα όρμο ασφαλή των όντων απάντων”. Το “εν” τούτο είναι “υποστατικό και σωστικό των όντων απάντων”.
Ενώ όμως μπορεί να επισημάνει κανείς φραστική, εξωτερική δηλ. συγγένεια μεταξύ νεοπλατωνικού μυστικισμού και χριστιανικής πνευματικότητος, είναι πέρα πάσης αμφιβολίας ότι, η χριστιανική διδασκαλία περί του “ενός” διαφοροποιείται ριζικά από την νεοπλατωνική σκέψη. Κατ αρχάς στην νεοπλατωνική κατανόηση διαπιστώνουμε μια εκ προοιμίου αρνητική στάση έναντι του κόσμου. Είναι αναγκαίο να παραιτηθεί κανείς από τον πολλαπλό κόσμο για να συναντήσει το “εν”. Ο κόσμος στην ουσία του είναι κάτι βδελυρό, μόνο δε με τη φυγή μπορεί κανείς να λυτρωθεί από τα δεινά που του επιφυλάσσει. Επί πλέον το νεοπλατωνικό “εν” είναι μια απόλυτα απρόσωπη έννοια. Δεν υπάρχει εδώ η έν ελευθερία σχέση προσώπου προς πρόσωπο, αλλά μια σχέση η οποία εξαφανίζεται μέσα σε μια άβυσσο αοριστίας. Το “εν” του νεοπλατωνικού μυστικισμού είναι τελικά ψυχρό, αόριστο και ανέφικτο υπέρτατο “αγαθόν”. Πρόκειται για ένα υπέρ ον, το οποίο ταυτίζεται προς την ίδια τη νοημοσύνη. Κατά το νεοπλατωνικό μυστικισμό, αυτό το οποίο θεοποιεί την ψυχή είναι ο υπέρτατος νους. Ο ανθρώπινος νους οφείλει να κινηθεί και να ταυτισθεί προς αυτόν τον υπέρτατο νου. Η κίνηση δηλ. για τη συνάντηση του ενός, η θεωρία, οδηγεί σε μία ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου. Εδώ δεν υπάρχει η σχέση των δύο, υπάρχει μόνο το απρόσωπο ένα. Πρόκειται πράγματι γι αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως “μυστικιστικός μονισμός”. Είναι αυτονόητο ότι εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια γι αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζουμε “κοινωνία”.
Στη χριστιανική σκέψη η προς το “εν” κατεύθυνση είναι ελεύθερη, τόσο από το μυστικιστικό μονισμό του νεοπλατωνισμού, όσο και από ποια διάθεση αποδοχής ενός θεωρητικού βίου, ο οποίος είναι έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Το χριστιανικό “εν” δεν είναι κάποιο ανεξήγητο και αβυσσαλέο αγαθό προς το οποίο αναφέρονται μεμονωμένα άτομα, αλλά ο προσωπικός Θεός προς τον οποίο ελεύθερα κατευθύνεται ο κάθε πιστός μέσα στην Εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία και με τους δοκιμασμένους τρόπους που η Εκκλησία γνωρίζει, αίρεται η διάσπαση, καρπός της αμαρτίας, σ όλα της τα επίπεδα και πραγματοποιείται η αποκατάσταση της κοινωνίας με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή με τον Θεό συνεπάγεται την επανασυγκρότηση του ανθρωπίνου προσώπου και την αρμονική σχέση όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Ο Ευάγριος, αναφερόμενος στην Αρχιερατική προσευχή του Χριστού και ειδικότερα στο σημείο: “Δος αυτοίς, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσι, καθώς εγώ και συ εν εσμέν”, επισημαίνει: “Εις ων ο Θεός, εν έκαστο γινόμενος ένοι τους πάντας και απόλλυται ο αριθμός τη της μονάδας επιδημία”. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην Εκκλησία είναι πράγματι ξένη η έννοια “διάσταση”, “χωρισμός” και “απομόνωση”. “Δεν αρμόζει στο Χριστιανό”, σημειώνει ο π. Γ. Φλωρόφσκι, “να αισθάνεται χωρισμένος και απομονωμένος. Ο άνθρωπος σώζεται μόνο ενωμένος με την καθολική Εκκλησία, καθ όσον unus christianus, nullus christianus.
Μέσα σ αυτό το εκκλησιολογικό πλαίσιο θα πρέπει να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί η μοναχική μαρτυρία. Μέσα σ αυτό το εκκλησιολογικό πλαίσιο η προσωπική άσκηση, η προσευχή, ο ενάρετος βίος δεν δηλώνουν ατομικά και μόνο επιτεύγματα ή ανθρώπινες ικανότητες, αλλά κατανοούνται ως έκφραση της μιας ζωής της Εκκλησίας, της καθολικής της αυτοσυνειδησίας, της ενιαίας εμπειρίας της, του ενός ήθους και φρονήματός της. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι, στην παράδοση της Ορθοδοξίας, Εκκλησία είναι η ενότητα εν χάριτι ζωής, η οποία δόθηκε από τον Χριστό και αδιάκοπα συντηρείται στο κάθε ιστορικό παρόν, εν Αγίο Πνεύματι. Αυτή η ενότης εν χάριτι ζωής συνιστά το κοινό ήθος στο οποίο συναντιόνται τα επιμέρους ανθρώπινα πρόσωπα, ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους κλήσεις και τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους. Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει ένας κοινός δρόμος, τον οποίο καλούνται να βαδίσουν με συνέπεια όλοι όσοι ελεύθερα έχουν δεχθεί τον ζυγό του Χριστού (Ματθ. 11: 29-30).
Η κλήση όλων των πιστών, μέσα στην Εκκλησία, είναι: “δια πάσης ταπεινής αγωγής ενώσαι εαυτούς τον Θεό”. Αυτό σημαίνει ότι ο κοινός δρόμος, στον οποίο συναντιόνται όλοι οι πιστοί, προσδιορίζεται ως δρόμος συνεπής υπακοής στο θείο θέλημα. Ο Δωρόθεος Γάζης διευκρινίζει ότι, “αι εντολαί Χριστού πάσι τοις χριστιανοίς εδόθησαν, και υπόκειται πας χριστιανός φυλάξαι αυτάς”. Κάθε πιστός με την είσοδό του στην Εκκλησία, κατά το Βάπτισμά του, αποκηρύσσει τον πρότερο πολύπλοκο βίο του και δίνει υποσχέσεις οι οποίες καθορίζουν τον χαρακτήρα της νέας του εν Χριστώ ζωής. Εδώ έχουμε μια σύνταξη όλων των πιστών σ ένα νέο τρόπο υπάρξεως, ο οποίος αποβλέπει σε μια κοινή κατεύθυνση και χαρακτηρίζεται από ένα κοινό ήθος.
Ο μοναχικός βίος δεν είναι έξω απ αυτήν την κοινή κλήση. Η μοναχική πολιτεία δεν είναι μια “αντι-πολιτεία” σε σχέση με το χριστιανικό εν γένει πολίτευμα. Είναι όμως μια “αντι-πολιτεία” σε σχέση με το φρόνιμα του κόσμου. Οι μοναχοί, επισημαίνει ο Δωρόθεος, “κατενόησαν τι εν το κόσμο όντες, ούκ ευχερώς δύνανται κατορθώσαι την αρετήν, και επενόησαν εν αυτοίς ξένον βίο, ξένην τινά διαγωγή”. Ο “ξένος” αυτός “βίος” είναι απόλυτα εκκλησιαστικός βίος. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούν και χαρακτηρίζουν την εκκλησιαστική πολιτεία. Ακόμα περισσότερο, η μοναχική “διαγωγή”, η “σεμνότερη διαγωγή”, όπως θα έλεγε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εκφράζει με αυθεντικό και απόλυτο τρόπο την εκκλησιαστική διαγωγή. Αποτελεί κοινό τόπο ότι, η εκκλησιαστική διαγωγή αρχίζει με την αποδοχή μιας κλήσεως, η οποία υποθέτει την αποταγή του κοσμικού φρονήματος και η οποία συνοψίζεται στη φράση του Χριστού: “Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω το σταυρό αυτού και ακολουθείτω μοι” (Ματθ. 16: 24). Οι μοναχοί, με την εκούσια αποδέσμευσή τους από “πάσα την βιοτική μέριμνα”, με την προσφορά των “δώρων” της “παρθενίας και ακτημοσύνης”, τηρούν με ακρίβεια την αφετηριακή και θεμελιώδη αυτή αρχή του εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Αυτό σημαίνει ότι οι μοναχοί ακολουθούν πιστά και μ όλες τις συνέπειες μια ζωή “υποταγής” και “ξενιτιάς”. Ή μάλλον η ζωή τους αρχίζει μ ένα έξαλμα ελευθερίας (πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τα δρώμενα κατά την ακολουθία της μοναχικής κουράς;) και θεμελιώνεται σ ένα συνεχές φρόνημα ελευθερίας. Η “ξενιτιά” είναι πράξη ελευθερίας, κατανοήθηκε δε πάντα στην ανατολή ως δημιουργική “υποταγή”, ως αφοσίωση σ ένα απόλυτα πνευματικό – χριστιανικό “εργόχειρο”. “Πρώτη των λαμπρών αγωνισμάτων”, μας λέει ο άγιος Νείλος, “εστί ξενιτιά”. Η αποδέσμευση από “πατρίδα, γένος, ύπαρξη”, είναι αυτή που τοποθετεί τον μοναχό “έμπροσθεν των λαμπρών αγώνων”. Βέβαια είναι δεδομένο ότι η “ξενιτιά”, ως τρόπος ζωής, έχει μια καθολική αναφορά. Ο κάθε πιστός υποχρεώνεται να αποστασιοποιηθεί απ αυτό που ονομάζουμε φρόνημα του κόσμου. Η παρουσία του Χριστού στην ιστορία, η ζωή γενικά του Χριστού, οδηγεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό απ αυτό που προσφέρει η ζωή μας μέσα στον κόσμο. Η καθολικής σημασίας πρόσκληση του “Ακαθίστου”: “Ξένον τόκο ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες”, βρίσκει στην μοναχική πολιτεία την κατά γράμμα εφαρμογή τους.
Είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι ήδη από τους πρώτους χρόνους του μοναχικού πολιτεύματος υπήρχε βαθιά πεποίθηση ότι ο “ξένος” αυτός βίος είναι σαρξ εκ της σαρκός της Εκκλησίας είναι η ίδια η εκκλησιαστική ζωή, βιούμενη από πρόσωπα τα οποία έχουν ολοκληρωτικά αφοσιωθεί σ αυτήν. Στον βίο του Μ. Αντωνίου, ο Μ. Αθανάσιος περιγράφει την μοναχική κοινωνία, της εποχής του Μ. Αντωνίου, ως ιδιάζουσα κοινωνική κατάσταση ως πολιτεία εν Χριστώ κοινωνίας και αγάπης. Ως άλλου είδους πολιτεία, η οποία δεν ήταν άλλη παρά η αυθεντική εικόνα της εκκλησιαστικής πολιτείας. “Η έρημος επολίσθη”, παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, “υπό μοναχών, εξελθόντων υπό των ιδίων, και απογραψαμένων της εν τις ουρανοίς πολιτεία”. Σ αυτή την άλλης τάξεως πολιτεία η ομόνοια και η εν Χριστώ ευσέβεια, η εφαρμογή των ευαγγελικών αρχών και η αφοσίωση ήταν θεμελιακά της δομής και της υπάρξεώς της.
Αλλά και σε λίγος μεταγενέστερους χρόνους, όταν δηλ. το κοινοβιακό σύστημα καθιερώθηκε, ως τρόπος μοναχικής πολιτείας, από τον Μ. Βασίλειο, υπήρχε έντονη συνείδηση ότι η κοινοβιακή ζωή ήταν “μικρόκοσμος” της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Το μοναχικό “κοινόβιο” κατανοήθηκε ως χώρος αθλήσεως, που οι της “ευσεβείας αγωνισταί”, οι ακολουθούντες “τον ησύχιον και απράγμονα βίον ως συνεργόν της φυλακής των ευαγγελικών δογμάτων”, έθεταν ως στόχο ζωής “πως μηδέν αυτής διαφυγή των εντεταλμένων”, έτσι ώστε δια της καθάρσεως και της αρετής να φθάσουν “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” (Εφ. 4: 13). Ο “απράγμων” βίος τους ήταν στην ουσία μια “πολυπράγμων” πνευματική μέριμνα για την απόκτηση της ζωής του Θεού. Το κοινόβιο γινόταν ο χώρος ενός αδυσώπητου αγώνα για την εσωτερική καθαρότητα, δεδομένου ότι “η Θεία Τριάς ενοικεί εν τη καθαρώς εχούση ψυχή, της θείας χρηστότητος συνεφαπτομένης ενοικεί δε ου καθ έστιν αχώρητος γαρ και αυτή πάση τη κτίσει αλλά καθ όσον γουν επιτηδείως έχει δεκτικώς ο άνθρωπος”.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος θα ορίσει, στην κλασσική διατύπωσή του, ότι ” μοναχός έστι βία φύσεως διηνεκής και φυλακή αισθήσεων ανελλιπής”. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία αναμορφώσεως του ανθρωπίνου προσώπου και η κοινωνία του Θεού προϋποθέτουν την ακατάπαυστη και επίμονη εργασία της ασκήσεως. Η συνεπής εργασία της ασκήσεως εξασφαλίζει την πνευματική αύξηση, εφ όσον “αλλήλων εκδέδενται πάσαι αι αρεταί, ωσπερεί γαρ τις πνευματική άλυσις μια της μιας ήρτηνται. Η ευχή από της αγάπης, η αγάπη από της χαράς, η χαρά από της πραότητα, η πραότητα από την ταπείνωση, η ταπείνωση από τη διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα”.
Στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας το ασκητικό φρόνημα είναι θεμελιώδες και προσδιοριστικό της πνευματικότητός της στοιχείο. Η εκκλησιαστική ζωή σ όλες της τις εκφάνσεις είναι ασκητισμός. Η θεολογία της Εκκλησίας, η λατρεία και η ευσέβειά της είναι ποτισμένα από ένα ήθος αδιάκοπου και ανένδοτου αγώνα. Ωραιότατα προσδιορίζει αυτό το ασκητικό ήθος της Εκκλησίας ο Ευάγριος, όταν λέει: “Ήθος εστί προσευχής σύνοια, μετ ευλαβείας και κατανύξεως και οδύνης ψυχής, εν εξαγορεύσει πταισμάτων, μετά στεναγμών αφώνων”. Πρέπει να υψωθεί κανείς σ αυτό το επίπεδο, πρέπει να περάσει απ αυτόν τον τρόπο της Εκκλησίας για να ελευθερωθεί από τα πάθη και, αν ευδοκήσει ο Θεός, να φθάσει σε κατάσταση θεωρίας της δόξας του.
Ο μοναχικός βίος υπήρξε πάντα στην ανατολική αυθεντική πραγμάτωση με έκφραση της ζωής του Ευαγγελίου. Μέσα από την ιδιαίτερη κλήση τους οι μοναχοί, με την αδιάλειπτη επίκληση του θείου ελέους, με την ταπείνωση και την υπακοή τους, απέβλεπαν στην “κατά φύση” ακεραιότητα, στον άνθρωπο όπως τον παρέδωσε στην δημιουργία η θεία συγκατάβαση, δηλ. “εν ευχή, εν θεωρία, εν πάση δόξα και τιμή, έχοντας σώας τις αισθήσεις και όντα εν το κατά φύση”.
Η “κατά φύση” ακεραιότητα του ανθρώπου, αυτό το τέλος του χριστιανικού βίου, στο οποίο σταθερά και επίμονα αποβλέπει η μοναχική πολιτεία, λειτουργεί αγιαστικά σ ολόκληρο το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός μοναχός, ο απαθής, ο “απερισπάστως ευχόμενος”, ο έχων “αδιάπτωτων” την μνήμη του Θεού, σαν φορέας μιας άλλου είδους, μιας κεχαριτωμένης ζωής, επιδρά ευεργετικά σ όλους τους ανθρώπους και σ ολόκληρο τον κόσμο. Ο μοναχός γίνεται και οφείλει αδιάκοπα να είναι το ευεργετικό εκείνο σπέρμα της μεταμορφώσεως του κόσμου.