Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (30)
15 Σεπτεμβρίου 2009
(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)
Επιστολή 25
Προς Μοναχό Παντελεήμονα.
Άγιον Όρος τη 1/6/1959.
Τέκνον μου ηγαπημένον, σπλάγχνα μου, θεία και ιερά, ευλογημένον παιδάκι μου, Παντελάκη, εύχομαι να είσαι καλά.
Είναι ολίγες ήμερες όπου επήρα το γράμμα σου, αλλά η αρρώστια με βασανίζει και αν δεν κατάπαυση δεν ημπορώ μήτε να διαβάσω, μήτε να γράψω· αυτή η δύσπνοια είναι. Μα μήτε να φάγω· τώρα τρώγω μόνον πρωΐ, άπαξ της ημέρας ό,τι ευρεθή.
Μου λέγουν, ότι υπάρχει κάτι οξυγόνον, όπου διά της εισπνοής με μία φούσκα εισπνέεις και καταπαύει. Αλλά μου έστειλαν, αλλά το ιδικόν μου πάθος έχει μεγάλην τάσιν· θέλει να είναι πιο δυνατό φάρμακο, αυτό λέγεται «προβόν», κρατάει δύο λεπτά και πάλιν αρχίζει. Εάν ηξεύρει ο Θεοφιλέστατος κανένα επιστήμονα ιατρόν και υπάρχει δυνατότερον φάρμακον να καταπαύη την δύσπνοιαν, αυτό να μου στείλης. Διά να κοιμηθώ μισή ώρα, πρέπει να μου κάνουν αέρα, αλλέως με πνίγει, δεν με αφήνει να κοιμηθώ· τέλος αφήνω.
Διά το μοναστηράκι σου, όπου λέγεις, διά την Μαγδαληνή είναι ωραία να κάμνη, και να ζήσουν μαζί δύο, τρεις, επίσης και η Κλειώ. Αυτές είναι εύκολον, διότι είναι γυναίκες, δι΄ εσένα είναι πολύ δύσκολον. Εάν ήταν τρόπος να σε είχα κοντά μου ολίγον χρόνον, να διδαχθής την λεπτότητα του μοναχισμού. Μόνον συ είσαι όπου θα βοηθήσης τον άλλον, κανείς άλλος από όσους μου λέγεις ότι θα σου στείλουν, ο Διονύσιος και από εδώ κανείς, κανέναν μην ζητής, μην μελετάς. Εσύ ό,τι ημπορείς να κάμης μονάχος σου, αφού αλλέως δεν γίνεται.
Θα κάμης ένα μικρό εκκλησάκι, δύο τρία δωμάτια. Ευρίσκεις δύο συντρόφους, καλά παιδιά, και ησυχάζετε ωσάν ερημίται. Και όταν γηράση, όπως σου λέγει και ο Θεοφιλέστατος, έρχεται και ευρίσκει καλά παιδάκια να τον γηροκομήσουν. Αν πάλιν ημπορής να έλθης να σταθής ολίγον να γίνης και μεγαλόσχημος, να σε κάμω εγώ, να μάθης και λίγον. Πάλιν θα γυρίσης αυτού ένας πρακτικός ερημίτης να κάμης και τους άλλους μεγαλόσχημους και να βοηθήτε με λόγον και τους λοιπούς αδελφούς.
Τώρα πολλά μου γράφουν δι΄ εσένα, ιδίως διά την εγκράτειάν σου και την προσοχήν. Διά τον παπα-Πέτρον, αφού εκόπης, άλλο δεν χρήζει να γράψω. Εις εμένα ο Θεός εφανέρωσεν ότι δεν είναι με τόν Θεόν, ας φύγη από αυτόν και η Μαγδαληνή και άλλο δεν έχομεν.
Διά την Κλειώ, είναι πολύ απλή, δεν είναι κακή· έμενα δεν γράφει ότι βλέπει τίποτα εν οράματι. Είδεν εκείνα, δεν είναι κακό -επειδή είχεν πολύ απλότητα- όπως την Χατζηγιαγιά σου. Φρόνιμη είναι, έχει τέτοιους πολλούς εις τον κόσμον αυτόν. Θα ιδής και θα ακούσης πολλά, αλλά μανθάνεις και γίνεσαι από όλα σοφός.
Δώσε την μετάνοιάν μου εις τον Δεσπότην μας. Θα σου γράψω πολλά καλά και ωραία αλλά όταν θα γίνω καλά. Όλα τα χρήματά σου ξοδεύω, αλλά υγεία δεν βλέπω. Δόξα σοι ο Θεός, θα ευρεθή, όταν θά πάω εις το χώμα.
Έχεις τας ευχάς όλης της συνοδίας. Σε κατασπάζομαι.
Ο Γεροντάκος σου Ιωσήφ.
(Υ.Γ.) Το ευαγγελιάκι το έστειλα εις τον σεβαστόν μου Δεσπότην. Το είχον και εδιάβαζα την Μεγάλην Σαρακοστήν, το ετελείωνα 7-8-10 φορές. Τα ευχέλαια είναι ένα της Μαγδαληνής, ένα της Κλειώς και ένα της Χριστίνας, θείας του Ευτυχίου και Ιωάννου.
Επιστολή 26
Προς Μοναχό Παντελεήμονα.
Άγιον Όρος τη 10/6/1959.
Τέκνον μου ηγαπημένον, σπλάγχνα μου, θεία και ιερά, Παντελάκη μου, αγία ψυχούλα μου, εύχομαι να είσαι καλά, παιδάκι μου.
Έλαβον την επιστολήν σου και είδον τα εν αυτή και εχάρην διά την ποθητήν μου υγείαν σου. Και εγώ δεν είναι τέσσερεις ήμερες όπου σου έστειλα γράμμα και άρχισα να σου γράφω και μικρόν πονηματάκι να το έχης ενθύμιον.
Τώρα αυτές τες ήμερες ειχα πρησθή μέχρι τόν αφαλό, και επειδή πήγε ο παπα-Εφραίμ εις την Δάφνη να πάρη τα γράμματα σου τα συστημένα, με το τηλέφωνον κρυφά από εμένα, εσυνενοήθη με ένα καλόν ιατρόν όπου είχεν φήμη καλή και τον κάλεσε εις το Άγιον Όρος.
Και έστειλεν το μοτόρ εις την Τρυπητήν, τον πήρε και πάλιν τον γύρισε οπίσω. Και σε εμένα είπεν ψέμματα ότι περιοδεύων ο ιατρός το Άγιον Όρος ήλθεν μέχρι την Σκήτην και τον έφεραν να με ιδή. Εγώ πίστευσα λοιπόν με εκοίταξε δύο φορές, εξήτασεν όλα και ειπεν ότι: «Είσαι καρδιοπαθής, δύο μήνας αν σε εκοίταζα πρωτύτερα, θα σου υποσχόμην τελείαν υγείαν, αλλά τώρα ήλθα οπόταν εσύ έφθασας προς το τέλος, αλλά θα βελτιώσομεν την κατάστασιν». Εγώ δεν θέλω, αλλά η συνοδία φωνάζουν.
Τώρα όμως, παιδάκι μου, οι οφειλέτες θα με τραβήξουν οπίσω. Και εσύ θα πέρασης να φύγης στους ουρανούς κοντά στον Χριστόν και εγώ ο πτωχός να μένω στον δρόμο ενέχυρον. Θα με ζητάς κοντά στους Αγίους, και εγώ θα είμαι κοντά στους αχρείους. Κλαίω ο πτωχός απαρηγόρητα και ανωφελώς· τα χρέη είναι χρέη. Τους φωνάζω· «αφήστε με, ας πεθάνω, θα έλθη η ώρα μου». Όχι, δος του τρύπες στες φλέβες κάθε ημέρα, ωσότου να με κάμουν αχρείον.
Αυτά είναι, Παντελάκη μου· τώρα έλαβα τα 20 με της Μαγδαληνής, μήτε προλαμβάνω να ιδώ. Σου έστειλα τον σκούφο, τες καντηλήθρες, δύο ευαγγελιάκια διά τον Θεοφιλέστατον. Το ένα το ειχα χρόνια, οπόταν τα ετύπωσαν, είναι ωραίο δώρον, το εδιάβαζα την Σαρακοστήν 7-8 φορές, όλον είναι δερματόδετον και το σακκουλάκι του άξιον διά τον Δεσπότην, τώρα τέτοια δεν έχουν δεμένα.
Είμαι πολύ ευχαριστημένος, όπου εάν απεθάνω να με εύχεται ο Δεσπότης μας.
Και τώρα λοιπόν, Παντελάκη μου, μετ΄ ολίγον έχεις την εορτήν σου, και σου εύχομαι έτη πολλά και ευλογημένα με πολλάς χάριτας και Θεού ευλογίας. Τώρα θα λάβης και τας φωτογραφίας, να χαρή η ψυχή σου και να αγαλλίαση το πνεύμα σου. Να δώσης τα ευχέλαια. Έγραψαν ένα της Κλειώς, ένα της Μαγδαληνής και της Χριστίνας.
Σε εύχομαι.
Ο πατερούλης σου Ιωσήφ.
Επιστολή 27
Προς παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη.
<Άγιον Όρος, Μάρτιος 1959>.
Σπλάγχνα μου, θεία και ιερά, αγαπητόν μοι τέκνον παπα-Εφραίμ, έχεις τα πατρικά μου φιλιά.
Έχεις ολόκληρον την αγάπην μου, έχεις την ευχήν μου, την μόλις αποπνέουσαν ημίν πριν δύο ημέρας. Πολύ βαρέως δέκα ημέρας, δεν έφαγα τίποτα. Τώρα πάλιν τας δύο ημέρας ήλθαν κάτι φάρμακα από την Αμερικήν. Και ήρχισα να παίρνω και βρήκα ωφέλεια. Να είδωμεν μέχρι πότε θα βοηθήσουν.
Εγώ δεν νομίζω ότι θα γίνω καλά. Όσον και αν πολεμάνε η συνοδία δεν κάνουν τίποτε. Μόνον με αργοπορούνε εις το να φύγω. Έχω φαρμακωθεί. Το σώμα μου δεν θα αρέση εις τα σκουλήκια, θα μείνη άλιωτο. Δεν θα τους αρέση να το φάνε. Λοιπόν, μείνε ήσυχος. Τώρα ακόμη δεν ήλθεν η ώρα.
Δώσε ευχάς στον άθλητήν μου Προκόπιον.
Σας ασπάζομαι ολοψύχως.
Ταπεινός και πολύπαθης, Γ. Ιωσήφ.
Συνεχίζεται…